Μετά από τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται δραματικά για πάνω από τρία χρόνια. Ανάμεσα στο Μάη του 2007 και του 2008 η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε κατά 46%, του σιταριού κατά 80%, της σόγιας κατά 72%, του ρυζιού κατά 75%. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Παγκόσμιο πρόγραμμα την Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα (UN World Food Program), επιπλέον 130 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προστεθεί στα εκατοντάδες εκατομμύρια των κιόλας λιμοκτονούντων, ή όσων υποφέρουν από υποσιτισμό.
Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι σε μια ντουζίνα πόλεων σε όλο τον κόσμο, από το Πορτ- ο- Πρενς στο Κάιρο και στην Μανίλα, ότι οι άνθρωποι έχουν κατέβει σε διαμαρτυρίες ενάντια στην οικονομική ποινή θανάτου που τους έχει επιβληθεί, γνωρίζοντας ξεκάθαρα, πως οι διακυμάνσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, δεν είναι «γεγονότα της φύσης». Πράγματι, τα ιερογλυφικά των τιμών των τροφίμων και κρύβουν και αποκαλύπτουν ένα κόσμο σχεδίων, πολιτικών και αγώνων που έχουμε ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε, για να είμαστε ικανοί να ερμηνεύσουμε τις ρίζες της «κρίσης των τροφίμων».
Για τις τέλειες θύελλες και τις παράλογες φούσκες
Το πρώτο μας βήμα πρέπει να είναι η απόρριψη του χαρακτηρισμού αυτής της κρίσης, σαν «τέλειας θύελλας», δηλαδή σαν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων που κανένας δεν θα ήταν δυνατό να προβλέψει. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Όπως και με την «ενεργειακή κρίση», που έστειλε τις τιμές του πετρελαίου στον ουρανό, η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα βασικής διατροφής, ήταν εύκολα προβλέψιμη και πραγματικά προβλέφτηκε από αναλυτές και ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο. Για χρόνια, πράσινοι, οικο-φεμινίστριες, και πάνω από όλα, μέλη των κινημάτων ειρήνης, ισχυρίζονταν πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της δομικής προσαρμογής, θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στην παραγωγή τροφίμων και στην ικανότητα των ανθρώπων να αναπαράγουν τους εαυτούς τους.(1)
Παρόλα αυτά, η δομική προσαρμογή παρέμεινε η Βίβλος για την ρύθμιση των οικονομιών στην Αφρική, την Ασία και στην Λατινική Αμερική μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή, κυβερνήσεις σ’ αυτές τις περιοχές πιέστηκαν να ιδιωτικοποιήσουν το χρόνο μίσθωσης της γης, να κόψουν τις επιδοτήσεις στους αγρότες, αν ανακατευθύνουν των γεωργική παραγωγή προς εξαγόμενα αγαθά, ενώ άνοιγαν την πόρτα σε εισαγωγή τροφίμων (ειδικά από τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ). Επιπρόσθετα, αναγκάζονταν να καταστρέψουν τα αποθέματα τροφίμων, με το επιχείρημα, ότι τέτοιοι προστατευτικοί μηχανισμοί δεν έχουν θέση στο ελεύθερο εμπόριο, στην παγκόσμια οικονομία, όπου τα τρόφιμα φτάνουν με ευκολία και φτηνά στα χέρια των καταναλωτών.
Ακόμα κι όταν συσσωρεύονταν οι ενδείξεις, πως αυτές οι πολιτικές δημιουργούσαν συνθήκες λιμού και μείζονες εξαρθρώσεις του κοινωνικού ιστού, κάνοντας εκατομμύρια ανθρώπους να εξαρτώνται από τις παραξενιές της διεθνούς αγοράς, οι ενστάσεις απορρίφθηκαν. «Ειδικοί» επικαλέστηκαν την αρχή του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» και κρίθηκε «σκανδαλώδες» για τις χώρες του Νότου να απαιτούν «διατροφική ανεξαρτησία», δηλ. «το δικαίωμα κάθε πληθυσμού αν αποφασίζει τι θα φάει και πώς να το παράγει, έχοντας πρόσβαση σε γη και δάνεια με φτηνά επιτόκια», όταν τα τρόφιμα βασικής ανάγκης αυτών των χωρών μπορούν πιθανώς να παράγονται «πιο αποδοτικά» στις ΗΠΑ(2). Σαν αποτέλεσμα, σε διάστημα δύο δεκαετιών, πολλές χώρες που ήταν εντελώς αυτάρκεις στην παραγωγή τροφίμων, έγιναν ένα δίκτυο εισαγωγέων των τροφικών αποθεμάτων από την Ευρώπη, ή τις ΗΠΑ και εκατομμύρια μικρών γεωργών καταστράφηκαν, εξαναγκασμένοι να μεταναστεύσουν σε πόλεις ή στο εξωτερικό. Πολλοί στην Ινδία, συντριμμένοι από τα χρέη, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία (150.000 στα τελευταία χρόνια)(3).
Στην Ευρώπη επίσης, από την δημιουργία της Κοινής Αγοράς, η πιθανότητα της τροφικής αυτάρκειας υπονομεύθηκε, καθώς ο αντικειμενικός σχηματισμός της γεωργικής παραγωγής έχει γίνει η συντήρηση μιας κερδοφόρου δομής τιμών, ακόμα κι αν κατορθώνεται διαμέσου της καταστροφής του περισσότερου πλούτου. Χτίζοντας ένα υψηλά κερδοφόρο γεωργικό τομέα, στην πραγματικότητα, σημαίνει την θέσμιση αναλογιών ρύθμισης, τι ποσότητας κάθε προϊόντος ένα μέλος της χώρας επιτρέπεται να παράγει, και την επιβολή αυστηρών προστίμων σε εκείνους που υπερβαίνουν αυτές τις ποσότητες. Βασισμένη στην χώρα και ειδικά στην αναλογία που της αντιστοιχεί, αγρότες γαλακτοκομίας έχουν πληρωθεί να σκοτώνουν τις «παραπάνω» αγελάδες τους, ούτως ώστε η παραγωγή γάλακτος να μην υπερβεί τα όρια που έχουν προγραφεί, και έχουν φάει πρόστιμο όταν δεν συμμορφώνονται, ενώ άλλοι αγρότες έχουν αναγκαστεί να ξεπατώσουν οπωροφόρα δέντρα, να καταστρέψουν τις «παραπάνω» σοδειές, και πάει λέγοντας.
Συνοψίζοντας, ενώ η επίσημη ρητορική εκφρασμένη από τον οργανισμό για τα τρόφιμα και την γεωργία (FAO), έχει βάλει σαν στόχο την παγκόσμια «ασφάλεια τροφίμων», η παραγωγή τεχνητής «σπανιότητας» στην υπηρεσία των υψηλότερων κερδών και η απάλειψη των αυτοσυντηρούμενων αγροτών, έχουν γίνει η πραγματική κατευθυντήρια οδηγία της διεθνούς πολιτικής για τα τρόφιμα, εδώ κι αρκετό καιρό.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μιλήσεις για «κρίση τροφίμων» σαν ένα αποτέλεσμα, για το οποίο δεν υπήρχε πρόθεση, ή να την κατηγορήσεις για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, ή για την αλλαγή κατεύθυνσης της γης προς τα βιοκαύσιμα, ή την αυξημένη ζήτηση σόγιας στην Κίνα, είναι ένα προκάλυμμα. Πράγματι, αποτελεί άσκηση κυνισμού της Παγκόσμιας Τράπεζας να κουνάει το δάκτυλο στις κυβερνήσεις που προάγουν την παραγωγή βιοκαυσίμων, όπως έγινε πρόσφατα.(4) Η παραγωγή βιοκαυσίμων είναι τέλεια εναρμονισμένη με τις πολιτικές προτάσεις που έχουν συστηματικά προάγει την εμπορευματοποίηση της γεωργίας και την μεγιστοποίηση του κέρδους σε βάρος των υποκείμενων αναγκών.
«Τέλεια θύελλα», όμως, δεν είναι μόνο μια περιγραφή που θολώνει τους κοινωνικούς παράγοντες τους υπεύθυνους για την ξαφνική αύξηση των τιμών των τροφίμων. Επειδή, η κρίση απεικονίζεται επίσης συχνά σαν μια τιμή «φούσκα», που καθοδηγείται από μια παράλογη κερδοφόρα δραστηριότητα κοντόθωρων επενδυτών, οι οποίοι πλειοδοτούν στο μέλλον του σιταριού, του καλαμποκιού, του ρυζιού, μακράν από την «πραγματική αξία» τους με μια απελπισμένη επιθυμία να στίψουν κάθε τελευταία σταγόνα κέρδους πριν η φούσκα σκάσει και οι τιμές καταρρεύσουν. Υπονοείται έτσι, ότι αυτοί οι επενδυτές έχουν πιαστεί σ’ αυτή την διαδικασία, όπως οι άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα για να πληρώσουν το καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν τις τορτίγιες της μέρας! Έτσι, σύμφωνα με αυτή την λογική, αν μια αγοραστική φούσκα είναι υπεύθυνη για τον θάνατο από πείνα και υποσιτισμό εκατομμυρίων, τότε κανένας δεν είναι υπεύθυνος.
Η περιγραφή σαν «φούσκα» της ανόδου των τιμών είναι εύλογη, διότι όλο και περισσότερες όψεις του καπιταλισμού σ’ αυτή την νεοφιλελεύθερη περίοδο, έχουν «οικονομικοποιηθεί». Έτσι, οι μεγάλες εμπορικές ανταλλαγές για σπόρους, επενδύσεις τροφίμων και κερδοσκοπικού κεφαλαίου, έχουν συνδεθεί με αγροεπιχειρήσεις και με εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων, σαν οι κύριοι αγοραστές και πωλητές. Αυτές οι εταιρίες, εμπλέκονται σ' αυτές τις αγορές, όχι με σκοπό να βγάλουν κέρδος πουλώντας εμπορεύματα, ή διαμέσου της χρήσης αυτού του κέρδους να παράγουν άλλα εμπορεύματα, αλλά στην πώληση του δικαιώματος να πουλάς εμπόρευμα σε κάποια καθορισμένη τιμή στο μέλλον. Αυτή η κίνηση δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη μιας φούσκας.
Η μέθοδος της «φούσκας», η οποία αύξησε δραματικά την τιμή των βασικών ειδών διατροφής είναι αρκετά διαφορετική από τον τρόπο που γινόταν στην τελευταία ιστορική αύξηση των τιμών αυτών, στα πρώιμα χρόνια των 70ς. Όπως περιγράφει εντυπωσιακά ο Harry Cleaver, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιούργησε απελπιστικά μια έλλειψη σπόρων, βάζοντας όρια στις διανομές πολλών τετραγωνικών μέτρων γης για καλλιέργεια το 1970, το '71 και το '72, ακόμα και μετά που συμφώνησε μια μαζική αγοροπωλησία σπόρων με την Σοβιετική Ένωση (5). Αυτό οδήγησε σε μια σπανιότητα σπόρων στην παγκόσμια αγορά και μια δραματική αύξηση της τιμής τους. Αυτός ο τύπος του χειρισμού της αγοράς, έγινε κατά την διάρκεια της Κεϋνσιανής περιόδου, όταν το κράτος μπορούσε δικαιωματικά να ελέγξει την αγορά. Μετά από αυτό, υπήρξε η περίοδος του ελέγχου των μισθών από το Νίξον. Στην παρούσα νεοφιλελεύθερη περίοδο, αυτό το ανοιχτό σχέδιο θα ήταν ένα ιδεολογικό ανάθεμα, ειδικά για την διακυβέρνηση του προέδρου Μπους, και έτσι οι αυξήσεις στις τιμές των σπόρων πραγματοποιούνται διαμέσου της αγοράς.
Αλλά δεν πρέπει να εξαπατηθούμε με την σκέψη ότι οι «φούσκες» είναι διαστροφές χωρίς πρόθεση, που με τον καιρό θα διορθωθούν και τα πάντα θα επιστρέψουν στο «φυσιολογικό». Αν και οι «φούσκες» δεν είναι παράλογες, παρόλα αυτά οι επενδυτές που εμπλέκονται σ’ αυτές μπορεί να είναι. Οι φούσκες δομούνται, φουσκώνουν και σπάνε από τους οικονομικούς θεσμούς και το κράτος (για ένα κλασικό παράδειγμα δες το ρόλο του Ομοσπονδιακού αποθέματος (Federal Reserve) του Alan Greenspan στην φούσκα των «dot.com» στα τέλη των 90ς). Έχουν τους σκοπούς και τους τραπεζίτες τους, τους εκτελεστές επενδυτικού κεφαλαίου, και οι επίσημοι των κυβερνήσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ, είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία και για την κατάρρευση τους, συμπεριλαμβανομένου αυτής της «φούσκας» των τιμών των τροφίμων του 2008.
Το γιατί της κρίσης των τιμών των τροφίμων.
Εάν η «κρίση των τιμών των τροφίμων» είναι αποτέλεσμα όχι λάθους και παραλόγου, αλλά σχεδίου και καπιταλιστικής λογικής, ποιος είναι ο σκοπός της; Τι αντικειμενικότητες υποτίθεται ότι κατορθώνει; Πιο πλατιά, ποια είναι η σημαντικότητα από την σκοπιά των βράχυ- και μάκρο-πρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των ταξικών σχέσεων;
Μια βέβαια απάντηση σ’ αυτά τα ζητήματα είναι ότι η παρούσα κρίση τιμών των τροφίμων είναι το τελευταίο βήμα στην διεθνή πορεία του κεφαλαίου προς την εγκατάσταση του ελέγχου του, πάνω στις κύριες πλανητικές πηγές ενέργειας και αξίας: η παραγωγή τροφίμων είναι το κλειδί για την ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων, του επιπέδου των μισθών, και της παραγωγής της εργατικής δύναμης σε κάθε τμήμα του κόσμου. Είναι μια μακρά πορεία που πάει πίσω στην αποικιοκρατική περίοδο, όταν όχι μόνο η γη και άλλες φυσικές πηγές απαλλοτριώθηκαν από το κεφάλαιο, αλλά το προσανατολισμένο για εξαγωγή ρευστό από τις σοδειές και οι μονοκαλλιέργειες, είχαν εφαρμοστεί σε βάρος των αναγκών επιβίωσης των αποικιοκρατούμενων λαών. Από τότε, κάθε νέα πολιτική που αναφέρεται στην γεωργία και στην παραγωγή τροφίμων (κατά καιρούς εμπλέκοντας «φτηνά» και άλλες φορές «ακριβά» τρόφιμα), έχει διαμορφωθεί από της αρχή ότι εκείνος που ελέγχει την παραγωγή τροφίμων, ελέγχει επίσης την πολιτική οικονομία του πλανήτη.
Οι οδηγίες της ιδιωτικοποίησης των κοινοτικών γαιών και της βιομηχανοποίησης της γεωργίας διαμέσου του ριζώματος της χημικής βιομηχανίας και αργότερα της βιοτεχνολογίας, από την Πράσινη Επανάσταση στην επινόηση των Γενετικά Τροποποιημένων (GM) Σπόρων, ρυθμίστηκαν προς αυτό τον σκοπό. Έτσι ήταν η πολιτική των γεωργικών επιδομάτων και της «βοήθειας σε τρόφιμα», την οποία, οι ΗΠΑ (ο κύριος κινητήρας στην εμπορευματοποίηση και επιχειρηματικοποίηση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων), έχει προωθήσει από τα 50ς. Ένα σημείο στροφής ήταν η Food for Peace Act (η δράση «Τρόφιμα για Ειρήνη»), που πολιτικοποίησε την βοήθεια σε τρόφιμα και άρχισε να κάνει τυπικά της αποικιακές χώρες να εξαρτώνται από τους σπόρους των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτά, κατορθώθηκε διαμέσου της πολιτικής των «φτηνών» τροφίμων, που, τότε, υποτίμησε τα προς το ζειν των αυτάρκων αγροτών στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, κάνοντας αδύνατο γι’ αυτές να ανταγωνιστούν με την καλά επιδοτούμενη και βιομηχανοποιημένη γεωργία των ΗΠΑ.
Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε ότι η χρήση των τροφίμων σαν μέσο δημιουργίας εξάρτησης, έχει γίνει η καρδιά της ανόδου των αγροεπιχειρήσεων και η περιθωριοποίηση εκατομμυρίων μικρών αγροτών επίσης στις ΗΠΑ. Και είναι μια πολιτική που έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα, όπως αποδεικνύεται από την ισχυρή άρνηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποδεχτεί την πρόκληση πολλών ΜΚΟ, οι οποίες αγοράζουν τρόφιμα με τα χρήματα που «δωρίζει» στις τοπικές αγορές από των αγρότες των «φτωχών χωρών», παρά εισάγοντας τα από τις ΗΠΑ. Αυτή η άρνηση είναι τόσο σκανδαλώδης και τόσο ανοιχτά επιβλαβής στα κράτη που υποτίθεται ότι «βοηθούνται», που ακόμα και μια ημι- κυβερνητική ΜΚΟ σαν την CARE International, που είχε μια βαθιά υπακοή στην Ουάσιγκτον, έχοντας δουλέψει για δεκαετίες με το Πεντάγωνο σε καιρούς πολέμου, το 2007, «απέρριψε 46 δισεκατομμύρια $ βοήθειας σε τρόφιμα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, διότι η βοήθεια ήταν καταστροφική για τις ζωές πολλών ανθρώπων, των αγροτών, που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε»(6).
Ποια είναι η λειτουργία μιας κρίσης της τιμής των τροφίμων τώρα;
Βάζοντας σε ένα πλαίσιο την σημερινή «κρίση τροφίμων» σε σχέση με αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, αυτό θα μας υπενθυμίσει, πως ο καπιταλισμός παράγει σπανιότητα παρά πλούτο, τουλάχιστον για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά αυτή η εξήγηση ανεγείρει νέα ερωτήματα. Εάν η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει για δεκαετίες δομηθεί από την ανάγκη ελέγχου των αποθεμάτων και χρήσης των τροφίμων σαν μέσα απολαβής κέρδους και σαν ένα όπλο στον ταξικό αγώνα, γιατί είναι ακόμα αναγκαίο, το 2008, να καταφεύγει σε μέτρα, όπως η δραματική αύξηση των τιμών των τροφίμων, τα οποία εγγυώνται να πυροδοτήσουν εξεγέρσεις σε πολλά μέρη του κόσμου; Γιατί οι Παγκόσμιοι Τραπεζίτες και άλλοι καπιταλιστικοί σχεδιαστές θέλουν να διατρέξουν αυτόν τον κίνδυνο; Γιατί δεν ήταν επαρκείς οι πολιτικές των δομικών προγραμμάτων; Και, είναι η κρίση των τροφίμων κομμάτι της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού;
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν, αλλά κάποιες υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Οι δραματικές και εγκληματικές αυξήσεις των τιμών των τροφίμων έχουν πρόθεση να εξαναγκάσουν σε μια αποφασιστική μετατόπιση στον αστερισμό των ταξικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο υπέρ του κεφαλαίου.
Πρώτον, η κρίση των τροφίμων πρέπει να αναγνωστεί σαν μια απάντηση στην ευρέως εξαπλούμενη άρνηση της εμπορευματοποίησης της γης (που είναι ισχυρή ειδικά στην Αφρική) και του αγώνα, που οι κοινότητες κάνουν κατά μήκος της Λατινικής Αμερικής για να αναστρέψουν την ιδιωτικοποίηση της γης και των φυσικών πηγών και να ξαναδημιουργήσουν «νέα κοινά». Αυτό έχει λάβει την μορφή των ανοιχτών κινημάτων επανοικειοποίησης, όπως οι Ζαπατίστας, το κίνημα των ακτημόνων στην Βραζιλία (MST, στμ), το κίνημα των ακτημόνων λαών στη Νότια Αφρική, όπως και πολλές λιγότερο τυπικά οργανωμένες προσπάθειες σε όλο τον κόσμο(7). Σε πολλά μέρη της Αφρικής, οι αγρότες μεταναστεύουν στις πόλεις, ειδικά οι γυναίκες, συνεχίζοντας να καλλιεργούν αγροτοτεμάχια δημόσιας γης, μια κίνηση που τους κάνει ικανούς να κερδίζουν κάποια ανεξαρτησία, να αυξάνουν την οικογενειακή κατανάλωση και προϋπολογισμό και να μαζέψουν κάποια χρήματα από μόνοι τους, διαμέσου της μικρής κλίμακας πώλησης, ή με την ανταλλαγή του υπερπροϊόντος.
Και οι επίσημοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και τα CEO των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων εμπορίου τροφίμων, αναμφίβολα σχεδιάζουν το, με ποιο τρόπο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων θα βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την αντίσταση, καθώς οι ανοδικές τιμές των τροφίμων παράγουν μια νέα «ορμή για γη», οδηγώντας σε μεγαλύτερη απαλλοτρίωση γης, σε μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της γεωργίας και σε νέες επιθέσεις στην βιώσιμη γεωργία, υπέρ της γεωργίας των σοδειών για εξαγωγή.
Δεύτερο, διαμέσου των αυξήσεων στα τρόφιμα και στις τιμές των καυσίμων, το κεφάλαιο προσπαθεί να εισάγει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική αναπαραγωγική διαδικασία, που ήταν για καιρό στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, αλλά έτυχε επιτυχούς αντίστασης από εργάτες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά την εξάλειψη των οφελών λόγω του αυξημένου πληθωρισμού, δεν έχουν μειωθεί σημαντικά ούτε η κοινωνική ασφάλεια στις ΗΠΑ, ούτε οι συντάξεις σε πολλά μέρη της ΕΕ, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων είναι το ισοδύναμο της περικοπής των πραγματικών μισθών και μια μεταβίβαση ακόμα μεγαλύτερης αξίας στις γεωργικές πολυεθνικές εταιρίες. Αυτή η μεταβίβαση, διαθέτει εκείνες της «δυσκαμψίες του εισοδήματος», για να παραφράσουμε μια Κεϋνσιανή αντίληψη, που έχουν αποτρέψει αρκετά την από μακρού «μεταρρύθμιση του κράτους-πρόνοιας», την οποία το κεφάλαιο φιλοδοξεί να πετύχει εδώ και πολλά χρόνια. Όπως και με τον πληθωρισμό, ιστορικά οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων επιτίθενται στις κοινότητες της εργατικής τάξης στο πιο αδύναμο σημείο τους, σαν αγοραστές και καταναλωτές, παρά σαν μέλη εργατικών οργανώσεων.
Τρίτο, οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων, είναι στην υπηρεσία της υπερνίκησης της αντίστασης πολλών κυβερνήσεων, από την Ευρώπη στην Αφρική και την Λατινική Αμερική, ενάντια στην εισαγωγή Γενετικά Μεταλλαγμένων προϊόντων. Η απόρριψη των GM τροφίμων έχει προέλθει από κάθε κοινωνική πλευρά σ’ αυτές τις περιοχές, προς μεγάλο φόβο της αγροβιομηχανίας των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι το επιχείρημα, ότι οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων θα διευκολύνουν την αποδοχή των αφρικανικών κυβερνήσεων, ήταν κιόλας καλά αρθρωμένο στην αναφορά για την παγκόσμια ανάπτυξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 2007 (πριν τις πιο πρόσφατες αυξήσεις των τιμών). Πράγματι αυτή η αναφορά, παρουσίασε αρκετά προφητικά τις εξελίξεις που ήταν να έρθουν, εάν δεν αντιληφθούμε, ότι αυτές οι εξελίξεις επικράτησαν, σε μεγάλη έκταση, εξαιτίας των προσπαθειών της Παγκόσμιας Τράπεζας και των συμμάχων της στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, του ΔΝΤ και της FAO, όντας «πρόβλεψη» να είναι συχνά ένας ευφημισμός για ένα στοχευμένο σχέδιο στο λόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας(8).
Το μέλλον της παραγωγής τροφίμων
Είναι δύσκολο να προεξοφλήσουμε εάν η κρίση των τροφίμων θα κατορθώσει αυτούς τους τρεις στόχους της, ή θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο ξεσήκωμα των κινημάτων για την επανοικειοποίηση της γης και την αποεμπορευματοποίηση της γεωργίας. Γιατί έτσι, και τα καλύτερα σχέδια τόσο των εκτελεστών της αγροβιομηχανίας, όσο και της σπείρας της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα πάνε κατά διαόλου. Ένας καθοριστικός παράγοντας εδώ, θα είναι η συμπεριφορά των κυβερνήσεων του παγκόσμιου Νότου (ειδικά των μεγαλύτερων, της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας), πολλές εκ των οποίων έχουν δείξει να είναι έτοιμες για μια πιο ανταγωνιστική στάση απέναντι στην πίεση που ασκείται πάνω τους από την «διεθνή κοινότητα». Η αποτυχία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο γύρο της Doha, είναι ένα καλό σημάδι προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά η αντίσταση δεν περιορίζεται στα γιγάντια έθνη όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Είναι υποδειγματική, όπως και στις προηγούμενες, η περίπτωση του Μαλάουι, μια από τις μικρότερες αφρικάνικες χώρες. Παραδοσιακά αυτάρκης, και επίσης μια εξαγωγός προς τη Νότια Αφρική χώρα, οδηγήθηκε στα 1980 από την παγκόσμια Τράπεζα στο τέλος των επιδοτήσεων προς τους αγρότες και αργότερα, στα 2000, το ΔΝΤ επέμεινε να βάλει τα αποθέματα της σε τρόφιμα, στην αγορά. Αλλά μετά από χρόνια σε σχεδόν συνθήκες λιμού, πρόσφατα αυτές οι πολιτικές αναστράφηκαν, παρά την πίεση για το αντίθετο από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Έτσι έγινε μια σοφή κίνηση πράγματι, την οποία μία ή περισσότερες χώρες πιθανόν μιμηθούν, δεδομένου ότι για πρώτη φορά εδώ και χρόνια το Μαλάουι μπορεί να περηφανευθεί ξανά για απόθεμα στην παραγωγή τροφίμων. Τα κράτη όμως, είναι προβληματικοί σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στο δημιουργημένο από τις αυξήσεις των τροφίμων λιμό, επειδή σχεδόν πάντα ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού γεωργικού τομέα, αλλά με τους δικούς τους όρους. Ότι θα συμβάλλει περισσότερο στην έκβαση του αποτελέσματος των κρίσης των τροφίμων, θα είναι η ικανότητα των κινημάτων, ενάντια στις διαιρέσεις που μας επιβάλλονται, να συντονίσουμε στρατηγικές αντίστασης ενάντια στους σχεδιαστές της πείνας και του λιμού. Ο αγώνας ενάντια στο λιμό και στην απαλλοτρίωσης της γης δεν μπορεί να δοθεί μόνο στην Αφρική, ή στα βουνά της Chiapas. Πρέπει να διεξαχθεί στα supermarket και στους δρόμους των ΗΠΑ και της Ευρώπης, όπως οι καμπάνιες των «καθαρών ρούχων» των 90ς, που μετασχημάτισαν το shopping σε πολιτική δράση, και με ενωμένους τους εργάτες στα κάτεργα της υφαντουργίας του παγκόσμιου Νότου, με τους εργάτες του Βορά. Το αίτημα τρόφιμα για όλους, που θα ισχυροποιεί και δε θα δηλητηριάζει τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, δημιουργεί τη βάση μιας υλικής πολιτικής, που μπορεί να αναστατώσει τους σκοπούς εκείνων που σχεδίασαν την κρίση των τιμών των τροφίμων.
Αλλά σ’ αυτό το σημείο, ας μην κάνουμε λάθος: τα στοιχήματα σ’ αυτό τον αγώνα είναι υψηλά. Εάν η στρατηγική των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων δουλέψει και η παραγωγή τροφίμων εμπορευματοποιηθεί πλήρως, εάν ο αγώνας για την επανακοινωνικοποίηση της γης ηττηθεί, με τρόφιμα και γη να πηγαίνουν σε εκείνους που έχουν πιο πολλά μετρητά στα χέρια, εκατομμύρια θα πεθάνουν, η αγροτιά σαν ιστορική τάξη θα εξαφανιστεί, οι λαοί σε όλο τον πλανήτη θα έχουν πρόσβαση στην γη μόνο δουλεύοντας σαν peons ( έτσι ονομάζονταν οι μεξικανοί ακτήμονες στην υπηρεσία των φεουδαρχών κατά την περίοδο της ισπανικής κατάκτησης του Μεξικού, στμ) στην υπηρεσία των γεωργικών πολυεθνικών και εμείς θα έχουμε χάσει την τελευταία μας ευκαιρία να έχουμε κάποιο έλεγχο πάνω στην ποιότητα της τροφής που τρώμε, που είναι κιόλας σε μεγάλο βαθμό παραπροϊόν της πετρο-χημικής βιομηχανίας. Ακόμα πιο σημαντικό, εάν οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων καταφέρουν τους σκοπούς τους, η πιθανότητα συγκρότησης ενός κόσμου, όπου παραφράζοντας το Jose Bove «Η ζωή δεν είναι για πούλημα», θα εξαλειφθεί για δεκαετίες.
______
1. Δες: Maria Mies, Women, Food and Global Trade: An Ecofeminist Analysis of the World Food Summit, Rome, 13-17 November 1996, Bielefeld: Institute fur Theorie und Praxis der Subsistenz e.V., and Karen Lehman & Al Krebs, 'Control of the World’s Food Supply', in Jerry Mander and Edward Goldsmith (eds.) The Case Against the Global Economy and For a Turn Toward the Local. San Francisco: Sierra Club books, 1996.
2. Mariarosa Dalla Costa, 'Food Sovereignty, Peasants and Women', The Commoner, 2008, accessed at www.thecommoner.org, July 2008
3. Walden Bello, 'Manufacturing a Food Crisis', The Nation, 2 June, 2008
4. World Bank, 'World Bank Development Report for 2008: Agriculture for Development'. Washington, D.C.: World Bank, 2007
5. Harry Cleaver, 'Food, Famine and the International Crisis', Zerowork II, 1977, pp.7-70.
6. Kwesi W. Obeng, 'Soaring food prices send shockwaves and protest across Africa', African Agenda. Vol. 11, No. 1, 2008, pp.5-9.
7. Sam Moyo and Paris Yeros (eds.), Reclaiming the Land: The Resurgence of Rural Movements in Africa, Asia and Latin America, London: Zed Books, 2005
8. World Bank, οπ. παρ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου