Γιατί το κεφάλαιο «φεύγει» από την παραγωγή; Γιατί έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ το χρηματοπιστωτικό σύστημα; Απαντήσεις μπορούν να δοθούν μόνο αν μελετήσουμε την εξέλιξη της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο και διαχρονικό επίπεδο. Και αυτό ακριβώς κάνει το Forces of Labor. Ένα βιβλίο που δυστυχώς δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά αλλά έχει προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις σε Αμερική και Ευρώπη.
Forces of Labor: Workers’ Movements and Globalization since 1870
(Δυνάμεις της Εργασίας: Εργατικά Κινήματα και Παγκοσμιοποίηση
από το 1870)
της Beverly Silver.
Η συγκεκριμένη βιβλιοπαρουσίαση είναι εκτενής και καταπιάνεται με το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μόνο στο τελευταίο μέρος της, όπως και το ίδιο το βιβλίο. Παρολαυτά, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε αναλυτικά για το βιβλίο, καθότι καταφέρνει, με ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ ανάλυση, όχι μόνο να καταρρίψει πολλούς σύγχρονους μύθους για τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά ταυτόχρονα να μας δώσει εννοιολογικά όπλα και «προβλέψεις» για τον 21ο αιώνα.
Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μια ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Binghamton στην Αμερική ξεκίνησε να δημιουργεί μια βάση δεδομένων για τους εργατικούς αγώνες. Μια βάση δεδομένων που κάλυπτε όλο τον κόσμο (168 χώρες), από το 1870 και έπειτα. Ως το 1996 συγκέντρωσε 91947 αναφορές εργατικής αναταραχής που αποτέλεσαν την εμπειρική βάση του βιβλίου. Έμφαση δόθηκε στα «κύματα αγώνων», δηλαδή σε στιγμές άμπωτης ή παλίρροιας αγώνων και πως αυτές ταίριαζαν με τις αλλαγές πολιτικής διαχείρισης των εργατικών κινημάτων.
Με αυτή τη βάση δεδομένων, η Beverly Silver (μέλος της ερευνητικής ομάδας που κατέγραψε τους εργατικούς αγώνες) ξεκινά το βιβλίο της θέτοντας σημαντικά ερωτήματα, ερωτήματα που συνδέθηκαν με τη ρητορική της παγκοσμιοποίησης.
Τι είναι πραγματικά «καινούργιο» στον καπιταλισμό σήμερα; Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι παγκόσμιες οικονομικές διαδικασίες μετάλλαξαν τελείως την εργατική τάξη και το έδαφος που πρέπει να λειτουργήσουν τα εργατικά κινήματα; Ή θα πρέπει να περιμένουμε την ανάδυση ξανά σημαντικών εργατικών αγώνων, την αναπαραγωγή των αντιφάσεων στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας; Σημαίνει η παγκοσμιοποίηση μια ραγδαία μείωση της δύναμης και των δικαιωμάτων όλων των εργατών του κόσμου; Προωθεί η «παγκοσμιοποίηση» τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης που είναι όλο και περισσότερο ομοιογενής, μιας εργατικής τάξης που κλίνει προς το διεθνισμό;
Έχοντας στο νου τέτοια ερωτήματα που απασχολούν τους ριζοσπαστικούς κύκλους, η Silver θέτει πρώτα κάποια στοιχεία της μεθόδου της.
Ξεκινά με τους εργάτες. Από πού αντλούν δύναμη και αγωνίζονται; Η Silver διαχωρίζει τρία είδη δύναμης των εργατών:
α) τη δύναμη-στην-παραγωγή, μέσα-στο-χώρο-δουλειάς (workplace power). Μέσα στην παραγωγή, οι εργαζόμενοι λόγω της αντικειμενικής θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας μπορεί να έχουν περισσότερη ή λιγότερη δύναμη. Οι εργαζόμενοι π.χ. σε μια εφημερίδα, δεν έχουν την ίδια δύναμη στο χώρο δουλειάς. Αν οι τυπογράφοι σταματήσουν τη δουλειά, η εφημερίδα δεν θα εκδοθεί. Αν την σταματήσουν οι αθλητικογράφοι, η εφημερίδα θα βγει (το πολύ-πολύ να λείπει το αθλητικό ρεπορτάζ). Από την άλλη μεριά, το σταμάτημα στο τυπογραφείο εμποδίζει τη συγκεκριμένη εφημερίδα να κυκλοφορήσει. Αν οι διανομείς των εφημερίδων σταματήσουν τη δουλειά, όλες οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν. Η δύναμη τους είναι ακόμα μεγαλύτερη.
β) τη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας (marketplace power). Οι εργαζόμενοι με σπάνια εξειδίκευση έχουν μεγαλύτερη δύναμη για να διεκδικήσουν. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι που δεν αντιμετωπίζουν στον κλάδο τους ανεργία ή αυτοί που μπορούν να βρίσκουν εισόδημα από άλλες μη-μισθωτές εργασίες. Έτσι π.χ. σήμερα στην Ελλάδα, σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνίας, άλλη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας έχουν οι τεχνικοί δικτύου (σχετικά μη-κορεσμένη εξειδίκευση, χαμηλή ανεργία) και άλλη οι πωλητές των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων στα καταστήματα της εταιρείας.
γ) την οργανωτική-δύναμη (associational power) . Εδώ μιλάμε για τη δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι λόγω των σχέσεων, των συλλογικοτήτων που αναπτύσσουν (επιτροπές, σωματεία, κόμματα κτλ.). Μιλάμε για τη μη-δομική δύναμη των εργατών, σε αντίθεση με τις δυνάμεις που περιγράφτηκαν παραπάνω (α και β) που αποτελούν τη δομική δύναμη του εργάτη (βέβαια δομική και μη-δομική δύναμη αλληλοεπιδρούν).
Μετά τις δυνάμεις των εργατών, η Silver ορίζει με συστηματικό τρόπο και τους αγώνες των εργατών. Τους χωρίζει σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Α) «Αγώνες του (Καρλ) Μαρξ», δηλαδή επιθετικοί αγώνες όπου (νέες) εργατικές τάξεις διεκδικούν.
Β) «Αγώνες του (Καρλ) Πολάνυι», αγώνες που κάνουν οι εργάτες για να μη χάσουν προηγούμενα «κοινωνικά συμβόλαια», δικαιώματα. Αυτούς τους αγώνες συνήθως τους ονομάζουμε «αμυντικούς» (και βλέπουμε κυρίως στην Ελλάδα και στο Δυτικό κόσμο σήμερα).
Και οι δύο τύποι αγώνων είναι στην ουσία αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στην προλεταριακή συνθήκη, δηλαδή τη μετατροπή τους και τη χρήση τους σαν εμπορεύματα -εμπορεύματα στην παραγωγή (η έμφαση του Μαρξ), εμπορεύματα στην αγορά εργασίας (η έμφαση του Πολάνυι). Είναι οι αντιδράσεις αυτών που έχουν προλεταριοποιηθεί εδώ και χρόνια, που ζουν από το μισθό και δύσκολα φαντάζονται την έξοδο από τη μισθωτή εργασία, αλλά και αυτών που έχουν μερικώς προλεταριοποιηθεί ή πρόσφατα προλεταριοποιηθεί και που παλεύουν να ξεφύγουν από την προλεταριακή συνθήκη. Η βάση δεδομένων της Silver δεν περιλαμβάνει αγώνες των φοιτητών, των μη μισθωτών αγροτών, των στρατιωτών, των κομμουνιστών, αναρχικών κτλ. αλλά μόνο εργατών-ανέργων, αυτών δηλαδή που έχουν σχέση με το μισθό. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως αδυναμία αλλά και δύναμη του βιβλίου (ανάλογα την οπτική), η επικέντρωση στη μισθωτή εργασία και στη δύναμη της να επηρεάζει τις παγκόσμιες πολιτικές.
Μετά τους εργάτες, η Silver περνά στην ανάλυση των στρατηγικών του κεφαλαίου. Προτού όμως το κάνει αυτό μιλά για τα δύο είδη κρίσης του ιστορικού καπιταλισμού, του καπιταλισμού έτσι όπως τον έχουμε γνωρίσει εμπειρικά τα τελευταία 150 χρόνια. Έχει διαφανεί λοιπόν το εξής: καθότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, όταν αναπτύσσεται δημιουργεί εργατικές τάξεις που αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσουν και θα προκαλέσουν «κρίση κερδοφορίας» (σκεφτείτε τους αγώνες στην Ελλάδα στη μεταπολίτευση). Οι παραχωρήσεις που θα γίνουν (λόγω των εργατικών απαιτήσεων, του αναβρασμού) δεν μπορούν να διαρκέσουν πολύ (θυμηθείτε τη στροφή του ΠΑΣΟΚ ήδη από το 1985). Τα «κοινωνικά συμβόλαια» πρέπει να σπάσουν, η εργασία να αναδιαρθρωθεί και εντατικοποιηθεί (δεκαετία του ’90). Αυτό δημιουργεί «κρίση νομιμοποίησης» των πολιτικών που ακολουθούνται και αντίσταση («αμυντικοί αγώνες» όλη τη διάρκεια του ’90 και μέχρι σήμερα στην Ελλάδα). Με άλλα λόγια, το κεφαλαίο, ακριβώς επειδή είναι κοινωνική σχέση, δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις αντιφάσεις του: πότε αντιμετωπίζει κρίση νομιμοποίησης, πότε κρίση κερδοφορίας.
Πάμε τώρα στις στρατηγικές/ρυθμίσεις του κεφαλαίου απέναντι στους εργάτες –που τι συμφορά!- αντιδρούν συνέχεια στο να είναι εμπορεύματα. Το κεφάλαιο, για να αντιμετωπίσει τους εργάτες μπορεί:
Α) Να μεταφέρει την παραγωγή (spatial fix), την επιχείρηση, σε χώρες που υπάρχει απουσία αγώνα και διεκδικήσεων, που υπάρχουν πολλά χέρια προς προλεταριοποίηση, που υπάρχει χαμηλό εργατικό κόστος.
Β) Να αναδιαρθρώσει τεχνολογικά την παραγωγή, την επιχείρηση (technological fix),
Γ) Να μεταπηδήσει σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσμένους κλάδους παραγωγής προϊόντων (product fix)
Δ) Να «φύγει» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), δηλαδή να πουλήσει μονάδες παραγωγής, να γίνει χρήμα που θα χρησιμοποιείται σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες επενδύσεις.
Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις ονομάζονται συχνά «αναδιάρθρωση». Το κεφάλαιο όμως έχει και άλλα όπλα. Μπορεί μέσω των συνδικάτων να προωθήσει τον «υπεύθυνο συνδικαλισμό», δηλαδή τον κορπορατισμό, για να ελέγξει τις αντιστάσεις αν αυτές είναι πυκνές (και προτού χρησιμοποιήσει τελικά κάποια από τις τέσσερις παραπάνω στρατηγικές/ρυθμίσεις που «λύνουν» πιο «μακροπρόθεσμα» το πρόβλημα). Μπορεί ακόμα, μέσω του Κράτους, να ρυθμίσει τη ροή της μεταναστευτικής εργασίας προς όφελος του π.χ. φέρνοντας φθηνά εργατικά χέρια και πλήττοντας τους ντόπιους εργάτες ως προς τη δύναμη-τους-στην-αγορά-εργασίας. Μπορεί ακόμα να προωθήσει μέσα στη δουλειά ένα πλήθος διαιρέσεων με βάση το μισθό, το φύλο, την ηλικία, την εξειδίκευση κ.α. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε. Η Silver δείχνει άψογα ότι τόσο «ο υπεύθυνος συνδικαλισμός», η μετανάστευση και κυρίως οι διαιρέσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τους εργάτες για να αντεπιτεθούν. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το πώς οι εργάτες -σε αντίθεση με την «ομογενοποίηση» τους που προσδοκούσε ο Μαρξ- αντιδρούν στο να αντιμετωπίζονται όλοι σαν αναλώσιμα γρανάζια, σαν εμπορεύματα, και προσπαθούν να φτιάξουν ταυτότητες που τους διακρίνουν και που τους προστατεύουν υλικά. Ταυτότητες που στηρίζονται στο φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα, την εξειδίκευση κτλ. Με λίγα λόγια, οι διαιρέσεις έρχονται και «από κάτω», και όχι μόνο «από τα πάνω».
Παίρνοντας τις 4 βασικές ρυθμίσεις που προωθεί το κεφάλαιο, και τα εμπειρικά δεδομένα των εργατικών αγώνων σε διαχρονικό και παγκόσμιο επίπεδο, η Silver δείχνει τώρα πολλά πράγματα.
Forces of Labor: Workers’ Movements and Globalization since 1870
(Δυνάμεις της Εργασίας: Εργατικά Κινήματα και Παγκοσμιοποίηση
από το 1870)
της Beverly Silver.
Η συγκεκριμένη βιβλιοπαρουσίαση είναι εκτενής και καταπιάνεται με το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μόνο στο τελευταίο μέρος της, όπως και το ίδιο το βιβλίο. Παρολαυτά, είναι αναγκαίο να μιλήσουμε αναλυτικά για το βιβλίο, καθότι καταφέρνει, με ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ ανάλυση, όχι μόνο να καταρρίψει πολλούς σύγχρονους μύθους για τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά ταυτόχρονα να μας δώσει εννοιολογικά όπλα και «προβλέψεις» για τον 21ο αιώνα.
Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μια ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Binghamton στην Αμερική ξεκίνησε να δημιουργεί μια βάση δεδομένων για τους εργατικούς αγώνες. Μια βάση δεδομένων που κάλυπτε όλο τον κόσμο (168 χώρες), από το 1870 και έπειτα. Ως το 1996 συγκέντρωσε 91947 αναφορές εργατικής αναταραχής που αποτέλεσαν την εμπειρική βάση του βιβλίου. Έμφαση δόθηκε στα «κύματα αγώνων», δηλαδή σε στιγμές άμπωτης ή παλίρροιας αγώνων και πως αυτές ταίριαζαν με τις αλλαγές πολιτικής διαχείρισης των εργατικών κινημάτων.
Με αυτή τη βάση δεδομένων, η Beverly Silver (μέλος της ερευνητικής ομάδας που κατέγραψε τους εργατικούς αγώνες) ξεκινά το βιβλίο της θέτοντας σημαντικά ερωτήματα, ερωτήματα που συνδέθηκαν με τη ρητορική της παγκοσμιοποίησης.
Τι είναι πραγματικά «καινούργιο» στον καπιταλισμό σήμερα; Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι παγκόσμιες οικονομικές διαδικασίες μετάλλαξαν τελείως την εργατική τάξη και το έδαφος που πρέπει να λειτουργήσουν τα εργατικά κινήματα; Ή θα πρέπει να περιμένουμε την ανάδυση ξανά σημαντικών εργατικών αγώνων, την αναπαραγωγή των αντιφάσεων στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας; Σημαίνει η παγκοσμιοποίηση μια ραγδαία μείωση της δύναμης και των δικαιωμάτων όλων των εργατών του κόσμου; Προωθεί η «παγκοσμιοποίηση» τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης που είναι όλο και περισσότερο ομοιογενής, μιας εργατικής τάξης που κλίνει προς το διεθνισμό;
Έχοντας στο νου τέτοια ερωτήματα που απασχολούν τους ριζοσπαστικούς κύκλους, η Silver θέτει πρώτα κάποια στοιχεία της μεθόδου της.
Ξεκινά με τους εργάτες. Από πού αντλούν δύναμη και αγωνίζονται; Η Silver διαχωρίζει τρία είδη δύναμης των εργατών:
α) τη δύναμη-στην-παραγωγή, μέσα-στο-χώρο-δουλειάς (workplace power). Μέσα στην παραγωγή, οι εργαζόμενοι λόγω της αντικειμενικής θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας μπορεί να έχουν περισσότερη ή λιγότερη δύναμη. Οι εργαζόμενοι π.χ. σε μια εφημερίδα, δεν έχουν την ίδια δύναμη στο χώρο δουλειάς. Αν οι τυπογράφοι σταματήσουν τη δουλειά, η εφημερίδα δεν θα εκδοθεί. Αν την σταματήσουν οι αθλητικογράφοι, η εφημερίδα θα βγει (το πολύ-πολύ να λείπει το αθλητικό ρεπορτάζ). Από την άλλη μεριά, το σταμάτημα στο τυπογραφείο εμποδίζει τη συγκεκριμένη εφημερίδα να κυκλοφορήσει. Αν οι διανομείς των εφημερίδων σταματήσουν τη δουλειά, όλες οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούν. Η δύναμη τους είναι ακόμα μεγαλύτερη.
β) τη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας (marketplace power). Οι εργαζόμενοι με σπάνια εξειδίκευση έχουν μεγαλύτερη δύναμη για να διεκδικήσουν. Το ίδιο και οι εργαζόμενοι που δεν αντιμετωπίζουν στον κλάδο τους ανεργία ή αυτοί που μπορούν να βρίσκουν εισόδημα από άλλες μη-μισθωτές εργασίες. Έτσι π.χ. σήμερα στην Ελλάδα, σε μια εταιρεία τηλεπικοινωνίας, άλλη δύναμη-στην-αγορά-εργασίας έχουν οι τεχνικοί δικτύου (σχετικά μη-κορεσμένη εξειδίκευση, χαμηλή ανεργία) και άλλη οι πωλητές των τηλεπικοινωνιακών προϊόντων στα καταστήματα της εταιρείας.
γ) την οργανωτική-δύναμη (associational power) . Εδώ μιλάμε για τη δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι λόγω των σχέσεων, των συλλογικοτήτων που αναπτύσσουν (επιτροπές, σωματεία, κόμματα κτλ.). Μιλάμε για τη μη-δομική δύναμη των εργατών, σε αντίθεση με τις δυνάμεις που περιγράφτηκαν παραπάνω (α και β) που αποτελούν τη δομική δύναμη του εργάτη (βέβαια δομική και μη-δομική δύναμη αλληλοεπιδρούν).
Μετά τις δυνάμεις των εργατών, η Silver ορίζει με συστηματικό τρόπο και τους αγώνες των εργατών. Τους χωρίζει σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Α) «Αγώνες του (Καρλ) Μαρξ», δηλαδή επιθετικοί αγώνες όπου (νέες) εργατικές τάξεις διεκδικούν.
Β) «Αγώνες του (Καρλ) Πολάνυι», αγώνες που κάνουν οι εργάτες για να μη χάσουν προηγούμενα «κοινωνικά συμβόλαια», δικαιώματα. Αυτούς τους αγώνες συνήθως τους ονομάζουμε «αμυντικούς» (και βλέπουμε κυρίως στην Ελλάδα και στο Δυτικό κόσμο σήμερα).
Και οι δύο τύποι αγώνων είναι στην ουσία αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στην προλεταριακή συνθήκη, δηλαδή τη μετατροπή τους και τη χρήση τους σαν εμπορεύματα -εμπορεύματα στην παραγωγή (η έμφαση του Μαρξ), εμπορεύματα στην αγορά εργασίας (η έμφαση του Πολάνυι). Είναι οι αντιδράσεις αυτών που έχουν προλεταριοποιηθεί εδώ και χρόνια, που ζουν από το μισθό και δύσκολα φαντάζονται την έξοδο από τη μισθωτή εργασία, αλλά και αυτών που έχουν μερικώς προλεταριοποιηθεί ή πρόσφατα προλεταριοποιηθεί και που παλεύουν να ξεφύγουν από την προλεταριακή συνθήκη. Η βάση δεδομένων της Silver δεν περιλαμβάνει αγώνες των φοιτητών, των μη μισθωτών αγροτών, των στρατιωτών, των κομμουνιστών, αναρχικών κτλ. αλλά μόνο εργατών-ανέργων, αυτών δηλαδή που έχουν σχέση με το μισθό. Αυτό μπορεί να ιδωθεί ως αδυναμία αλλά και δύναμη του βιβλίου (ανάλογα την οπτική), η επικέντρωση στη μισθωτή εργασία και στη δύναμη της να επηρεάζει τις παγκόσμιες πολιτικές.
Μετά τους εργάτες, η Silver περνά στην ανάλυση των στρατηγικών του κεφαλαίου. Προτού όμως το κάνει αυτό μιλά για τα δύο είδη κρίσης του ιστορικού καπιταλισμού, του καπιταλισμού έτσι όπως τον έχουμε γνωρίσει εμπειρικά τα τελευταία 150 χρόνια. Έχει διαφανεί λοιπόν το εξής: καθότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, όταν αναπτύσσεται δημιουργεί εργατικές τάξεις που αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσουν και θα προκαλέσουν «κρίση κερδοφορίας» (σκεφτείτε τους αγώνες στην Ελλάδα στη μεταπολίτευση). Οι παραχωρήσεις που θα γίνουν (λόγω των εργατικών απαιτήσεων, του αναβρασμού) δεν μπορούν να διαρκέσουν πολύ (θυμηθείτε τη στροφή του ΠΑΣΟΚ ήδη από το 1985). Τα «κοινωνικά συμβόλαια» πρέπει να σπάσουν, η εργασία να αναδιαρθρωθεί και εντατικοποιηθεί (δεκαετία του ’90). Αυτό δημιουργεί «κρίση νομιμοποίησης» των πολιτικών που ακολουθούνται και αντίσταση («αμυντικοί αγώνες» όλη τη διάρκεια του ’90 και μέχρι σήμερα στην Ελλάδα). Με άλλα λόγια, το κεφαλαίο, ακριβώς επειδή είναι κοινωνική σχέση, δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις αντιφάσεις του: πότε αντιμετωπίζει κρίση νομιμοποίησης, πότε κρίση κερδοφορίας.
Πάμε τώρα στις στρατηγικές/ρυθμίσεις του κεφαλαίου απέναντι στους εργάτες –που τι συμφορά!- αντιδρούν συνέχεια στο να είναι εμπορεύματα. Το κεφάλαιο, για να αντιμετωπίσει τους εργάτες μπορεί:
Α) Να μεταφέρει την παραγωγή (spatial fix), την επιχείρηση, σε χώρες που υπάρχει απουσία αγώνα και διεκδικήσεων, που υπάρχουν πολλά χέρια προς προλεταριοποίηση, που υπάρχει χαμηλό εργατικό κόστος.
Β) Να αναδιαρθρώσει τεχνολογικά την παραγωγή, την επιχείρηση (technological fix),
Γ) Να μεταπηδήσει σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσμένους κλάδους παραγωγής προϊόντων (product fix)
Δ) Να «φύγει» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), δηλαδή να πουλήσει μονάδες παραγωγής, να γίνει χρήμα που θα χρησιμοποιείται σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες επενδύσεις.
Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις ονομάζονται συχνά «αναδιάρθρωση». Το κεφάλαιο όμως έχει και άλλα όπλα. Μπορεί μέσω των συνδικάτων να προωθήσει τον «υπεύθυνο συνδικαλισμό», δηλαδή τον κορπορατισμό, για να ελέγξει τις αντιστάσεις αν αυτές είναι πυκνές (και προτού χρησιμοποιήσει τελικά κάποια από τις τέσσερις παραπάνω στρατηγικές/ρυθμίσεις που «λύνουν» πιο «μακροπρόθεσμα» το πρόβλημα). Μπορεί ακόμα, μέσω του Κράτους, να ρυθμίσει τη ροή της μεταναστευτικής εργασίας προς όφελος του π.χ. φέρνοντας φθηνά εργατικά χέρια και πλήττοντας τους ντόπιους εργάτες ως προς τη δύναμη-τους-στην-αγορά-εργασίας. Μπορεί ακόμα να προωθήσει μέσα στη δουλειά ένα πλήθος διαιρέσεων με βάση το μισθό, το φύλο, την ηλικία, την εξειδίκευση κ.α. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε. Η Silver δείχνει άψογα ότι τόσο «ο υπεύθυνος συνδικαλισμός», η μετανάστευση και κυρίως οι διαιρέσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τους εργάτες για να αντεπιτεθούν. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το πώς οι εργάτες -σε αντίθεση με την «ομογενοποίηση» τους που προσδοκούσε ο Μαρξ- αντιδρούν στο να αντιμετωπίζονται όλοι σαν αναλώσιμα γρανάζια, σαν εμπορεύματα, και προσπαθούν να φτιάξουν ταυτότητες που τους διακρίνουν και που τους προστατεύουν υλικά. Ταυτότητες που στηρίζονται στο φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα, την εξειδίκευση κτλ. Με λίγα λόγια, οι διαιρέσεις έρχονται και «από κάτω», και όχι μόνο «από τα πάνω».
Παίρνοντας τις 4 βασικές ρυθμίσεις που προωθεί το κεφάλαιο, και τα εμπειρικά δεδομένα των εργατικών αγώνων σε διαχρονικό και παγκόσμιο επίπεδο, η Silver δείχνει τώρα πολλά πράγματα.
Α) Η «μεταφορά» της παραγωγής (spatial fix), του εργοστασίου, «φτάνει» για το κεφάλαιο; Μελετώντας την ηγετική βιομηχανία του 20ου αιώνα, την αυτοκινητοβιομηχανία, η Silver δείχνει πως από εκεί που έφυγαν τα εργοστάσια αποσυντέθηκαν ισχυρές εργατικές τάξεις με ιστορία, αλλά εκεί που πήγαν τα εργοστάσια δημιουργήθηκαν νέες εργατικές τάξεις που προκαλούν πονοκέφαλο στους αυτοκινητοβιομήχανους: από την Αμερική και τον Καναδά ως την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, και μετά ως την Ισπανία, την Αργεντινή, και έπειτα τη Βραζιλία και τη Ν.Αφρική και τώρα τη Ν.Κορέα, το Β.Μεξικό και την Κίνα, αγώνες ξεσπούν συνέχεια!
Β) Η τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγής (technological fix) «φτάνει»; Η Silver σημειώνει ότι, όταν εισήχθη ο φορντισμός και ο ταιηλορισμός, είχαν προκαλέσει κύματα απαισιοδοξίας: λέγονταν ότι «οι εργατικοί αγώνες μας τέλειωσαν», ο παλιός τεχνίτης-εργάτης που έλεγχε την παραγωγή θα αποσυντεθεί και δεν θα μπορούν να γίνουν αγώνες στα «μεγάλα και απρόσωπα» εργοστάσια από τους ανειδίκευτους κτλ. Μόνο εκ των υστέρων διαψεύστηκαν οι «Κασσάνδρες», μόνο εκ των υστέρων ο φορντισμός έγινε «η χρυσή εποχή του εργατικού κινήματος». Σήμερα έχει εισαχθεί -και όσον αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία- η just-in-time παραγωγή, η «λιτή» παραγωγή, ο «τογιοτισμός». Πολλά άλλαξαν. Πολλοί άνθρωποι απολύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ρομπότ. Στη Δύση παρέμεινε ένα πολύ εξειδικευμένο προσωπικό, τα «λευκά κολλάρα» της καινοτομίας, και τα άλλα μέρη της παραγωγής δόθηκαν σε εργολάβους (εντός ή εκτός της χώρας) που απασχολούν ένα πλήθος επισφαλών, ανειδίκευτων εργατών -«μπλε κολλάρων». Αλλά και η just-in-time παραγωγή είναι πολύ ευάλωτη. Ειδικά όταν διακόπτεται η μεταφορά (κομματιών των αυτοκινήτων) και η επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών μερών παραγωγής. Η Silver, με παραδείγματα από τη Mitsubishi, τη Ford και τη General Motors, δείχνει ότι η «νέα τεχνολογία» δεν είναι άτρωτη. Εξετάζει επίσης τη σημαντική ιδιαιτερότητα της Ιαπωνίας και το ρόλο της αυστηρά πατριαρχικής οικογένειας στην επιτυχία του «τογιοτισμού».
Γ) Η «μεταπήδηση» σε ένα νέο, μη-κορεσμένο κλάδο παραγωγής προϊόντων (product fix) «φτάνει»; Μπορεί πρόσκαιρα, και μέχρι να συντεθεί μια νέα εργατική τάξη στο νέο, αναπτυσσόμενο κλάδο παραγωγής, το κεφάλαιο να «λύνει τα χέρια του» αλλά αργά ή γρήγορα έρχονται οι αγώνες. H Silver εξετάζει εδώ τη σχέση της υφαντουργίας (ηγετική βιομηχανία του 19ου αιώνα) με την αυτοκινητοβιομηχανία (ηγετική βιομηχανία του 20ου). Δείχνει λοιπόν, με βάση τα παγκόσμια εμπειρικά δεδομένα, ότι: εκεί που το κεφάλαιο «μεταπηδά» από την υφαντουργία στην αυτοκινητοβιομηχανία, εκεί αναπτύσσεται αργά ή γρήγορα η εργατική αντίσταση. Πρώτα η αντίσταση έρχεται στο μέρος που η βιομηχανία πρωτοεμφανίζεται: στην Αγγλία για την υφαντουργία, στην Αμερική για την αυτοκινητοβιομηχανία. Καθότι τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλά, στις χώρες που πρωτοαναπτύσσεται η καινοτομία/βιομηχανία οι επιχειρήσεις είναι πιο πρόθυμες να «μοιράσουν την πίτα» και έτσι να ενσωματώσουν τις εργατικές αντιστάσεις αναπτύσσοντας το βιοτικό επίπεδο των εργατών (να ένας καλός -όχι ο μόνος- λόγος που η Αμερική και η Βρετανία δεν γνώρισαν εργατικές επαναστάσεις). Όταν η αγορά του προϊόντος κορεστεί, όταν ο ανταγωνισμός έχει μεγαλώσει πολύ, η εργατική αντίσταση φέρνει πολλά προβλήματα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και είναι πιο πιθανή η καταστολή παρά η ενσωμάτωση (βλ. Κίνα για την υφαντουργία και Ν.Αφρική ή Ν. Κορέα ή Κίνα για την αυτοκινητοβιομηχανία σήμερα).
Και σήμερα; Ποια είναι η ηγετική βιομηχανία του 21ου αιώνα; Εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά με το παρελθόν, επισημαίνει η Silver. Ενώ το 19ο αιώνα η υφαντουργία, και τον 20ο αιώνα η αυτοκινητοβιομηχανία, ήταν ξεκάθαρα οι ηγετικές βιομηχανίες του παγκόσμιου καπιταλισμού, σήμερα υπάρχει μια διάχυση νέων βιομηχανιών όπου καμιά δεν φαίνεται να παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια παραγωγή. Επίσης: οι νέες βιομηχανίες θυμίζουν περισσότερο την υφαντουργία, δηλαδή δεν έχουν πολύ «ευάλωτο» τεχνικό καταμερισμό εργασίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Η δύναμη-στην-παραγωγή στις νέες βιομηχανίες φαίνεται μειωμένη, και όπως με τους υφαντουργούς κάποτε, μπορεί να αντισταθμιστεί με οργανωτική δύναμη. Η Silver σημειώνει κάποιες από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες βιομηχανίες που οι εργάτες φαίνεται να οργανώνονται και να δίνουν απαντήσεις τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Είναι: α) οι μεταφορές (εδάφους, θάλασσας και αέρος) όπως και οι τηλεπικοινωνίες (π.χ. τηλεφωνικά κέντρα) που συνδέουν τα διαφορετικά μέρη της «παγκοσμιοποιημένης» παραγωγής β) τα ηλεκτρονικά προϊόντα, τα προϊόντα πληροφορικής. Ο σχεδιασμός τους και η εμπορία τους λαμβάνει χώρα στις Δυτικές χώρες ενώ η κατασκευή τους (όπως και η μεταποίηση γενικά) στις περιφερειακές χώρες, με αναδυόμενο γίγαντα την Κίνα γ) Οι υπηρεσίες. Ιδιαίτερη άνοδο έχει ο χρηματοπιστωτικός τομέας που περιλαμβάνει ένα πλήθος δουλειών «λευκών κολλάρων» (διαφήμιση, μάρκετινγκ, νομικές υπηρεσίες, λογιστικά κ.α.). Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται ραγδαία και ένα πλήθος «προσωπικών» υπηρεσιών από «ροζ και μπλε κολλάρα»: οικιακή φροντίδα/καθαρισμός, επισιτισμός-ψυχαγωγία, φύλαξη κ.α. δ) Η βιομηχανία της εκπαίδευσης (με συνεχή άνοδο σε αγώνες τις τελευταίες δεκαετίες, όπως φανερώνει η βάση δεδομένων αλλά και η εμπειρία μας στην Ελλάδα).
Δ) Πάμε τώρα στη «φυγή» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), αυτό που αποκαλύπτεται με τη σημερινή κρίση. Αυτή «φτάνει»; Η Silver μπαίνει εδώ στην ανάλυση της σχέσης μεταξύ εργασίας και των παγκόσμιων πολιτικών που ακολουθούνται. Και δείχνει ότι: αν το τέλος του 19ου και η αρχή του 20ου αιώνα ήταν σε γενικές γραμμές η εποχή των «αγώνων του Μαρξ», των «επιθετικών διεκδικήσεων», της ανόδου των εργατικών αγώνων, της δημιουργίας του μοντέρνου εργατικού κινήματος (και συνάμα η εποχή της Αγγλικής παγκόσμιας ηγεμονίας), το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, φαίνεται να είναι η εποχή των «αγώνων του Πολυάνι», οι αγώνες που προσπαθούν να διατηρήσουν κεκτημένα κοινωνικά συμβόλαια, οι αγώνες μέσα στην Αμερικάνικη παγκόσμια ηγεμονία αλλά και στην πρωτοεμφανιζόμενη «Παγκόσμια Κοινωνία των Εθνών». Χρειάστηκαν 2 παγκόσμιοι πόλεμοι (που ξέσπασαν μετά από ανοδικούς εργατικούς αγώνες και που στο τέλος τους χαρακτηρίστηκαν πάλι από έντονους αγώνες και επαναστάσεις) για να ανακοπεί η δυναμική του μοντέρνου εργατικού κινήματος. Χρειάστηκαν σημαντικά κοινωνικά συμβόλαια, αμέσως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, και μια νέα, οικουμενική συνεργασία των Κρατών. Τα συμβόλαια άρχισαν να σπάνε από το ’80 και μετά. Από τότε ακριβώς που το κεφαλαίο -απέναντι σε ένα νέο κύκλο διεκδικήσεων στα τέλη του ’60 και το ’70- ξεκίνησε αυτό «απεργία»: «φυγή» δηλαδή στη ρευστή μορφή του χρήματος. Η «φυγή στο χρήμα» ξεκίνησε το ’70, με τις ΗΠΑ να δανείζουν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η ροή του χρήματος αλλάζει μέσα στο ’80. Η ΗΠΑ δανείζονται, συγκεντρώνουν το χρήμα, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες βυθίζονται στην «κρίση του χρέους» και αδυνατούν να καλύψουν τις «υποσχέσεις της εκβιομηχάνισης» στους πολίτες τους. Όλοι οι αγώνες από το ’90 και μετά (από την Κίνα ως το Μεξικό, από την Αργεντινή του 2001 ως τη Γαλλία του CPE) είναι στην πλειοψηφία τους «αγώνες του Πολυάνι», και μια «κρίση νομιμοποίησης» του ιστορικού καπιταλισμού λαμβάνει σήμερα χώρα («κρίση του νεοφιλελευθερισμού» όπως την ονομάζουν).
Η Silver αναρωτιέται: ο φιλελευθερισμός και η «πολιτική του χρήματος» δεν είναι κάτι καινούργιο. Συνέβη και στο τέλος του 19ου αιώνα. Όμως το εργατικό κίνημα αναδύθηκε. Θα συμβεί το ίδιο και τώρα; Μέχρι τώρα η κρίση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος φαίνεται πιο βαθιά. Ποιες οι διαφορές με το παρελθόν; Μία από αυτές είναι ίσως η μείωση -στις νέες ηγετικές καπιταλιστικές βιομηχανίες- της δομικής δύναμης των εργατών και η έλλειψη μιας νέας οργανωτικής απάντησης. Όμως η Silver στρέφει κυρίως το βλέμμα της στην «πολιτική μεταξύ των Κρατών» και στην «πολιτική του πολέμου». Και βλέπει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την πρώτη περίοδο φιλελευθερισμού (τέλος του 19ου-αρχές 20ου αιώνα).
Συγκεκριμένα:
Η σημερινή «πολιτική του χρήματος», κατά την οποία μεταφέρονται πολύ μεγαλύτερα κεφάλαια απ’ ότι τον 19ο αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο, λαμβάνει χώρα υπό διαφορετικές διεθνείς ισορροπίες μεταξύ των κρατών. Μετά τον «πρώτο φιλευθερισμό» που οδήγησε σε όξυνση της ταξικής πάλης, μεγάλους ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνών-κρατών και παγκόσμιο πόλεμο, δόθηκε έμφαση σε μια παγκόσμια τάξη και ισορροπία υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Το κεφάλαιο έμαθε. Έμαθε πως μπορεί να είναι προς το συμφέρον του να επιδιώκει τη διεθνική συνεργασία. Και τα κράτη προχώρησαν. Έμαθαν να μην προκαλούν πολέμους που εμπλέκουν άμεσα πολλούς υπηκόους τους (διότι αυτοί -όπως ιστορικά αποδείχτηκε- μπορεί να εξεγερθούν εναντίον τους). Πράγματι, η Silver δείχνει εύκολα -με τα παραδείγματα από Βιετνάμ, Ιράκ, νησιά Φόκλαντ κ.α.- ότι οι πόλεμοι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσπαθούν να γίνονται με τεχνολογικά μέσα, «αυτοματοποιημένοι», με την όσο δυνατόν λιγότερη συμμετοχή -και σφαγή- ανθρώπων/πολιτών/εργατών (τουλάχιστον από τις μεγάλες δυνάμεις -Αμερική, Ρωσία, Αγγλία, Γερμανία κτλ.- που έχουν την κατάλληλη τεχνολογία). Αυτοί οι πόλεμοι είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που ριζοσπαστικοποίησαν τους εργάτες στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Είναι πόλεμοι που δεν θέλουν να εμπλέξουν μεγάλες μάζες του πληθυσμού των δυτικών, αναπτυγμένων δυνάμεων. Αλλά ούτε και να εξοντώσουν πλήρως τους ανθρώπους των «αδύναμων χωρών». Προκαλούν μεγάλες ζημιές στις οικονομικές υποδομές των αναπτυσσόμενων χωρών έτσι ώστε να διαλυθούν ισχυρές τοπικές εργατικές τάξεις (π.χ. σκεφτείτε σε Ιράκ και Γιουγκοσλαβία). Είναι πόλεμοι ενάντια σε ότι χτίζει την υποκειμενικότητα του εργάτη (σε Δύση και Ανατολή) παρά στην ίδια του τη ζωή (χωρίς να υποτιμούμε ότι χάνονται άνθρωποι).
Η θέση της Silver -ότι «το διαφορετικό διεθνές διακρατικό/πολεμικό περιβάλλον» παίζει ρόλο- είναι πολύ εύστοχη. Πράγματι, αυτό που βλέπουμε σήμερα εμείς -μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών ΟΛΩΝ των κρατών για διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος- ήταν αδιανόητο στις αρχές του 20ου αιώνα και επιβεβαιώνει τη θέση της Silver για τη σημασία της διακρατικής συνεργασίας στην άμβλυνση των αντιφάσεων της σχέσης κεφάλαιο. Φαίνεται εντυπωσιακό πως μέσα στην κρίση η ιαπωνική, η κινέζικη, η νοτιοκορεάτικη, οι αραβικές κ.α. κεντρικές τράπεζες δεν ζητάνε από τις ΗΠΑ τα χρωστούμενα ή έστω δεν τις παρέχουν άλλα κεφάλαια και εμπορεύματα. Η οικονομία των ΗΠΑ όμως πρέπει να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του υποδοχέα κεφαλαίων-επενδύσεων-εμπορευμάτων, το ρόλο της «ατμομηχανής» για να συγκρατηθεί η παγκόσμια κυριαρχία, όχι πάνω στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά βαθύτερα, στις δυνάμεις της εργασίας. Ο τρόμος της ύφεσης δεν είναι παρά φόβος πιθανής εξέγερσης των «από κάτω» (βλ. π.χ. και τη μαρτυρία Αμερικάνου γερουσιαστή ότι απειλήθηκε στρατιωτικός νόμος στις ΗΠΑ αν δεν περνούσε το σχέδιο Πόλσον στο http://indy.gr/newswire/psifizete-to-kse3c7reoma-tha-kiry3c7tei-stratiotikos-nomos ).
Σε αυτό το σημείο όμως διαφαίνεται και ένα μειονέκτημα -κατά εμάς- της προσέγγισης της Silver. Αν και όλο το βιβλίο βρίθει στη σύνδεση ταξικής πάλης και διεθνών πολιτικών, το «συστημικό» σχήμα της Silver δεν δίνει την πρωτοκαθεδρία (ή καλύτερα την πρωτοβουλία των κινήσεων) στην εργατική αντίσταση. Και έτσι: α) στην ανάλυση της για την «αντεπανάσταση» του νεοφιλελευθερισμού το ’80, βλέπει τις αλλαγές στις κρατικές οικονομικές πολιτικές ως κάτι που μπορεί να συμβεί -σχετικά αυτόνομα- «από τα πάνω». Δεν τις ερμηνεύει ως ξεκάθαρο προϊόν της εργατικής αντίστασης το ’60 και το ’70, ως «εξέγερση μέσα στο κοινωνικό συμβόλαιο», στο New Deal, ως «αγώνες του Μαρξ και όχι του Πολυάνι» β) Αφήνει ανοιχτό το περιθώριο να ερμηνευτεί η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση οικονομίστικα, ως «απόρροια των ατσαλένιων οικονομικών νόμων». Τα δύο παραπάνω συμπεράσματα έχουν να κάνουν με μια αδυναμία της βάσης δεδομένων της Silver και αυτή είναι η…
Η υποτίμηση των «αθόρυβων» αντιστάσεων και των «άμισθων» κινημάτων
στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα
Πως «ξέσπασε» η σημερινή κρίση; Πως οδηγούμαστε όλο και περισσότερο στην ύφεση; Φταίνε οι κερδοσκόποι της ελεύθερης αγοράς; Φταίνε οι πολιτικοί που επέτρεψαν την απορρύθμιση της (χρηματοπιστωτικής) αγοράς; Είναι μήπως οι «ατσαλένιοι νόμοι» της οικονομίας που οδήγησαν στην κρίση, οι «δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού»; Ή μήπως η κρίση είναι απόρροια της ταξικής πάλης - για την ακρίβεια, της εργατική αντίστασης που υπάρχει ακόμα και σήμερα με μη-συνηθισμένες μορφές;
Εδώ μπαίνουμε -μέσα από το Forces of Labor- στο ξεπέρασμα του. Στο βιβλίο, και ειδικά στο Παράρτημα, δίνεται ο (πραγματικά πολύ πιο δύσκολος απ’ όσο νομίζουμε) ορισμός της εργατικής αναταραχής. Εκεί επισημαίνεται ότι η βάση δεδομένων στηρίχτηκε σε αγώνες της μισθωτής εργασίας (και όχι φοιτητικούς, αγροτικούς, οικολογικούς αγώνες κτλ.) που ήταν:
α) παρατηρήσιμοι αγώνες, που ήταν δηλαδή συνειδητές, ανοιχτές, δημόσιες πράξεις αντίστασης ή β) πράξεις «κρυμμένης» αντίστασης που ήταν όμως πολύ διαδεδομένες, συλλογικές πράξεις που «έπιασαν» οι εφημερίδες (π.χ. μαζικές απουσίες από τη δουλειά στις Σοβιετικές επιχειρήσεις το ’70 και το ’80). Στο Παράρτημα αναφέρονται και άλλες πράξεις «αντιφατικής» αντίστασης, πράξεις δηλαδή που μπορούν να ερμηνευθούν με δύο τρόπους: κάποια στιγμή μπορεί να είναι αντίσταση στη μισθωτή συνθήκη, κάποιες φορές προσαρμογή στη δυσάρεστη θέση να είσαι εμπόρευμα π.χ. χρήση αλκοόλ. Μια τέτοια «αντιφατική» πράξη, το δανεισμό, θα τον δούμε παρακάτω. Γενικά, μπορούμε να θεωρήσουμε -αν σκεφτούμε ότι η βάση δεδομένων της Silver στηρίχτηκε σε εφημερίδες- ότι οι πράξεις «κρυμμένης» ή «παθητικής» ή «αθόρυβης» αντίστασης είναι υποτιμημένες σε όσα μας παρουσιάζει η συγγραφέας. Αυτές οι πράξεις όμως -σε συνδυασμό με ένα πλήθος ανοιχτών αγώνων (συνήθως αμυντικών, πιο σπάνια επιθετικών) από το ’80 και μετά, μπορούν να μας εξηγήσουν τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση. Συγκεκριμένα:
Α) Ως προς τους ανοιχτούς αγώνες. Μετά το ’60 πολλαπλασιάστηκαν οι πράξεις αντίστασης που είχαν να κάνουν με το φοιτητικό, οικολογικό, γυναικείο κίνημα κτλ. και οι οποίες είχαν ταξικό περιεχόμενο αν και έγιναν από «άμισθα» κοινωνικά κομμάτια. Η ταξική μάχη μεταφέρθηκε δηλαδή και σε πεδία έξω από την άμεση παραγωγή. Η βάση δεδομένων της Silver δεν «πιάνει» αυτούς τους αγώνες –που πολλοί συνεχίστηκαν και μετά το ’80 και γίνονται μέχρι και σήμερα (σκεφτείτε λίγο τους αγώνες που βλέπουμε στην Ελλάδα, από το φοιτητικό κίνημα ως τις μάχες των ΧΥΤΑ). Έτσι, η «νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση» του ’80 μπορεί να ερμηνευθεί από τη Silver σαν κάτι που προήλθε «από τα πάνω». Επίσης, η Silver δεν «πιάνει» ένα πλήθος αγώνων από αυτό-απασχολούμενους αγρότες που μέχρι σήμερα εναντιώνονται σφοδρά στην προλεταριοποίηση τους. Αυτοί οι (αμυντικοί συνήθως) αγώνες αναπτύχθηκαν πολύ το ’80 και το ’90, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο. Η σημασία αυτών των αγώνων π.χ. στην πρόσφατη κρίση (άνοδο) των τιμών των τροφίμων, είναι πάρα πολύ μεγάλη, όπως αναλυτικά δείχνει ο George Caffentzis σε πρόσφατο άρθρο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά (δες http://mutantjazs.blogspot.com/2008/10/blog-post_05.html ).
Τέλος, υπάρχουν (ακόμα) επιθετικοί αγώνες των μισθωτών εργατών (πέρα από το πλήθος αμυντικών αγώνων που όλοι βλέπουμε π.χ. ενάντια στις «ιδιωτικοποιήσεις»). Όμως πολλοί από αυτούς τους επιθετικούς αγώνες γίνονται σε «μακρινά» μέρη και σπάνια φτάνουν στο πεδίο ενημέρωσης μας για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το τι συμβαίνει. Επιγραμματικά αναφέρουμε τις 30.000 διαδηλώσεις (!) που καταγράφηκαν επίσημα στην Κίνα το 2000 (πηγή: το βιβλίο της Silver), όπως και τους πολύ σημαντικούς αγώνες των μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια που ανάγκασαν μέχρι και τη «λευκή» αμερικάνικη ομοσπονδία εργασίας, την AFL-CIO, να δεχτεί τους μετανάστες εργάτες στους κόλπους της και να τους στηρίξει (κάτι που δεν έκανε στις αρχές του 20ου αιώνα και που ήταν ένας βασικός λόγος για την εμφάνιση των ριζοσπαστών Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου-IWW, των Wobblies!!).
Β) Ως προς τις «κρυμμένες», «αθόρυβες» και «αντιφατικές» αντιστάσεις. Αυτές υπάρχουν και παίρνουν μορφές που συνήθως δεν τις κατονομάζουμε ως «αντίσταση».
Παραδείγματα από τον αναπτυγμένο κόσμο:
1) Σκόπιμη εναλλαγή στις εργασίες (workers’ turnover): η κινητικότητα προωθήθηκε από το κεφάλαιο αλλά χρησιμοποιείται και από πολλούς εργαζόμενους ως αντίδραση σε κακές εργασιακές συνθήκες, ως πράξη άρνησης στην υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου. Η Silver μιλά και αυτή για τη σημασία του turnover ως προσπάθεια αντίστασης στην προλεταριακή συνθήκη. Αυτή η εναλλαγή σημαίνει…
2) Μειωμένη εργασιακή ηθική και μειωμένη παραγωγικότητα. Μπορεί οι αστοί οικονομολόγοι να μιλούν για αυξημένη παραγωγικότητα αλλά απ’ ότι φαίνεται δεν ισχύουν τα «ευχολόγια» τους[1]. Η παραγωγικότητα και τα αυξημένα ποσοστά κέρδους παραμένουν συνεχώς ένα επίδικο ζήτημα για το κεφάλαιο από το ’70 και μετά. Και συγκεκριμένα:
α) η παραγωγικότητα. Παρακάτω ακολουθεί ένας ενδεικτικός πίνακας για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Δείχνει τις μεταβολές στην παραγωγικότητα της εργασίας από το 1961 ως το 2005. Προσέξτε την «κάθοδο» της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ευρώπη των 15 από το ’70 και μετά. Η ανοδική τροχιά της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα (από το ’96 και μετά) οφείλεται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων μηχανολογικού εξοπλισμού, που είναι η μεγαλύτερη σε ρυθμό αύξηση από κάθε άλλη χώρα στην ΕΕ. (Πηγή των στοιχείων και του πίνακα: «Συσσώρευση και κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, 1964-2004», Η.Ιωακείμογλου & Γ.Μηλιός, Περιοδικό Θέσεις, τ.91, Απρίλιος-Ιούνης 2005).
β) Η κερδοφορία. Η θέση ότι η κερδοφορία «έχει πρόβλημα» φαίνεται πολύ οξύμωρη, ειδικά στην Ελλάδα που βλέπουμε ρεκόρ-κερδών. Πρέπει να πούμε τα εξής: καταρχήν, ναι, υπάρχει κερδοφορία από το ’96 και μετά.στην Ελλάδα και μάλιστα μεγάλη, κερδοφορία που έφτασε τα επίπεδα του μέσου όρου της περιόδου 1961-1973 (και υπολείπεται μόνο την περίοδο 1969-1976. Πηγή: «Συσσώρευση και κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, 1964-2004», Η.Ιωακείμογλου & Γ.Μηλιός, Περιοδικό Θέσεις, τ.91, Απρίλιος-Ιούνης 2005). Και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ και των κερδών τα τελευταία 12 χρόνια είναι πολύ μεγαλύτερος απ΄ ότι στην Ευρώπη π.χ. το ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 4,1% το 2007 (ενώ στην EΕ με 2,6%) και τα κέρδη των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο με ρυθμό 39% (ενώ στην Ευρώπη αυξήθηκαν με ρυθμό 8-10%. Πηγή: Ελευθεροτυπία, 1/4/2008). Υπάρχουν αυξημένα κέρδη λοιπόν. Για να δούμε όμως πιο προσεκτικά από πού προέρχονται αυτά τα κέρδη-ρεκόρ, π.χ. τα κέρδη του 2007: τα μισά κέρδη (5,7 δις. από τα 11,,3 δις.συνολικά) προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό τομέα, από τους τόκους που κερδίζουν οι τράπεζες, από τις χρηματιστηριακές επενδύσεις που κάνουν κτλ. Αν εξαιρέσουμε τις τράπεζες, τα κέρδη μειώνονται περίπου στο μισό (5,6 δις) και ο ρυθμός αύξησης των κερδών μειώνεται στο 16,5%. Αν δε βγάλουμε εκτός παιχνιδιού τις εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ελέγχονται από το Κράτος (που έχουν κέρδη 2,8 δις) και πάμε στους ιδιώτες καπιταλιστές, τα κέρδη βρίσκονται στα 2,8 δις. Αυτά σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΧΕΠΕΥ Πήγασος. Ανάλογα αποτελέσματα δείχνει και η πανελλαδική έρευνα της STATBANK στις 17/6/2008 (www.statbank.net) για το 2007 που έγινε σε 1700 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις: οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 8,8%, τα κέρδη κατά 15% και το μέσο περιθώριο καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε σε 5,6%.
Τώρα: η ίδια έρευνα, όπως και άλλες π.χ. της ICAP, δείχνουν ότι τα κέρδη κατανέμονται σε ένα πλήθος μεγάλων επιχειρήσεων. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων (ποσοστό 77,7%), δήλωσε στην εφορία φορολογητέα κέρδη μικρότερα από 22.010 ευρώ – το ετήσιο εισόδημα 2 μισθωτών που παίρνουν 14 μισθούς των 750 ευρώ!! (πηγή: Ημερησία, 22/8/2008). Αναμφίβολα υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή (για να δηλώνουν 3 στις 4 επιχειρήσεις τόσο μικρά κέρδη), αλλά όλες οι εκθέσεις δείχνουν εδώ και χρόνια ότι στην ουσία την κερδοφορία την «τραβούν» ορισμένοι συγκεκριμένοι «μεγάλοι παίχτες» σε κάθε παραγωγικό κλάδο. Όχι. Δεν μιλάμε εδώ για μια θεωρία μονοπωλίων. Απλά θέλουμε να πούμε ότι η μεγάλη κερδοφορία της Ελλάδας δεν αφορά την πλειοψηφία των επιχειρήσεων που «κοπιάζουν» να βγάλουν υπεραξία. Και μη ξεχνάμε ότι η σημερινή αυξημένη κερδοφορία στηρίζεται και σε φοροαπαλλακτικά μέτρα (όπως π.χ. η σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από 35% το 2004 σε 25% το 2007) και στη κερδοσκοπία στη βάση της αύξησης των τιμών (τροφίμων, πετρελαίου κτλ.).
Εν κατακλείδι: η «αυξημένη κερδοφορία» είναι γεγονός (τουλάχιστον για την Ελλάδα), αλλά στηρίζεται και σε παράγοντες (χρηματοπιστωτικό σύστημα, φοροαπαλλαγές, κερδοσκοπία στις τιμές) που φανερώνουν ότι ο «βαθμός εκμεταλλευσιμότητας της εργατικής τάξης» δεν είναι ικανοποιητικός, ότι υπάρχει μια κρίση: κρίση υπερσυσσώρευσης θα την έλεγαν οι παραδοσιακοί μαρξιστές, κρίση στο ότι υπάρχουν (χρηματικά) κεφάλαια που δεν υπεραξιώνονται αρκετά και πρέπει να εκκαθαριστούν. Κρίση στο βαθμό εκμεταλλευσιμότητας της εργατικής τάξης, θα την λέγαμε εμείς, κρίση λόγω (συνειδητής ή ασυνείδητης, δημόσιας ή αθόρυβης) απροθυμίας των εργατών να υποτιμήσουν τη ζωή τους και άλλο, κρίση που αναγκάζει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να δανείζει συνεχώς στις επιχειρήσεις και να προσδοκά την «ικανοποιητική αξιοποίηση» της εργασίας (και απόδοση των δανεικών) στο μέλλον (και όχι στο παρόν)…
Πάμε τώρα λοιπόν σε μια τρίτη πράξη «αντιφατικής» και «αθόρυβης» αντίστασης…
3) Αντικατάσταση του μισθού/δημόσιων παροχών με δάνεια. Προωθήθηκε «από τα πάνω» για να ατομικοποιηθούν και να πειθαρχήσουν περισσότερο οι εργάτες, να γίνουν δηλαδή πιο παραγωγικοί («Ποια απεργία; Πρέπει να δουλέψω για να ξεπληρώσω το σπίτι»), αλλά χρησιμοποιείται πια και «από τα κάτω»: «δεν μπορώ να ζήσω όπως ζούσα, ε θα δανειστώ και θα δούμε πως και πότε θα τα επιστρέψω». Δηλαδή μπορεί το Κράτος Πρόνοιας να υποχώρησε και να φαίνεται μια υποτίμηση του εισοδήματος, αλλά αυτό δεν ίσχυσε για όλους τους εργαζομένους και κυρίως για αυτούς που είχαν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για δανεισμό π.χ. μια δουλειά (και όπως μας φανερώνουν και τα δάνεια που δίνονταν στις ΗΠΑ, τελικά πολλοί μπορούσαν να έχουν πρόσβαση!!). Ο νεοφιλευλεθερισμός δεν σήμανε δηλαδή την κατακόρυφη πτώση των δικαιωμάτων των εργατών της Δύσης. Δεν έγινε μια τόσο μεγάλη στροφή στο βιοτικό επίπεδο της Δύσης για να φτάσουμε σε προπολεμικά επίπεδα, σε επίπεδα του «πρώτου φιλελευθερισμού». Ο «δανεισμός» (από τις τράπεζες) αντικατέστησε το «εισόδημα» (από τον εργοδότη ή/και το Κράτος) για να στηριχτεί η (αναγκαία) ζήτηση/κατανάλωση. Ο δανεισμός προωθήθηκε για να «ατομικοποιήσει» τον εργάτη, αφού ο μισθός και η δημόσια/κοινωνική παροχή ήταν κάτι που τον ενοποιούσε σαν κοινωνικό υποκείμενο (όπως έδειξαν οι αγώνες του ’60-’70 και πιο πριν), αλλά αυτή η στρατηγική «έσκασε» σήμερα (με την αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ). Ο εργάτης αρνήθηκε (ή δεν μπόρεσε) να δουλεύει σαν πειθαρχημένος σκύλος για να ξεχρεώσει τα δάνεια. Έσκασε η στρατηγική της «φυγής» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, η χρήση της «πολιτικής του χρήματος» για να ρυθμιστεί ο ταξικός ανταγωνισμός και η κερδοφορία. Το financial fix έχει και αυτό τα όρια του, δεν λύνει το πρόβλημα της «ανεπαρκούς» εκμεταλλευσιμότητας της παγκόσμιας εργατικής τάξης (και κυρίως των εργατικών τάξεων των δυτικών χωρών).
Δεν λέμε φυσικά ότι το κεφάλαιο «δεν κερδίζει» σήμερα και πόσο μάλλον πως δεν «ωρίμασε» στον 20ο αιώνα. Ωρίμασε και παραωρίμασε και αυτό φαίνεται και από τον τρόπο διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης (δεν διστάζει π.χ. να εθνικοποιήσει τράπεζες αν είναι αναγκαίο), φαίνεται από το ότι χρησιμοποιεί πιο-γρήγορα-και-εύκολα, συνδυασμένα, όλα τα όπλα του: μεταφορά της παραγωγής + τεχνολογική αναδιάρθρωση + καινοτομία/μεταπήδηση σε νέα προϊόντα + «φυγή» στο χρήμα + χάραξη πολλαπλών διαιρέσεων μέσα στους εργαζόμενους + πιο συστηματικό έλεγχος της ροής μετανάστευσης + πιο επιλεκτική χρήση του κορπορατισμού/ενσωμάτωσης και της καταστολής.
Το ότι όμως το κεφάλαιο είναι αναγκασμένο να κινείται πιο συνδυασμένα και πιο «προσεκτικά», με έμφαση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, φανερώνει και την αδυναμία του: καμιά στρατηγική του μεμονωμένα δεν του εξασφάλισε την «εργασιακή ειρήνη», όλες οι στρατηγικές του έχουν όρια. Και αυτό δείχνει τελικά και η χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση στην πιο σημαντική ίσως στρατηγική του ως σήμερα, στη «φυγή» από την παραγωγή, στη «μετάλλαξη» των εργατών από μισθωτούς που διεκδικούνε (συλλογικό υποκείμενο) σε πειθαρχημένους δανειολήπτες (ατομικοποιημένα υποκείμενα που όμως ΜΑΖΙΚΑ δεν τα κατάφεραν να πειθαρχήσουν και να αποπληρώσουν τα δάνεια!).
Τέλος. Πολλοί λένε σήμερα ότι είναι ιστορική ευκαιρία για να ξεκινήσει μια αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Από την «αθόρυβη» αντίσταση και τους αμυντικούς αγώνες να περάσει η εργατική τάξη σε ανοιχτούς, επιθετικούς αγώνες. Να αμφισβητήσει «τον σοσιαλισμό των αστών», να αμφισβητήσει τη «μοναδική διέξοδο» των δανείων, να αμφισβητήσει τη λογική των «ιδιωτικοποιήσεων», να προωθήσει με γνώμονα τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες τη δικιά της «αθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας» (που εισηγείται από-τα-πάνω η Κομισιόν για να δοθούν χρήματα στις ευρωπαϊκές τράπεζες). Σωστά όλα αυτά αλλά η ανασύνθεση της (παγκόσμιας ή ευρωπαϊκής ή τοπικής) εργατικής τάξης δεν μπορεί να γίνει μόνο με διαπιστώσεις περί ιστορικών ευκαιριών, με φορμαλισμούς, με «νέα προγράμματα πάλης» που «ανταποκρίνονται στη συγκυρία». Είναι πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο το να γίνουν οι μισθωτοί εργάτες ξανά συλλογικό υποκείμενο επιθετικών αγώνων. Ας σκεφτούμε μόνο ότι στην Ελλάδα, με τη σφοδρή αναδιάρθρωση μέσα στο ’90, έχει δημιουργηθεί μια εργατική τάξη κατά βάση νέα: νέα σε πρόσωπα (μετανάστες, γυναίκες, νέοι εργαζόμενοι) και εμπειρίες αγώνα, η οποία δουλεύει σε ραγδαία αναπτυσσόμενους (και μεταλλασόμενους) κλάδους του τριτογενή τομέα που υπάρχει μικρή κληρονομιά αγώνων (πληροφορική, τηλεπικοινωνίες, επισιτισμός-ψυχαγωγία, ταχυμεταφορές, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κ.α.). Μια τάξη που καλά-καλά δεν γνωρίζουμε, δηλαδή τις συμπεριφορές της, τις αντιστάσεις της, τα επίδικα ζητήματα που αναδεικνύει. Οι επιθετικοί αγώνες δηλαδή δεν θα «βγουν» τόσο απλά. Πόσο μάλλον που το κεφάλαιο θα χρησιμοποιήσει την κρίση και το κύμα ύφεσης εις βάρος των εργατών. Δεν είναι μόνο οι απολύσεις που ήδη ανακοινώνονται, η αύξηση της ανεργίας, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως θα επιδιωχτεί οι φορολογούμενοι να πληρώσουν τα «σπασμένα» των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το κεφάλαιο θα προχωρήσει παραπέρα. Θα ξεδιαλύνει με τους «αντιπαραγωγικούς», «μικρούς παίχτες» (ήδη π.χ. η Πειραιώς κινήθηκε να εξαγοράσει την τράπεζα Proton -τελικά δεν συνέβη- και η MIG του Βγενόπουλου κινείται επιθετικά) και κυρίως θα προσπαθήσει να κάνει πιο υποτακτικούς και παραγωγικούς εκείνους τους εργάτες που απειλείται η δουλειά τους, ο μισθός τους, και η πρόσβαση τους σε δάνεια, στο «ιδιωτικοποιημένο Κράτος Πρόνοιας»: θα επιτεθεί δηλαδή και στα άλλα «2/3 της κοινωνίας», στους «μη-αποκλεισμένους», σε αυτούς που ακόμα δεν έχουν υποταχθεί όσο πρέπει. Θα επιδιώξει μια νέα αφοσίωση, μια νέα, μεγαλύτερη καθυπόταξη.
Αντιγράφουμε από το οικονομικό ένθετο της Καθημερινής στις 19/10, από το άρθρο «Κρίσιμος ο ρόλος των μάνατζερ σε περιόδους κρίσης»: Ετσι, αυτές τις μέρες έχουν «ανάψει οι κονδυλοφόροι» των ειδικών του μάνατζμεντ με άρθρα και συμβουλές για το ρόλο των μάνατζερ και των επικεφαλής ομάδων εργαζομένων, ώστε όχι μόνο να υποστηρίξουν το ηθικό των εργαζομένων τους –για να μην πέσει πιο χαμηλά– αλλά, σε τελευταία ανάλυση, να χρησιμοποιήσουν την κρίση αυτή σαν ευκαιρία για να τους συσπειρώσουν και να τους ενσταλάξουν τα γονίδια της συλλογικής ευθύνης απέναντι στην ευημερία της επιχείρησης. Αναβαθμίζοντας έτσι και το επίπεδο της αφοσίωσής τους προς αυτήν. Ακόμη και να τους δώσουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ότι είναι σε θέση να ανακαλύψουν ευκαιρίες προς όφελος και για την ανάκαμψη της επιχείρησής τους.
Ο νεοφιλελευθερισμός θα ωριμάσει, και ας πάρει το εύηχο όνομα του «νεοκεϋνσιανισμού».…
Για επικοινωνία στη βάση αυτού του άρθρου, στείλτε e-mail στο mr_sun_light@yahoo.com
[1] Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Κλίντον μιλούσε για μια «Νέα Οικονομία» που είναι πολύ παραγωγική. Αλλά δεν λέγεται πουθενά το ότι άλλαξε τη μέτρηση της παραγωγικότητας στον ηγετικό κλάδο των Η/Υ στις ΗΠΑ μέσα στο ’90. Άρχισε να λαμβάνει υπόψη, όχι πόσοι υπολογιστές παράγονται ανά ώρα, αλλά πόση υπολογιστική ισχύς παραγόταν (που αυξανόταν λόγω των νέων επεξεργαστών). Έτσι ξαφνικά η παραγωγικότητα στην πληροφορική έκανε «άλματα», όλοι καυχιόνταν για τη «μεγάλη παραγωγικότητα», και μια ωραία «φούσκα» έσκασε το 2000 στις ΗΠΑ (κρίση dotcom στις μετοχές πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών). Αυτή η ανάλυση της «φούσκας της παραγωγικότητας», τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γίνεται στο πολύ χρήσιμο άρθρο (για να καταλάβουμε τη σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και το πως λειτουργεί σήμερα το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα) «Ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία είναι πόλεμος ενάντια στην εργατική τάξη με άλλα μέσα», Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 12-13, Μάρτιος 2007. Δυστυχώς το εν λόγω περιοδικό δεν διατίθεται ηλεκτρονικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου