Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο New Left Review, τεύχος 50 (Απρίλιος-Μάιος, 2008)
The Subprime Crisis
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
Ένας σοσιαλφιλελεύθερος για την κρίση...
Το παρακάτω άρθρο έχει ενδιαφέρον διότι γράφεται από τον κ.Κουκιάδη, καθηγητή του ΑΠΘ και προέδρου της Επιτροπής που προτείνει την απελευθέρωση των απολύσεων και την προώθηση της flexicurity στην Ελλάδα! Το δημοσιεύουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα απόψεων ενός σοσιαλφιλελεύθερου που μέσα στη συγκυρία γίνεται λαϊκιστής...
Από το χρηματιστηριακό σοκ στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Του Ι. Κουκιάδη*
Καπιταλισμός χωρίς κρίση δεν υπάρχει. Στο παρελθόν πολλοί πίστευαν ότι η επόμενη κρίση θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του, αγνοώντας τη διαπίστωση του Μαρξ ότι οι κρίσεις λειτουργούν ως σφοδρές πράξεις κάθαρσης του καπιταλισμού.
Άλλο θέμα είναι, λοιπόν, η μη διακινδύνευση του συστήματος αγοράς και άλλο η αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου που ήθελε να εμπιστευτεί τα πάντα στην αγορά. Το ενθαρρυντικό για τις λαϊκές δυνάμεις είναι ότι η κρίση επισφράγισε το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, που στήριξε όλο το οικοδόμημά του στην ελαστικότητα, στην απορύθμιση, στην ιδιωτικοποίηση, θεωρώντας αυτά αποκλειστικά μέσα ανάπτυξης. Η αποτυχία του οδηγεί στο να ξανακερδίσει έδαφος ο διαμεσολαβητικός ρόλος τους κράτους, γεγονός που ανοίγει νέες προοπτικές για την κυβερνητική αριστερά. Η κρίση μπορεί να προήλθε από τη χρηματιστηριακή οικονομία, αλλά η αφετηρία της βρίσκεται στην κερδοσκοπία του όλου καπιταλισμού και διαχέει σταδιακά όλη την οικονομία, με την ανεξέλεγκτη μεταφορά πλούτου στα υψηλά εισοδήματα και την κατάργηση κάθε κοινωνικού ελέγχου. Στο παρελθόν μας επιβλήθηκε η στασιμότητα με τον πληθωρισμό. Τώρα μας επιβάλλεται η ανάπτυξη και παραγωγή πλούτου με παράλληλη διεύρυνση της φτώχειας. Η φτώχεια με άλλα λόγια δεν οφείλεται στην αδυναμία παραγωγής πλούτου αλλά στις αδυναμίες του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Σαρκοζί διαπίστωσε ότι το όνειρο μιας αυξανόμενης ευημερίας στηριζόμενης στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς συνθλίβεται. Χωρίς ενδοιασμούς προστίθεται ότι το όνειρο αυτό συνιστά μια ουτοπία που στηρίχθηκε σε μια αυταπάτη. Μέχρι τώρα ουτοπία θεωρούνταν ο σοσιαλισμός, τώρα μαθαίνουμε ότι ουτοπία συνιστά και η μη ρυθμιζόμενη αγορά. Το ενδιαφέρον είναι ότι το μάθημα αυτό δεν έρχεται από τα αριστερά αλλά από τους φορείς του διεθνούς οικονομικού κατεστημένου που αναγνωρίζουν τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την αύξηση της φτώχειας. Πιο πρόσφατα ο πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ δήλωσε ότι δεν πιστεύει στις διορθωτικές δυνατότητες της ίδιας της αγοράς.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έμειναν πίσω από τις εξελίξεις. Αυτές οι διαπιστώσεις φέρνουν αισιόδοξα μηνύματα για τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, που θα τις επιτρέψουν να ξαναβρούν τη δυναμική των διεκδικήσεων και να ξανανομιμοποιήσουν τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους. Αρκεί να μη συνεχίσουν το λάθος να επιμένουν με παλιά εργαλεία και παλιές αντιλήψεις να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας οικονομίας . Επί του παρόντος η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα η κυβερνητική αριστερά για μια ακόμη φορά έμειναν πίσω από τις εξελίξεις. Οι μη ειδικοί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις πολύπλοκες διαδικασίες με τα δευτερογενή πιστωτικά προϊόντα, τα δομημένα ομόλογα και γενικώς τα λεγόμενα προσφυώς τοξικά προϊόντα που ήταν η αφετηρία της κρίσης. Μπορούν όμως εύκολα να διαπιστώσουν ότι όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν χωρίς τη λογική της αυτορύθμισης που επέβαλε το χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Αυτό επιζήτησε και πέτυχε, τουλάχιστον για τις επενδυτικές τράπεζες, την αποδέσμευση του ελέγχου τους από την κεντρική τράπεζα, έτσι ώστε φτάσαμε από το όριο ασφαλείας 1 δολάριο κεφαλαίου για 12 δολάρια πίστωση στο ανεξέλεγκτο ποσό των 32 δολαρίων πίστωση. Από εκεί και πέρα ήταν εύκολο κάθε τραπεζικός φορέας να κερδοσκοπεί ανεξέλεγκτα. Στα στεγαστικά δάνεια η προοπτική αύξησης των τιμών των ακινήτων επέτρεψε αυξημένη ζήτηση από τους καταναλωτές, που οδηγούσε σε σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που ενίσχυε την περαιτέρω αύξηση των τιμών. Στο προσδοκώμενο κέρδος των τραπεζών προστίθεται το κέρδος των επενδυτικών τραπεζών, στις οποίες ξεφόρτωναν οι τράπεζες τα δάνεια για λόγους ασφαλείας. Αυτές πλειοδοτούσαν με την προσδοκία περαιτέρω αύξησης των τιμών. Όταν οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, κατέρρευσε και το όλο σύστημα κερδοσκοπίας. Οι επιπτώσεις της κρίσης μετακυλίονται αλυσιδωτά στο σύνολο της οικονομίας. Όμως η κρίση εκπέμπει και αισιόδοξα μηνύματα. Όλο και περισσότεροι συμφωνούν ότι η οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ θα περιοριστεί και στο εξής οι βασικές επιλογές θα απαιτούν τη συνεργασία περισσότερων κρατών. Αυτό, κατά δεύτερο λόγο, θα οδηγήσει από το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε νέο ρυθμιζόμενο σύστημα. Σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο οι ρυθμιστικές επεμβάσεις θα είναι συχνότερες και γενικότερα η πολιτική εξουσία θα ξαναποκτήσει μέρος του χαμένου ελέγχου πάνω στην οικονομική εξουσία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ρήγμα υπέστη και το μοντέλο του Μάαστριχ, που απαγορεύει κρατικές παρεμβάσεις στο όνομα του σεβασμού του ανταγωνισμού. Τα ελλείμματα που θα δημιουργήσουν οι παρεμβάσεις θα ξεπεράσουν τα επιβαλλόμενα όρια από το σύμφωνο σταθερότητας. Για να καλυφθούν τα προσχήματα, ο πρόεδρος της επιτροπής Μπαρόζο μίλησε για έξυπνους τρόπους υπερκέρασης του Μάαστριχ. Αν είναι έτσι, γιατί να μη βρεθούν και έξυπνοι τρόποι να διευθετηθεί το θέμα της απασχόλησης; Μια νέα εποχή αρχίζει.
* Ο Ιωάννης Δ. Κουκιάδης είναι ομότιμος καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ
Από το χρηματιστηριακό σοκ στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Του Ι. Κουκιάδη*
Καπιταλισμός χωρίς κρίση δεν υπάρχει. Στο παρελθόν πολλοί πίστευαν ότι η επόμενη κρίση θα οδηγούσε στην κατάρρευσή του, αγνοώντας τη διαπίστωση του Μαρξ ότι οι κρίσεις λειτουργούν ως σφοδρές πράξεις κάθαρσης του καπιταλισμού.
Άλλο θέμα είναι, λοιπόν, η μη διακινδύνευση του συστήματος αγοράς και άλλο η αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου που ήθελε να εμπιστευτεί τα πάντα στην αγορά. Το ενθαρρυντικό για τις λαϊκές δυνάμεις είναι ότι η κρίση επισφράγισε το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, που στήριξε όλο το οικοδόμημά του στην ελαστικότητα, στην απορύθμιση, στην ιδιωτικοποίηση, θεωρώντας αυτά αποκλειστικά μέσα ανάπτυξης. Η αποτυχία του οδηγεί στο να ξανακερδίσει έδαφος ο διαμεσολαβητικός ρόλος τους κράτους, γεγονός που ανοίγει νέες προοπτικές για την κυβερνητική αριστερά. Η κρίση μπορεί να προήλθε από τη χρηματιστηριακή οικονομία, αλλά η αφετηρία της βρίσκεται στην κερδοσκοπία του όλου καπιταλισμού και διαχέει σταδιακά όλη την οικονομία, με την ανεξέλεγκτη μεταφορά πλούτου στα υψηλά εισοδήματα και την κατάργηση κάθε κοινωνικού ελέγχου. Στο παρελθόν μας επιβλήθηκε η στασιμότητα με τον πληθωρισμό. Τώρα μας επιβάλλεται η ανάπτυξη και παραγωγή πλούτου με παράλληλη διεύρυνση της φτώχειας. Η φτώχεια με άλλα λόγια δεν οφείλεται στην αδυναμία παραγωγής πλούτου αλλά στις αδυναμίες του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Σαρκοζί διαπίστωσε ότι το όνειρο μιας αυξανόμενης ευημερίας στηριζόμενης στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς συνθλίβεται. Χωρίς ενδοιασμούς προστίθεται ότι το όνειρο αυτό συνιστά μια ουτοπία που στηρίχθηκε σε μια αυταπάτη. Μέχρι τώρα ουτοπία θεωρούνταν ο σοσιαλισμός, τώρα μαθαίνουμε ότι ουτοπία συνιστά και η μη ρυθμιζόμενη αγορά. Το ενδιαφέρον είναι ότι το μάθημα αυτό δεν έρχεται από τα αριστερά αλλά από τους φορείς του διεθνούς οικονομικού κατεστημένου που αναγνωρίζουν τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την αύξηση της φτώχειας. Πιο πρόσφατα ο πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ δήλωσε ότι δεν πιστεύει στις διορθωτικές δυνατότητες της ίδιας της αγοράς.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έμειναν πίσω από τις εξελίξεις. Αυτές οι διαπιστώσεις φέρνουν αισιόδοξα μηνύματα για τις ευρύτερες λαϊκές μάζες, που θα τις επιτρέψουν να ξαναβρούν τη δυναμική των διεκδικήσεων και να ξανανομιμοποιήσουν τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους. Αρκεί να μη συνεχίσουν το λάθος να επιμένουν με παλιά εργαλεία και παλιές αντιλήψεις να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας οικονομίας . Επί του παρόντος η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα η κυβερνητική αριστερά για μια ακόμη φορά έμειναν πίσω από τις εξελίξεις. Οι μη ειδικοί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις πολύπλοκες διαδικασίες με τα δευτερογενή πιστωτικά προϊόντα, τα δομημένα ομόλογα και γενικώς τα λεγόμενα προσφυώς τοξικά προϊόντα που ήταν η αφετηρία της κρίσης. Μπορούν όμως εύκολα να διαπιστώσουν ότι όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν χωρίς τη λογική της αυτορύθμισης που επέβαλε το χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Αυτό επιζήτησε και πέτυχε, τουλάχιστον για τις επενδυτικές τράπεζες, την αποδέσμευση του ελέγχου τους από την κεντρική τράπεζα, έτσι ώστε φτάσαμε από το όριο ασφαλείας 1 δολάριο κεφαλαίου για 12 δολάρια πίστωση στο ανεξέλεγκτο ποσό των 32 δολαρίων πίστωση. Από εκεί και πέρα ήταν εύκολο κάθε τραπεζικός φορέας να κερδοσκοπεί ανεξέλεγκτα. Στα στεγαστικά δάνεια η προοπτική αύξησης των τιμών των ακινήτων επέτρεψε αυξημένη ζήτηση από τους καταναλωτές, που οδηγούσε σε σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που ενίσχυε την περαιτέρω αύξηση των τιμών. Στο προσδοκώμενο κέρδος των τραπεζών προστίθεται το κέρδος των επενδυτικών τραπεζών, στις οποίες ξεφόρτωναν οι τράπεζες τα δάνεια για λόγους ασφαλείας. Αυτές πλειοδοτούσαν με την προσδοκία περαιτέρω αύξησης των τιμών. Όταν οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, κατέρρευσε και το όλο σύστημα κερδοσκοπίας. Οι επιπτώσεις της κρίσης μετακυλίονται αλυσιδωτά στο σύνολο της οικονομίας. Όμως η κρίση εκπέμπει και αισιόδοξα μηνύματα. Όλο και περισσότεροι συμφωνούν ότι η οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ θα περιοριστεί και στο εξής οι βασικές επιλογές θα απαιτούν τη συνεργασία περισσότερων κρατών. Αυτό, κατά δεύτερο λόγο, θα οδηγήσει από το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε νέο ρυθμιζόμενο σύστημα. Σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο οι ρυθμιστικές επεμβάσεις θα είναι συχνότερες και γενικότερα η πολιτική εξουσία θα ξαναποκτήσει μέρος του χαμένου ελέγχου πάνω στην οικονομική εξουσία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ρήγμα υπέστη και το μοντέλο του Μάαστριχ, που απαγορεύει κρατικές παρεμβάσεις στο όνομα του σεβασμού του ανταγωνισμού. Τα ελλείμματα που θα δημιουργήσουν οι παρεμβάσεις θα ξεπεράσουν τα επιβαλλόμενα όρια από το σύμφωνο σταθερότητας. Για να καλυφθούν τα προσχήματα, ο πρόεδρος της επιτροπής Μπαρόζο μίλησε για έξυπνους τρόπους υπερκέρασης του Μάαστριχ. Αν είναι έτσι, γιατί να μη βρεθούν και έξυπνοι τρόποι να διευθετηθεί το θέμα της απασχόλησης; Μια νέα εποχή αρχίζει.
* Ο Ιωάννης Δ. Κουκιάδης είναι ομότιμος καθηγητής Νομικής του ΑΠΘ
Για την κρίση από την εφημερίδα ΠΡΙΝ
Ακολουθεί ένα άρθρο του Λεωνίδα Βατικιώτη που δημοσιεύτηκε πριν λίγες εβδομάδες στην εφημερίδα ΠΡΙΝ. Είναι ενδιαφέρον πως ο συγγραφέας εντοπίζει και αυτός ένα πρόβλημα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου από το '70 και μετά που σχετίζεται με τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα (όπως και άλλα άρθρα σε αυτό το ιστολόγιο π.χ. Μια αιρετική ταξική ερμηνεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, Jump you fuckers!, Eρμηνεία της κρίσης από την Ιταλία: η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση;).
Σοσιαλισμός για τους κερδοσκόπους
Το σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης να ξοδέψει 700 δισ. δολ. για να μαζέψει από την αγορά όλα τα «τοξικά ομόλογα», ατράνταχτο πειστήριο της κενότητας των νεοφιλελεύθερων διακηρύξεων όταν πρέπει να διασωθεί το κεφάλαιο, θα σημάνει μια πρωτοφανή σε ύψος μεταβίβαση κεφαλαίων στην αστική τάξη.
Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Κυριολεκτικά χωρίς τέλος είναι το θρίλερ της χρεοκοπίας αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών. Μόλις προχτές, Παρασκευή – κι ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι με έναν αναπάντεχο τρόπο πάγωσαν πρόσκαιρα την έγκριση του μυθικού ποσού των 700 δισ. δολ. γα τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, ανεβάζοντας την αγωνία για την επόμενη μέρα στα ύψη – μία νέα τράπεζα, η Washington Mutual που ιδρύθηκε το 1889(!) οδηγήθηκε στην χρεοκοπία. Η WaMu όπως ήταν αλλιώς γνωστή πουλήθηκε στην JP Morgan έναντι 1,9 δισ. δολαρίων, η οποία άμεσα θα παραγράψει από το χαρτοφυλάκιο της εξαγορασθείσας κτηματικά δάνεια ύψους 31 δισ. δολ. Κι αυτή μάλιστα δεν θα είναι η πρώτη φορά, καθώς μόλις τον Ιούλιο προχώρησε στην παραγραφή στεγαστικών δανείων ύψους 10,9 δισ. προσπαθώντας έτσι να περιορίσει τις ζημιές της που είχαν φθάσει τα 3 δισ. δολ. το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και να στηρίξει την μετοχή της που έφθασε να καταγράφει απώλειες της τάξης του 95%! Μάταια όμως. Κι αυτή η τράπεζα ήρθε να προστεθεί στην μακρά αλυσίδα των χρεοκοπιών που συγκλονίζουν τη Νέα Υόρκη, ξανασχεδιάζοντας το χάρτη του αμερικανικού καπιταλισμού. Η πρώτη, από τις μεγάλες τράπεζες πάντα, που άνοιξε το χορό ήταν η Bear Sterns που αγοράστηκε κι αυτή από την JP Morgan. Ακολούθησε η Merrill Lynch που αγοράσθηκε από την Bank Of America, η Lehman Brothers που χρεοκόπησε, κι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός κολοσσός του κόσμου American International Group που μαζί με τις κτηματικές τράπεζες Fannie Mae και Freddie Mac γεύτηκαν πριν απ’ όλους μας τα καλά του σοσιαλισμού χάρη στη βαθιά τσέπη του αμερικανικού δημόσιου.
Ειδικά στην περίπτωση του ασφαλιστικού γίγαντα της AIG (που κατείχε τεράστιο μερίδιο στις αντασφάλειες, δηλαδή την ασφαλιστική κάλυψη σε τράπεζες και άλλες ασφαλιστικές εταιρείες) η σωσίβια λέμβος που έριξε το δημόσιο την τελευταία έστω στιγμή απέτρεψε ένα ολέθριο φαινόμενο ντόμινο που θα έδινε στην τωρινή χρηματοπιστωτική κρίση κυριολεκτικά ολέθριες διαστάσεις. Ο κίνδυνος ήταν σαφής: Η κρίση να πάψει να δοκιμάζει τις πιστωτικές αγορές και να επεκταθεί σε όλο τον τραπεζικό κλάδο με άμεσες καταστρεπτικές συνέπειες και για την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή καθώς ο «συλλογικός αποταμιευτής», οι τράπεζες δηλαδή θα αναγκαζόταν να κατεβάσει τα ρολά. Το πείραμα πέτυχε με την AIG (υπό την έννοια ότι αποφεύχθηκε το ντόμινο και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης που παρέχουν ως έσχατοι εγγυητές ανάλογα τμήματα του κεφαλαίου) και αμέσως μετά, την προηγούμενη Παρασκευή έπεσε στο τραπέζι μια πρόταση που ισοδυναμεί με το μεγαλύτερο οικονομικό πραξικόπημα που έχει γίνει ποτέ εις βάρος των εργαζομένων παρότι δεν επεδίωκε τίποτ’ άλλο παρά με έναν συνεκτικό κι ενιαίο τρόπο να εφαρμόσει την πείρα από τις κρατικοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων, γενικεύοντας τη χρήση αυτού του εργαλείου: ένα πακέτο ύψους 700 δισ. δολ. το οποίο θα διαχειριζόταν ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, διευθυντής της Goldman Sachs μέχρι να γίνει … ένας ταπεινός υπηρέτης του δημόσιου συμφέροντος, ενώ στον ίδιο νόμο υπήρχε ο όρος ότι ουδέποτε πρόκειται να διωχθεί για τη διαχείριση αυτών των χρημάτων!!!
Για την πλειοψηφία τον πιο άγριο καπιταλισμό της ανεργίας και των περικοπών επιφυλάσσει ο Μπους
Το άκουσμα της είδησης ότι το κράτος θα σώσει τους κερδοσκόπους από τη χρεοκοπία καταβάλλοντας άμεσα υπό τη μορφή ρευστού 700 δισ. δολ. προκάλεσε σοκ, παντού. Στην Αριστερά και όσους στέκονται κριτικά απέναντι στη νεοσυντηρητική επέλαση γιατί απλά αν εγκριθεί αυτό το ποσό τότε για δεκαετίες θα πρέπει οι Αμερικανοί να ξεχάσουν και την παραμικρή κοινωνική παροχή. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο ποσό, πολύ περισσότερο αν σε αυτά τα 700 δισ. προσθέσουμε τα 85 δισ. που ήδη δόθηκαν για την AIG, τα 200 δισ. δολ., που δόθηκαν για Fannie και Freddie τα 29 δισ. δολ. για την Bear Sterns και πολλά ακόμη. Για να φανεί το πραγματικό μέγεθος αυτών των ποσών πρέπει να τα αντιπαραβάλλουμε με ορισμένα άλλα μεγέθη. Για παράδειγμα, η εξαγγελία του Μπάρακ Ομπάμα για ένα νέο διευρυμένο πρόγραμμα υγείας (κατά πολύ υποδεέστερο του στόχου της καθολικής υγειονομικής κάλυψης) με αφορμή την οποία δέχθηκε τρομερές επιθέσεις καθώς χαρακτηρίστηκε πολύ δαπανηρή κι επομένως ανεύθυνη, μια και θα έθετε σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά, θα κοστίσει από 50 ως 65 το πολύ δισ. Ούτε το 10% δηλαδή του κόστους που θα έχει το πρόγραμμα «σοσιαλισμός για τους κερδοσκόπους»! Επίσης το συνολικό ποσό εξωτερικού χρέους του Τρίτου Κόσμου που έχουν παραγράψει οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας (που αναλάμβαναν την ευθύνη να ελέγχουν κατά πόσο οι πάλαι ποτέ υπερχρεωμένες χώρες θα εφαρμόσουν τα μέτρα φιλελευθεροποίησης της αγοράς που τους επιβάλλονταν ως αντίτιμο) από το 1970 μέχρι το 2006 ήταν «μόνο» 334 δισ. δολ. Λιγότερα δηλαδή κι από τα μισά που θα πάρει η Γουόλ Στριτ. Γίνεται έτσι φανερό ότι η επιχορήγηση προς το κεφάλαιο που θα επιβαρύνει κάθε κάτοικο της Αμερικής με 2.000 δολάρια ισοδυναμεί με την μεγαλύτερη σε βάθος και χρονικό ορίζοντα επιχείρηση αναπροσανατολισμού των δημοσίων δαπανών που έχει συμβεί ποτέ στις ΗΠΑ.
Εχθρικά απέναντι στο πακέτο των Πόλσον – Μπερνάνκι (κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ που το εισιτήριο για τη θέση του προέδρου το έδωσε η προνοητικότητά του να κάνει διδακτορικό για την κρίση του ’29) στάθηκε όμως και κομμάτι του αμερικανικού συντηρητικού κατεστημένου. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι από τους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων εγέρθηκαν οι ενστάσεις που πάγωσαν την τελευταία στιγμή την ψήφισή του. Οι πρώτες επίσημες αντιδράσεις διατυπώθηκαν σε ένα κείμενο που συντάχθηκε στο λίκνο του νεοσυντηρητισμού το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και υπογράφθηκε από 150 κορυφαίους οικονομολόγους. Στον πυρήνα της κριτικής του ήταν το αφοπλιστικό επιχείρημα …«έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός». Αυτό που στην πράξη ήθελαν να αποτρέψουν ήταν μια επιχείρηση διάσωσης η οποία μπορεί να αποσοβεί τα χειρότερα (κατάρρευση τραπεζικού συστήματος και άμεση μετάσταση της στην μεταποίηση οδηγώντας σε φαινόμενα ’29 όταν η ανεργία είχε ξεπεράσει το 30%) ωστόσο παρατείνει τη διάρκεια της κρίσης, προετοιμάζοντας τους όρους για το ξέσπασμά της σε ένα νέο τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα σε πέντε το πολύ δέκα χρόνια, όπως συνέβη άλλωστε και με την φούσκα της νέας τεχνολογίας του 2000, μετεξέλιξη της οποίας είναι η τρέχουσα. Το «καθαρό» νεοσυντηρητικό σχέδιο επίλυσης της κρίσης έχει από πίσω του μια ολόκληρη ανάλυση που αποδίδει ακόμη και τη σημερινή δυσπραγία στο γεγονός ότι ποτέ από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα δεν κόπηκαν τα ξερά κλαδιά του δένδρου με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν ακόμη να ανθίσουν τα καινούργια. Ας γίνει τώρα, λένε. Σημαντικές ενστάσεις εγείρονται επίσης, πάλι από συντηρητική σκοπιά, και για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει το σχέδιο διάσωσης για την υπόσταση των ίδιων των ΗΠΑ. Ισοδυναμώντας το επίμαχο πακέτο κατά ένα άλλο παράδειγμα με έναν νέο πόλεμο αντίστοιχο του Ιράκ, τι πόροι θα απομείνουν διαθέσιμοι για μια ώρα ανάγκης έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αμερικανική ηγεμονία;
Όσο κι αν έχουν βάση όλες αυτές οι ενστάσεις θεωρούμε κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα ψηφιστεί η εκταμίευση των 700 δισ. δολ. γιατί διαφορετικά ένας Αρμαγεδώνας χρεοκοπιών είναι θέμα ημερών. Όσο για τις αντιρρήσεις, αυτές εκτείνονται σε ένα βάθος χρόνου, μακροπρόθεσμα, «όταν όλοι θα είμαστε νεκροί» όπως απαντούσε κι ο ίδιος ο Κέινς, σε όσους αντέτειναν στις προτάσεις του μακροπρόθεσμα μέτρα. Η διαφορά είναι πως εκείνες οι προτάσεις του αφορούσαν τα επιδόματα ανεργίας, ενώ σήμερα ο κεϋνσιανισμός του Μπους αφορά την αστική τάξη που στα χέρια της τις μετοχές των κλονιζόμενων κολοσσών. Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό The Nation, το 34% των μετοχών των χρηματοπιστωτικών εταιρειών βρίσκεται στα χέρια του 1% των Αμερικανών, ενώ ένα μεγαλύτερο δείγμα – ικανό να δείξει το τέλος του λαϊκού καπιταλισμού ακόμη κι εκεί που δοξάστηκε, το 51% των μετοχών συγκεκριμένα, βρίσκεται στα χέρια μόλις του 9%. Αυτό ακριβώς το τμήμα του πληθυσμού θα είναι ο αποκλειστικός ωφελημένος της επιχείρησης διάσωσης που αν ολοκληρωθεί θα σηματοδοτήσει την μεγαλύτερη κρατικοποίηση που έχει γίνει ποτέ από καταβολής καπιταλισμού και σοσιαλισμού καθώς θα περιέλθουν απ’ ευθείας στο κράτος δάνεια αρχικής αξίας 6 τρισ. δολ. που αντιστοιχούν στο 45% της ετήσιας παραγωγής των ΗΠΑ.
Υπάρχουν ωστόσο σοβαρότερα προβλήματα που άρχισαν να εμφανίζονται με επίκεντρο τη διάθεση των 700 δισ. τα οποία σε τελική ανάλυση αποκαλύπτουν την αμφίβολη αποτελεσματικότητα ακόμη κι αυτού του μυθικού ποσού ενώ φέρνουν στην επιφάνεια την ασύλληπτη κομπίνα που στήθηκε με τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια τα οποία χορηγούνταν αφειδώς και μέσω της τιτλοποίησής τους αποτέλεσαν το εύφλεκτο υλικό για το ξέσπασμα της κρίσης. Το ερώτημα που από την πρώτη στιγμή τέθηκε στον υπουργό Οικονομίας, εξηγώντας γιατί ήθελε να εξασφαλίσει με νόμο και το ακαταδίωκτό του, ήταν το εξής: Σε ποια τιμή θα αγοράσει τα λεγόμενα «τοξικά ομόλογα» (τραβώντας τα έτσι από την αγορά μία και έξω με την ελπίδα να την καθαρίσει και να βρει το βηματισμό της χωρίς αυτά τα ασήκωτα βαρίδια – αυτό είναι σε αδρές γραμμές το σχέδιο) που ως υποθήκη έχουν ακίνητα όταν η τιμή τους έχει μειωθεί κατακόρυφα, ενώ τα ίδια τα δάνεια δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν. «Τον Ιούλιο η Merrill Lynch προσπαθώντας να στηρίξει τα οικονομικά της πούλησε επενδύσεις συνδεδεμένες με κτηματικά δάνεια της συμφοράς ύψους 31 δισ. δολ για 22 σεντς το κάθε δολάριο. Τον προηγούμενο Νοέμβρη η Citabel ένα μεγάλο κεφάλαιο αντισταθμιστικού κινδύνου στο Σικάγο αγόρασε χρεόγραφα κτηματικών δανείων και άλλων επενδύσεων ύψους 3 δισ. δολ. για 27 σεντς το δολάριο. Αλλά ο χρηματοπιστωτικός γίγαντας της Citigroup αποτιμά μια παρόμοια επένδυση στα βιβλία της με 61 σεντς το δολάριο», έγραφε η Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν της Παρασκευής. Πίσω από αυτή τη διάσταση κρύβονται βαθιές αντιθέσεις που αφορούν δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η έκταση της αναγκαίας διόρθωσης καθώς οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί σε εντελώς παράλογα επίπεδα. Αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα της πλημμυρίδας ρευστού που είχε κατακλύσει την αγορά και της πολιτικής της άνευ όρων δανειοδότησης που ακολουθούσαν οι τράπεζες, στο βαθμό που εξασφάλιζαν ρευστό δίνοντας για εγγύηση τα επισφαλή δάνεια που μόλις είχαν πουλήσει, κι αυτά μάλιστα με τη καλύτερη δυνατή εγγύηση από τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Έτσι δημιουργούταν ένας φαύλος κύκλος που στο όνομα της ατομικής διασφάλισης επέφερε τη συλλογική ανασφάλεια και επικαλούμενος τη διαχείριση του κινδύνου τον διέχεε σε όλη την έκταση του τραπεζικού συστήματος με αποτέλεσμα σήμερα κανείς να μην ξέρει που βρίσκονται τα τοξικά ομόλογα κι ακόμη να μην μπορεί να υπολογίσει την αξία τους. Προσφέρεται για πολλά συμπεράσματα το γεγονός ότι οι ίδιες οι αμερικανικές αρχές και μιλάμε για τον υπουργό Οικονομία και τον κεντρικό τραπεζίτη, πριν ένα χρόνο εκτιμούσαν τα ομόλογα που είχαν εκδοθεί στη βάση επισφαλών δανείων, σε 50 δισ. δολ.! Η δεύτερη αιτία που πιέζει προς τα κάτω τις τιμές υπαγορεύεται από μια υποτιμητική, καταστροφική στη φύση της, τάση την οποία μάχεται να αποτρέψει η κυβέρνηση για να μην επεκταθεί και σε άλλους τομείς.
Συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα
ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΤΑΝ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΔΗΛΩΘΕΙ Η ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρώτο θύμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που συγκλονίζει τις ΗΠΑ θα είναι ο χρηματοπιστωτικός της τομέας, καθώς ένας ολόκληρος κλάδος, οι επενδυτικές τράπεζες αφού πρώτα οδήγησαν την κερδοσκοπία στα ουράνια φθάνοντας να χορηγούν 35 δολάρια σε δάνεια για κάθε 1 δολάριο που είχαν στο ενεργητικό τους, οδεύει προς εξαφάνιση. Παράλληλα η υποτίμηση των χρεογράφων που κυκλοφορούν στην αγορά θα σηματοδοτήσει τη συρρίκνωση του τομέα και του πιστωτικού κεφαλαίου από τα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα. Ενδεικτικά, η παγκόσμια αγορά πιστώσεων περιλαμβανομένων δανείων, ομολόγων και παραγώγων μόνο μέσα σε μια δεκαετία έχει τετραπλασιασθεί: από 3 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ έχει φθάσει να ισοδυναμεί με 12 φορές! Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν τα παράγωγα, που ακόμη κι ο μεγαλύτερος μετρ της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, Γουόρεν Μπάφετ έχει χαρακτηρίσει ως «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής» παραπέμποντας στα όπλα μαζικής καταστροφής που επικαλείται η Ουάσινγκτον. Στο Τέλος του 2007 η αξία τους ανερχόταν σε 60 τρισ. δολ. όταν μόλις δύο χρόνια πριν ήταν στο ένα τέταρτο: μόλις 15 δισ. δολ.!
Το δεύτερο θύμα της κρίσης θα είναι το καθεστώς απορύθμισης και παντελούς έλλειψης ελέγχων και κανόνων που έχει επιβληθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στη σφαίρα που αγκαλιάζει τράπεζες – ασφάλειες – χρηματιστήρια και θεωρήθηκε υπαίτιο για την σημερινή κρίση. Αντίθετα, λένε οι σφοδρότεροι επικριτές του, στην ηπειρωτική Ευρώπη λόγω των αυστηρών κανόνων που περιλαμβάνονται στο εποπτικό πλαίσιο Βασιλεία ΙΙ (που έχει πάρει την ονομασία του από την ελβετική πόλη που είναι η έδρα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών) δεν παρατηρήθηκε κανένα σχετικό φαινόμενο κρίσης. Με αφορμή μάλιστα αυτή την αντιπαράθεση δημιουργήθηκε μια ανίερη συμμαχία που ξεκίνησε από την Μέρκελ η οποία απέρριψε κατηγορηματικά κάθε σκέψη για τη δημιουργία στην Ευρώπη ενός αντίστοιχου κεφαλαίου που θα σώζει τα λαμόγια, πέρασε από τον διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που έγραφε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ότι «αυτή η κρίση είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας των ρυθμίσεων» κι έφθασε μέχρι τον Γιωργάκη που έγραφε στον Κόσμο του Επενδυτή το προηγούμενο Σάββατο πως «βασική αιτία για την κρίση υπήρξε η απορύθμιση των αγορών προϊόντων και κεφαλαίου».
ΕΡΧΕΤΑΙ ΥΦΕΣΗ: Μην πυροβολείτε τους κερδοσκόπους
Σε όλη τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ειπώθηκαν δύο μισές αλήθειες που μαζί κάνουν ένα τεράστιο ψέμα. Η πρώτη ρίχνει την πέτρα του αναθέματος στην αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την ασυδοσία που απολαμβάνει στο καθεστώς της απελευθέρωσης χρεώνοντάς έτσι του όλη την ευθύνη για την κρίση. Έτσι όμως εξαφανίζεται πρώτο, η διασύνδεση του με τον τομέα παραγωγής υλικών αγαθών, δεύτερο, η ενότητα των διαφορετικών σφαιρών στο πλαίσιο του τρόπου παραγωγής και τρίτο ο διαλεκτικός πάντα επικαθορισμός του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει την ανταλλαγή και την κυκλοφορία χρήματος και εμπορευμάτων από την παραγωγή. Όσο αλήθεια είναι ότι ουδέποτε η κερδοσκοπία και η ανάληψη κινδύνου θα είχαν φθάσει σε τέτοιες δόξες αν δεν υπήρχε στις αγγλοσαξονικές χώρες το περιβάλλον απορύθμισης επάνω στο οποίο φύτρωσαν και άνθισαν τα δηλητηριασμένα φρούτα της τιτλοποίησης και των επισφαλών δανείων άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι πίσω από τις διψήφιες αποδόσεις της τάξης του 25% που τώρα όλοι καταδικάζουν αυτό που κρύβεται είναι τα χαμηλά ποσοστά κέρδους και τα εμπόδια που ορθώνονται στην αξιοποίηση του κεφαλαίου από την κρίση του 1970 και μετά. Οι εξωπραγματικές αποδόσεις των τοποθετήσεων στα παράγωγα και των – υπό καθεστώς παρανομίας πια – «σορτάκηδων» ερχόντουσαν να συμπληρώσουν τα χαμηλά ποσοστά κέρδους και τον μειούμενο όγκο κερδών εκεί που παράγονται οι νέες αξίες και η υπεραξία. Το αίτημα παραγραφής χρεών ύψους 25 δισ. που διατυπώθηκε από το λίκνο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας το Ντιτρόιτ, παράλληλα με τα παζάρια που έκανε ο Πόλσον με τη Γουόλ Στριτ, δείχνει τη βαθύτερη δομική κρίση, πτώσης του ποσοστού κέρδους, που δοκιμάζει τον αμερικανικό καπιταλισμό.Άλλωστε, εκτός των ακραίων καταστάσεων, οι υπερτιμημένες αξίες δεν είναι παρά ανεκπλήρωτες προσδοκίες και προεξοφλήσεις αυξημένων κερδών που έμειναν ευσεβείς πόθοι.
Από την άλλη παρότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν επιδόθηκαν στον κανιβαλισμό των αμερικανικών, οι οποίες θα κοιτούν με λιγότερη αλαζονεία πλέον τους ανταγωνιστές τους, η έκταση του Ατλαντικού δε φάνηκε αρκετή για να τις σώσει από την αμερικανική κρίση. Τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε στην αμερικανική αγορά η γερμανική Deutsche Bank (αναγκαζόμενη να παραγράψει δάνεια ύψους 11 δισ. δολ.) η ελβετική UBS (λόγω της έκθεσής της στα ενυπόθηκα δάνεια) κι η Societe General (άσχετα αν τα φόρτωσε σε έναν αντικριστή της) δείχνουν ότι όλες οι μεγάλες τράπεζες αξιοποίησαν τα τεράστια περιθώρια κέρδους που παρείχε η απελευθερωμένη από υποχρεώσεις τήρησης σημαντικών αποθεματικών αμερικανική πιστωτική αγορά αφήνοντας τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ για όσους ανταγωνιστές τους δεν είχαν τα εφόδια να αγγίξουν το αμερικανικό όνειρο. Κατά τ’ άλλα στο εσωτερικό της Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, το τραπεζικό κεφάλαιο δεν έχει πάψει να επεκτείνεται εις βάρος της παραγωγής κι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή δεν έπαψε να σέρνεται από τους βραχυχρόνιους στόχους των τριμηνιαίων καταστάσεων που είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν οι εισηγμένες προς δόξα της βραχυπρόθεσμης απόδοσης. Ακόμη δηλαδή κι όταν δεν δουλεύουν για τους βιομηχάνους δεν είναι μόνοι τους οι τραπεζίτες στην αναζήτηση του γρήγορου κέρδους.
Άμεσο αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα είναι η ύφεση που θα πλήξει την καπιταλιστική παραγωγή μέσω της αύξησης του κόστους κεφαλαίου ως αποτέλεσμα της μείωσης των διαθέσιμων κεφαλαίων και της αύξησης του κόστους του χρήματος, που θα προέλθει από την αύξηση των επιτοκίων. Αυτό θα συμβεί στο πλαίσιο του πιο αισιόδοξου σεναρίου που τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα θα εγκρίνουν τη χορήγηση των 700 δισ. δολ. Η πτώση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης με τη σειρά της θα φέρει λουκέτα και ανεργία εγκαινιάζοντας ένα νέο γύρο επίθεσης του κεφαλαίου. Εκτός κι αν…
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ
Σοσιαλισμός για τους κερδοσκόπους
Το σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης να ξοδέψει 700 δισ. δολ. για να μαζέψει από την αγορά όλα τα «τοξικά ομόλογα», ατράνταχτο πειστήριο της κενότητας των νεοφιλελεύθερων διακηρύξεων όταν πρέπει να διασωθεί το κεφάλαιο, θα σημάνει μια πρωτοφανή σε ύψος μεταβίβαση κεφαλαίων στην αστική τάξη.
Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Κυριολεκτικά χωρίς τέλος είναι το θρίλερ της χρεοκοπίας αμερικανικών τραπεζικών κολοσσών. Μόλις προχτές, Παρασκευή – κι ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι με έναν αναπάντεχο τρόπο πάγωσαν πρόσκαιρα την έγκριση του μυθικού ποσού των 700 δισ. δολ. γα τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, ανεβάζοντας την αγωνία για την επόμενη μέρα στα ύψη – μία νέα τράπεζα, η Washington Mutual που ιδρύθηκε το 1889(!) οδηγήθηκε στην χρεοκοπία. Η WaMu όπως ήταν αλλιώς γνωστή πουλήθηκε στην JP Morgan έναντι 1,9 δισ. δολαρίων, η οποία άμεσα θα παραγράψει από το χαρτοφυλάκιο της εξαγορασθείσας κτηματικά δάνεια ύψους 31 δισ. δολ. Κι αυτή μάλιστα δεν θα είναι η πρώτη φορά, καθώς μόλις τον Ιούλιο προχώρησε στην παραγραφή στεγαστικών δανείων ύψους 10,9 δισ. προσπαθώντας έτσι να περιορίσει τις ζημιές της που είχαν φθάσει τα 3 δισ. δολ. το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και να στηρίξει την μετοχή της που έφθασε να καταγράφει απώλειες της τάξης του 95%! Μάταια όμως. Κι αυτή η τράπεζα ήρθε να προστεθεί στην μακρά αλυσίδα των χρεοκοπιών που συγκλονίζουν τη Νέα Υόρκη, ξανασχεδιάζοντας το χάρτη του αμερικανικού καπιταλισμού. Η πρώτη, από τις μεγάλες τράπεζες πάντα, που άνοιξε το χορό ήταν η Bear Sterns που αγοράστηκε κι αυτή από την JP Morgan. Ακολούθησε η Merrill Lynch που αγοράσθηκε από την Bank Of America, η Lehman Brothers που χρεοκόπησε, κι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός κολοσσός του κόσμου American International Group που μαζί με τις κτηματικές τράπεζες Fannie Mae και Freddie Mac γεύτηκαν πριν απ’ όλους μας τα καλά του σοσιαλισμού χάρη στη βαθιά τσέπη του αμερικανικού δημόσιου.
Ειδικά στην περίπτωση του ασφαλιστικού γίγαντα της AIG (που κατείχε τεράστιο μερίδιο στις αντασφάλειες, δηλαδή την ασφαλιστική κάλυψη σε τράπεζες και άλλες ασφαλιστικές εταιρείες) η σωσίβια λέμβος που έριξε το δημόσιο την τελευταία έστω στιγμή απέτρεψε ένα ολέθριο φαινόμενο ντόμινο που θα έδινε στην τωρινή χρηματοπιστωτική κρίση κυριολεκτικά ολέθριες διαστάσεις. Ο κίνδυνος ήταν σαφής: Η κρίση να πάψει να δοκιμάζει τις πιστωτικές αγορές και να επεκταθεί σε όλο τον τραπεζικό κλάδο με άμεσες καταστρεπτικές συνέπειες και για την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή καθώς ο «συλλογικός αποταμιευτής», οι τράπεζες δηλαδή θα αναγκαζόταν να κατεβάσει τα ρολά. Το πείραμα πέτυχε με την AIG (υπό την έννοια ότι αποφεύχθηκε το ντόμινο και η κατάρρευση της εμπιστοσύνης που παρέχουν ως έσχατοι εγγυητές ανάλογα τμήματα του κεφαλαίου) και αμέσως μετά, την προηγούμενη Παρασκευή έπεσε στο τραπέζι μια πρόταση που ισοδυναμεί με το μεγαλύτερο οικονομικό πραξικόπημα που έχει γίνει ποτέ εις βάρος των εργαζομένων παρότι δεν επεδίωκε τίποτ’ άλλο παρά με έναν συνεκτικό κι ενιαίο τρόπο να εφαρμόσει την πείρα από τις κρατικοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων, γενικεύοντας τη χρήση αυτού του εργαλείου: ένα πακέτο ύψους 700 δισ. δολ. το οποίο θα διαχειριζόταν ο ίδιος ο υπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ, Χένρι Πόλσον, διευθυντής της Goldman Sachs μέχρι να γίνει … ένας ταπεινός υπηρέτης του δημόσιου συμφέροντος, ενώ στον ίδιο νόμο υπήρχε ο όρος ότι ουδέποτε πρόκειται να διωχθεί για τη διαχείριση αυτών των χρημάτων!!!
Για την πλειοψηφία τον πιο άγριο καπιταλισμό της ανεργίας και των περικοπών επιφυλάσσει ο Μπους
Το άκουσμα της είδησης ότι το κράτος θα σώσει τους κερδοσκόπους από τη χρεοκοπία καταβάλλοντας άμεσα υπό τη μορφή ρευστού 700 δισ. δολ. προκάλεσε σοκ, παντού. Στην Αριστερά και όσους στέκονται κριτικά απέναντι στη νεοσυντηρητική επέλαση γιατί απλά αν εγκριθεί αυτό το ποσό τότε για δεκαετίες θα πρέπει οι Αμερικανοί να ξεχάσουν και την παραμικρή κοινωνική παροχή. Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο ποσό, πολύ περισσότερο αν σε αυτά τα 700 δισ. προσθέσουμε τα 85 δισ. που ήδη δόθηκαν για την AIG, τα 200 δισ. δολ., που δόθηκαν για Fannie και Freddie τα 29 δισ. δολ. για την Bear Sterns και πολλά ακόμη. Για να φανεί το πραγματικό μέγεθος αυτών των ποσών πρέπει να τα αντιπαραβάλλουμε με ορισμένα άλλα μεγέθη. Για παράδειγμα, η εξαγγελία του Μπάρακ Ομπάμα για ένα νέο διευρυμένο πρόγραμμα υγείας (κατά πολύ υποδεέστερο του στόχου της καθολικής υγειονομικής κάλυψης) με αφορμή την οποία δέχθηκε τρομερές επιθέσεις καθώς χαρακτηρίστηκε πολύ δαπανηρή κι επομένως ανεύθυνη, μια και θα έθετε σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά, θα κοστίσει από 50 ως 65 το πολύ δισ. Ούτε το 10% δηλαδή του κόστους που θα έχει το πρόγραμμα «σοσιαλισμός για τους κερδοσκόπους»! Επίσης το συνολικό ποσό εξωτερικού χρέους του Τρίτου Κόσμου που έχουν παραγράψει οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας (που αναλάμβαναν την ευθύνη να ελέγχουν κατά πόσο οι πάλαι ποτέ υπερχρεωμένες χώρες θα εφαρμόσουν τα μέτρα φιλελευθεροποίησης της αγοράς που τους επιβάλλονταν ως αντίτιμο) από το 1970 μέχρι το 2006 ήταν «μόνο» 334 δισ. δολ. Λιγότερα δηλαδή κι από τα μισά που θα πάρει η Γουόλ Στριτ. Γίνεται έτσι φανερό ότι η επιχορήγηση προς το κεφάλαιο που θα επιβαρύνει κάθε κάτοικο της Αμερικής με 2.000 δολάρια ισοδυναμεί με την μεγαλύτερη σε βάθος και χρονικό ορίζοντα επιχείρηση αναπροσανατολισμού των δημοσίων δαπανών που έχει συμβεί ποτέ στις ΗΠΑ.
Εχθρικά απέναντι στο πακέτο των Πόλσον – Μπερνάνκι (κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ που το εισιτήριο για τη θέση του προέδρου το έδωσε η προνοητικότητά του να κάνει διδακτορικό για την κρίση του ’29) στάθηκε όμως και κομμάτι του αμερικανικού συντηρητικού κατεστημένου. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι από τους κόλπους των Ρεπουμπλικάνων εγέρθηκαν οι ενστάσεις που πάγωσαν την τελευταία στιγμή την ψήφισή του. Οι πρώτες επίσημες αντιδράσεις διατυπώθηκαν σε ένα κείμενο που συντάχθηκε στο λίκνο του νεοσυντηρητισμού το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και υπογράφθηκε από 150 κορυφαίους οικονομολόγους. Στον πυρήνα της κριτικής του ήταν το αφοπλιστικό επιχείρημα …«έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός». Αυτό που στην πράξη ήθελαν να αποτρέψουν ήταν μια επιχείρηση διάσωσης η οποία μπορεί να αποσοβεί τα χειρότερα (κατάρρευση τραπεζικού συστήματος και άμεση μετάσταση της στην μεταποίηση οδηγώντας σε φαινόμενα ’29 όταν η ανεργία είχε ξεπεράσει το 30%) ωστόσο παρατείνει τη διάρκεια της κρίσης, προετοιμάζοντας τους όρους για το ξέσπασμά της σε ένα νέο τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα σε πέντε το πολύ δέκα χρόνια, όπως συνέβη άλλωστε και με την φούσκα της νέας τεχνολογίας του 2000, μετεξέλιξη της οποίας είναι η τρέχουσα. Το «καθαρό» νεοσυντηρητικό σχέδιο επίλυσης της κρίσης έχει από πίσω του μια ολόκληρη ανάλυση που αποδίδει ακόμη και τη σημερινή δυσπραγία στο γεγονός ότι ποτέ από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα δεν κόπηκαν τα ξερά κλαδιά του δένδρου με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν ακόμη να ανθίσουν τα καινούργια. Ας γίνει τώρα, λένε. Σημαντικές ενστάσεις εγείρονται επίσης, πάλι από συντηρητική σκοπιά, και για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που θα έχει το σχέδιο διάσωσης για την υπόσταση των ίδιων των ΗΠΑ. Ισοδυναμώντας το επίμαχο πακέτο κατά ένα άλλο παράδειγμα με έναν νέο πόλεμο αντίστοιχο του Ιράκ, τι πόροι θα απομείνουν διαθέσιμοι για μια ώρα ανάγκης έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αμερικανική ηγεμονία;
Όσο κι αν έχουν βάση όλες αυτές οι ενστάσεις θεωρούμε κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα ψηφιστεί η εκταμίευση των 700 δισ. δολ. γιατί διαφορετικά ένας Αρμαγεδώνας χρεοκοπιών είναι θέμα ημερών. Όσο για τις αντιρρήσεις, αυτές εκτείνονται σε ένα βάθος χρόνου, μακροπρόθεσμα, «όταν όλοι θα είμαστε νεκροί» όπως απαντούσε κι ο ίδιος ο Κέινς, σε όσους αντέτειναν στις προτάσεις του μακροπρόθεσμα μέτρα. Η διαφορά είναι πως εκείνες οι προτάσεις του αφορούσαν τα επιδόματα ανεργίας, ενώ σήμερα ο κεϋνσιανισμός του Μπους αφορά την αστική τάξη που στα χέρια της τις μετοχές των κλονιζόμενων κολοσσών. Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό The Nation, το 34% των μετοχών των χρηματοπιστωτικών εταιρειών βρίσκεται στα χέρια του 1% των Αμερικανών, ενώ ένα μεγαλύτερο δείγμα – ικανό να δείξει το τέλος του λαϊκού καπιταλισμού ακόμη κι εκεί που δοξάστηκε, το 51% των μετοχών συγκεκριμένα, βρίσκεται στα χέρια μόλις του 9%. Αυτό ακριβώς το τμήμα του πληθυσμού θα είναι ο αποκλειστικός ωφελημένος της επιχείρησης διάσωσης που αν ολοκληρωθεί θα σηματοδοτήσει την μεγαλύτερη κρατικοποίηση που έχει γίνει ποτέ από καταβολής καπιταλισμού και σοσιαλισμού καθώς θα περιέλθουν απ’ ευθείας στο κράτος δάνεια αρχικής αξίας 6 τρισ. δολ. που αντιστοιχούν στο 45% της ετήσιας παραγωγής των ΗΠΑ.
Υπάρχουν ωστόσο σοβαρότερα προβλήματα που άρχισαν να εμφανίζονται με επίκεντρο τη διάθεση των 700 δισ. τα οποία σε τελική ανάλυση αποκαλύπτουν την αμφίβολη αποτελεσματικότητα ακόμη κι αυτού του μυθικού ποσού ενώ φέρνουν στην επιφάνεια την ασύλληπτη κομπίνα που στήθηκε με τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια τα οποία χορηγούνταν αφειδώς και μέσω της τιτλοποίησής τους αποτέλεσαν το εύφλεκτο υλικό για το ξέσπασμα της κρίσης. Το ερώτημα που από την πρώτη στιγμή τέθηκε στον υπουργό Οικονομίας, εξηγώντας γιατί ήθελε να εξασφαλίσει με νόμο και το ακαταδίωκτό του, ήταν το εξής: Σε ποια τιμή θα αγοράσει τα λεγόμενα «τοξικά ομόλογα» (τραβώντας τα έτσι από την αγορά μία και έξω με την ελπίδα να την καθαρίσει και να βρει το βηματισμό της χωρίς αυτά τα ασήκωτα βαρίδια – αυτό είναι σε αδρές γραμμές το σχέδιο) που ως υποθήκη έχουν ακίνητα όταν η τιμή τους έχει μειωθεί κατακόρυφα, ενώ τα ίδια τα δάνεια δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν. «Τον Ιούλιο η Merrill Lynch προσπαθώντας να στηρίξει τα οικονομικά της πούλησε επενδύσεις συνδεδεμένες με κτηματικά δάνεια της συμφοράς ύψους 31 δισ. δολ για 22 σεντς το κάθε δολάριο. Τον προηγούμενο Νοέμβρη η Citabel ένα μεγάλο κεφάλαιο αντισταθμιστικού κινδύνου στο Σικάγο αγόρασε χρεόγραφα κτηματικών δανείων και άλλων επενδύσεων ύψους 3 δισ. δολ. για 27 σεντς το δολάριο. Αλλά ο χρηματοπιστωτικός γίγαντας της Citigroup αποτιμά μια παρόμοια επένδυση στα βιβλία της με 61 σεντς το δολάριο», έγραφε η Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν της Παρασκευής. Πίσω από αυτή τη διάσταση κρύβονται βαθιές αντιθέσεις που αφορούν δύο σκέλη. Το πρώτο είναι η έκταση της αναγκαίας διόρθωσης καθώς οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί σε εντελώς παράλογα επίπεδα. Αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα της πλημμυρίδας ρευστού που είχε κατακλύσει την αγορά και της πολιτικής της άνευ όρων δανειοδότησης που ακολουθούσαν οι τράπεζες, στο βαθμό που εξασφάλιζαν ρευστό δίνοντας για εγγύηση τα επισφαλή δάνεια που μόλις είχαν πουλήσει, κι αυτά μάλιστα με τη καλύτερη δυνατή εγγύηση από τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Έτσι δημιουργούταν ένας φαύλος κύκλος που στο όνομα της ατομικής διασφάλισης επέφερε τη συλλογική ανασφάλεια και επικαλούμενος τη διαχείριση του κινδύνου τον διέχεε σε όλη την έκταση του τραπεζικού συστήματος με αποτέλεσμα σήμερα κανείς να μην ξέρει που βρίσκονται τα τοξικά ομόλογα κι ακόμη να μην μπορεί να υπολογίσει την αξία τους. Προσφέρεται για πολλά συμπεράσματα το γεγονός ότι οι ίδιες οι αμερικανικές αρχές και μιλάμε για τον υπουργό Οικονομία και τον κεντρικό τραπεζίτη, πριν ένα χρόνο εκτιμούσαν τα ομόλογα που είχαν εκδοθεί στη βάση επισφαλών δανείων, σε 50 δισ. δολ.! Η δεύτερη αιτία που πιέζει προς τα κάτω τις τιμές υπαγορεύεται από μια υποτιμητική, καταστροφική στη φύση της, τάση την οποία μάχεται να αποτρέψει η κυβέρνηση για να μην επεκταθεί και σε άλλους τομείς.
Συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα
ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΟΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΤΑΝ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΔΗΛΩΘΕΙ Η ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρώτο θύμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης που συγκλονίζει τις ΗΠΑ θα είναι ο χρηματοπιστωτικός της τομέας, καθώς ένας ολόκληρος κλάδος, οι επενδυτικές τράπεζες αφού πρώτα οδήγησαν την κερδοσκοπία στα ουράνια φθάνοντας να χορηγούν 35 δολάρια σε δάνεια για κάθε 1 δολάριο που είχαν στο ενεργητικό τους, οδεύει προς εξαφάνιση. Παράλληλα η υποτίμηση των χρεογράφων που κυκλοφορούν στην αγορά θα σηματοδοτήσει τη συρρίκνωση του τομέα και του πιστωτικού κεφαλαίου από τα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα. Ενδεικτικά, η παγκόσμια αγορά πιστώσεων περιλαμβανομένων δανείων, ομολόγων και παραγώγων μόνο μέσα σε μια δεκαετία έχει τετραπλασιασθεί: από 3 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ έχει φθάσει να ισοδυναμεί με 12 φορές! Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν τα παράγωγα, που ακόμη κι ο μεγαλύτερος μετρ της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, Γουόρεν Μπάφετ έχει χαρακτηρίσει ως «χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής» παραπέμποντας στα όπλα μαζικής καταστροφής που επικαλείται η Ουάσινγκτον. Στο Τέλος του 2007 η αξία τους ανερχόταν σε 60 τρισ. δολ. όταν μόλις δύο χρόνια πριν ήταν στο ένα τέταρτο: μόλις 15 δισ. δολ.!
Το δεύτερο θύμα της κρίσης θα είναι το καθεστώς απορύθμισης και παντελούς έλλειψης ελέγχων και κανόνων που έχει επιβληθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στη σφαίρα που αγκαλιάζει τράπεζες – ασφάλειες – χρηματιστήρια και θεωρήθηκε υπαίτιο για την σημερινή κρίση. Αντίθετα, λένε οι σφοδρότεροι επικριτές του, στην ηπειρωτική Ευρώπη λόγω των αυστηρών κανόνων που περιλαμβάνονται στο εποπτικό πλαίσιο Βασιλεία ΙΙ (που έχει πάρει την ονομασία του από την ελβετική πόλη που είναι η έδρα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών) δεν παρατηρήθηκε κανένα σχετικό φαινόμενο κρίσης. Με αφορμή μάλιστα αυτή την αντιπαράθεση δημιουργήθηκε μια ανίερη συμμαχία που ξεκίνησε από την Μέρκελ η οποία απέρριψε κατηγορηματικά κάθε σκέψη για τη δημιουργία στην Ευρώπη ενός αντίστοιχου κεφαλαίου που θα σώζει τα λαμόγια, πέρασε από τον διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που έγραφε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ότι «αυτή η κρίση είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας των ρυθμίσεων» κι έφθασε μέχρι τον Γιωργάκη που έγραφε στον Κόσμο του Επενδυτή το προηγούμενο Σάββατο πως «βασική αιτία για την κρίση υπήρξε η απορύθμιση των αγορών προϊόντων και κεφαλαίου».
ΕΡΧΕΤΑΙ ΥΦΕΣΗ: Μην πυροβολείτε τους κερδοσκόπους
Σε όλη τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης ειπώθηκαν δύο μισές αλήθειες που μαζί κάνουν ένα τεράστιο ψέμα. Η πρώτη ρίχνει την πέτρα του αναθέματος στην αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την ασυδοσία που απολαμβάνει στο καθεστώς της απελευθέρωσης χρεώνοντάς έτσι του όλη την ευθύνη για την κρίση. Έτσι όμως εξαφανίζεται πρώτο, η διασύνδεση του με τον τομέα παραγωγής υλικών αγαθών, δεύτερο, η ενότητα των διαφορετικών σφαιρών στο πλαίσιο του τρόπου παραγωγής και τρίτο ο διαλεκτικός πάντα επικαθορισμός του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει την ανταλλαγή και την κυκλοφορία χρήματος και εμπορευμάτων από την παραγωγή. Όσο αλήθεια είναι ότι ουδέποτε η κερδοσκοπία και η ανάληψη κινδύνου θα είχαν φθάσει σε τέτοιες δόξες αν δεν υπήρχε στις αγγλοσαξονικές χώρες το περιβάλλον απορύθμισης επάνω στο οποίο φύτρωσαν και άνθισαν τα δηλητηριασμένα φρούτα της τιτλοποίησης και των επισφαλών δανείων άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι πίσω από τις διψήφιες αποδόσεις της τάξης του 25% που τώρα όλοι καταδικάζουν αυτό που κρύβεται είναι τα χαμηλά ποσοστά κέρδους και τα εμπόδια που ορθώνονται στην αξιοποίηση του κεφαλαίου από την κρίση του 1970 και μετά. Οι εξωπραγματικές αποδόσεις των τοποθετήσεων στα παράγωγα και των – υπό καθεστώς παρανομίας πια – «σορτάκηδων» ερχόντουσαν να συμπληρώσουν τα χαμηλά ποσοστά κέρδους και τον μειούμενο όγκο κερδών εκεί που παράγονται οι νέες αξίες και η υπεραξία. Το αίτημα παραγραφής χρεών ύψους 25 δισ. που διατυπώθηκε από το λίκνο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας το Ντιτρόιτ, παράλληλα με τα παζάρια που έκανε ο Πόλσον με τη Γουόλ Στριτ, δείχνει τη βαθύτερη δομική κρίση, πτώσης του ποσοστού κέρδους, που δοκιμάζει τον αμερικανικό καπιταλισμό.Άλλωστε, εκτός των ακραίων καταστάσεων, οι υπερτιμημένες αξίες δεν είναι παρά ανεκπλήρωτες προσδοκίες και προεξοφλήσεις αυξημένων κερδών που έμειναν ευσεβείς πόθοι.
Από την άλλη παρότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν επιδόθηκαν στον κανιβαλισμό των αμερικανικών, οι οποίες θα κοιτούν με λιγότερη αλαζονεία πλέον τους ανταγωνιστές τους, η έκταση του Ατλαντικού δε φάνηκε αρκετή για να τις σώσει από την αμερικανική κρίση. Τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε στην αμερικανική αγορά η γερμανική Deutsche Bank (αναγκαζόμενη να παραγράψει δάνεια ύψους 11 δισ. δολ.) η ελβετική UBS (λόγω της έκθεσής της στα ενυπόθηκα δάνεια) κι η Societe General (άσχετα αν τα φόρτωσε σε έναν αντικριστή της) δείχνουν ότι όλες οι μεγάλες τράπεζες αξιοποίησαν τα τεράστια περιθώρια κέρδους που παρείχε η απελευθερωμένη από υποχρεώσεις τήρησης σημαντικών αποθεματικών αμερικανική πιστωτική αγορά αφήνοντας τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙ για όσους ανταγωνιστές τους δεν είχαν τα εφόδια να αγγίξουν το αμερικανικό όνειρο. Κατά τ’ άλλα στο εσωτερικό της Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, το τραπεζικό κεφάλαιο δεν έχει πάψει να επεκτείνεται εις βάρος της παραγωγής κι η ίδια η καπιταλιστική παραγωγή δεν έπαψε να σέρνεται από τους βραχυχρόνιους στόχους των τριμηνιαίων καταστάσεων που είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν οι εισηγμένες προς δόξα της βραχυπρόθεσμης απόδοσης. Ακόμη δηλαδή κι όταν δεν δουλεύουν για τους βιομηχάνους δεν είναι μόνοι τους οι τραπεζίτες στην αναζήτηση του γρήγορου κέρδους.
Άμεσο αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα είναι η ύφεση που θα πλήξει την καπιταλιστική παραγωγή μέσω της αύξησης του κόστους κεφαλαίου ως αποτέλεσμα της μείωσης των διαθέσιμων κεφαλαίων και της αύξησης του κόστους του χρήματος, που θα προέλθει από την αύξηση των επιτοκίων. Αυτό θα συμβεί στο πλαίσιο του πιο αισιόδοξου σεναρίου που τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα θα εγκρίνουν τη χορήγηση των 700 δισ. δολ. Η πτώση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης με τη σειρά της θα φέρει λουκέτα και ανεργία εγκαινιάζοντας ένα νέο γύρο επίθεσης του κεφαλαίου. Εκτός κι αν…
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ
Ερμηνεία για την κρίση από την Ιταλία
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο www.indy.gr και αποτελεί μετάφραση ενός ιταλικού άρθρου.
η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση;
δημοσιεύτηκε October 2 από anonymous τροποποιήθηκε October 4
Η χρηματοοικονομική κρίση με επίκεντρο τις ΗΠΑ προχωράει ανά κύματα συνεχόμενα που βαθαίνουν και αυξάνουν τις συνέπειες της. Κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων, στη συνέχεια περιστολή της διατραπεζικής πίστης, ακολουθεί μια γενική πτώση της τιμής των ακινήτων (η πρώτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο με ισχυρές απώλειες στους ισολογισμούς των χρηματοοικονομικών οργανισμών και…ίσως πραγματική ύφεση. Εντυπωσιακές οι άμεσες παρεμβάσεις του κράτους και οι επιχειρήσεις διάσωσης στην πατρίδα του «φιλελευθερισμού»: μετά την κρατικοποίηση της Fannie και Freddie,η διάσωση της Merryl Linch από την Τράπεζα της Αμερικής και της AIG από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα,η πτώχευση της Washington Mutual,το μεγαλύτερο Ταμιευτήριο της Αμερικής, το οποίο στη συνέχεια πέρασε στη JP Morgan και η απορρόφηση της Wachovia από την Citigroup.Αλλά, χαρτιά χωρίς καμία αξία υπάρχουν και σε μεγάλη ποσότητα, στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών: εθνικοποιήσεις και κινήσεις διάσωσης από την Μ.Βρετανία μέχρι τη Γερμανία μέσω Βρυξελών. «Είναι μόνο η αρχή-λέει ένας άγγλος αναλυτής-θα δούμε εθνικοποιημένες τράπεζες,να τις αποροφούν άλλοι όμιλοι και κάποιες θα κλείσουν».
Ομως τα ως τώρα μέτρα διάσωσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών πλέον δεν επαρκούν. Ετσι το Υπουργείο Οικονομικών δοκίμασε να δώσει λύση προτείνοντας ένα σχέδιο συνολικού ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσο περίπου με το ΑΕΠ της Ταιβάν, της 21ης οικονομίας στον κόσμο).Παρά όμως το καμπανάκι κινδύνου στα χρηματιστήρια, τις διαβεβαιώσεις των ηγετών του Κογκρέσου παρά την έντονη δυσαρέσκεια του κόσμου,την έκκληση του Μπους στο έθνος με απευθείας μήνυμα του,την στήριξη του από τους δύο υποψήφιους για την προεδρία-το σχέδιο μέχρι στιγμής δεν πέρασε! Απόδειξη ότι η κρίση αρχίζει να έχει και πολιτικές συνέπειες.
Είναι αρκετό όμως το σχέδιο Πόλσον;-Το Σχέδιο μέχρι στιγμής έχει παγώσει. Ευθύς εξ αρχής όμως είχε τεθεί το ερώτημα αν κάτι τέτοιο αρκεί και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες. Ένα πρώτο ερώτημα είναι πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα: το δημόσιο χρέος συνολικά θα εκτιναχθεί ακόμα πιο ψηλά ακόμα και ως προς το μέχρι στιγμής ογκώδες ΑΕΠ των ΗΠΑ(το ομοσπονδιακό έλλειμμα αυτή τη χρονιά, με όλες τις επιχειρήσεις διάσωσης, θα αγγίξει το 10% του ΑΕΠ, επίπεδο πρωτόγνωρο από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου) ενώ το συνολικό έχει ανέβει προ πολλού σε δυσθεώρητα ύψη. Θα χρειαστεί να χρηματοδοτηθεί με δανεισμό από το εξωτερικό(κανένας πολιτικός μέχρι στιγμής δεν κάνει λόγο για αυξήσεις φόρων) επιβαρύνοντας το εξωτερικό χρέος. «Κάποιοι πιστεύουν ότι η επιβάρυνση από τις κινήσεις διάσωσης ενός πληγέντος χρηματοοικονομικού συστήματος θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη θέση του δολαρίου σαν διεθνούς αποθεματικού νομίσματος», γράφει ο Economist.
Το κρίσιμο ερώτημα.-Είναι αυτό που αρχίζει να τίθεται ολοένα και πιο επιτακτικά: το σχέδιο αυτό ή ανάλογα σχέδια μπορεί να είναι άμεσα αναγκαία, αλλά θα είναι πράγματι αποτελεσματικά; Ως προς αυτό φιλελεύθεροι από τους Financial Times (όπως ο γκουρού Martin Wolf)και τον Economist καθώς και φιλελεύθεροι δημοκράτες των New York Times (όπως ο Paul Krugman) κατά βάθος συμφωνούν στις κριτικές τους: το Υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αντιμετωπίζουν την κρίση σα να επρόκειτο για πρόβλημα ρευστότητας που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί τροφοδοτώντας με ρευστό το κύκλωμα για να αναχαιτιστεί η πτώση των αξιών ,να αναθερμανθεί η εμπιστοσύνη και στη συνέχεια να ξαναπουληθούν οι τίτλοι σε μια σταθεροποιημένη πλέον αγορά.Το πρόβλημα όμως εδώ είναι όλο και περισσότερο πρόβλημα αφερεγγυότητας αυτού του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» που είναι φτιαγμένο από παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, παιδί της ελεύθερης αγοράς και των κερδοσκοπικών υπερτιμήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Και εδώ μιλάμε για αστρονομικά ποσά ίσα ή και μεγαλύτερα από το ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν. «Όταν το ύψος μικτού χρέους είναι τεράστιο και οι οικονομικές συνθήκες δύσκολες, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να έχουμε πλήθος πτωχεύσεων. Ο κόσμος φοβάται τη μαζική αφερεγγυότητα, οι πιστωτές σταματάνε να δανείζουν και οι οφειλέτες να ξοδεύουν με πιθανό αποτέλεσμα τον αποπληθωρισμό χρέους». Η διατραπεζική αγορά ήδη το έχει αντιληφθεί και ανεβάζει τα επιτόκια, η νομισματική αγορά δέχεται πιέσεις. Όλα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με συνεχείς ενέσεις ρευστότητας αλλά με κεφαλαιακή αναδιάρθρωση του συστήματος, όπως προτείνει και ο διευθυντής του ΔΝΤ, Strauss-Kahn : «Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαθέτει πολύ λίγα κεφάλαια για να το ξαναρίξει στο πραγματικό κύκλωμα αποκομίζοντας κέρδη. Σύμφωνοι, αλλά αναδιάρθρωση κεφαλαίου σημαίνει πριν απ’ όλα να μπορέσεις να συγκεντρώσεις τεράστια ποσά: από ποιόν όμως και με ποιους όρους( θα δεχτείς τους κινέζους στα διοικητικά σου συμβούλια;),και με ποια προοπτική; Σε κάθε περίπτωση αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μεταφερθεί ένας τεράστιος όγκος πλούτου που το ΔΝΤ και η Wall Street μπόρεσαν να το επιβάλλουν κατά το παρελθόν στο Νότο της Γης αλλά που σήμερα θα δυσκολευτούν πολύ να το επιβάλλουν με την ίδια μορφή στους λαούς της Δύσης και στην Ασία. Σημαίνει, ακόμα, ότι πρέπει να αποκαταστηθούν οι βάσεις του κύκλου της αξίας συνολικά και να δημιουργηθούν νέες συνθήκες για την παγκόσμια ζήτηση ώστε να τεθεί ξανά σε κίνηση η συσσώρευση. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τη συζήτηση που διεξάγεται στις ΗΠΑ, μέχρι στιγμής, είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται το βάθος της κρίσης ενός ολόκληρου μοντέλου ντοπαρισμένης ανάπτυξης με χρέη σαν να ήταν δυνατόν να ξαναρχίσουν, μετά τη θύελλα, την ίδια πορεία ήρεμα κι ωραία. Κι ενώ το αμερικανικό μοντέλο ξεφτίζει ολοένα και περισσότερο, φαίνεται ότι λείπουν ιδέες προωθητικές κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στην αντιπαράθεση Ομπάμα-Μακαίην. Ποιός μπορεί να μιλήσει ανοικτά για παρακμή της αμερικάνικης υπερδύναμης χωρίς να τον τιμωρήσει το εκλογικό σώμα;
Η σημερινή υπό εξέλιξη κρίση είναι λοιπόν δομική όχι μόνο επειδή πλήττει την καρδιά του παγκόσμιου συστήματος αλλά και επειδή συμπαρασύρει, με άγνωστες ακόμα συνέπειες, τον παγκόσμιο κύκλο αναπαραγωγής της αξίας τα τελευταία τριάντα χρόνια και επομένως την ισορροπία δυνάμεων που οικοδομήθηκε πάνω του. Ως προς αυτό βρισκόμαστε πραγματικά στην αρχή του τέλους μιας εποχής.
Η έξοδος από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70 και η απάντηση του καπιταλισμού στον εξαιρετικής σημασίας κύκλο αγώνων του εργάτη μάζα και των λαών του «Τρίτου κόσμου» έλαβε συγκεκριμένη μορφή από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα με την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς.
Από την εποχή της προσέγγισης ΗΠΑ και Κίνας, από τον «σοσιαλισμό της αγοράς» του Ντενγκ, μέχρι τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, φαινόταν ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να εξασφαλίσουν την σταθερότητα του συστήματος, πολύ περισσότερο μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και την εγκαθίδρυση ενός κόσμου μονοπολικού. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η πορεία έδειξε λίγο-λίγο τις αδυναμίες της αφού στάθηκε ανίκανη να επαναλάβει τις επιτυχίες του προηγούμενου φορντικού κύκλου. Από τη μία επέτεινε την άγρια χρηματιστηριοποίηση της αμερικάνικης οικονομίας και τις παγκόσμιες ανισότητες με το διπλό έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πληρωμών, από την άλλη, επέτρεψε την απογείωση και κατοχύρωση του ρόλου της Κίνας ως νέου «παγκόσμιου εργοστάσιου» δένοντας την όμως με διπλά δεσμά με την εσωτερική αγορά και τη χρηματοδότηση, και τα εμπορικά πλεονάσματα της με τον αυξανόμενο δανεισμό των ΗΠΑ. Οι κόμποι όμως αυτής που ως τα σήμερα ήταν η χώρα της Χίμαιρας (όπως την ονομάζει ο ιστορικός του Χάρβαρντ Niall Ferguson) και της παγκόσμιας αγοράς αρχίζουν να φτάνουν στο χτένι. Είτε στο πεδίο του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος και πολίτη-καταναλωτή στις ΗΠΑ (αλλά όλο και πιο πολύ σε ολόκληρη τη Δύση) που αντικατέστησε με την ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας τον παλιό κευνσιανικο-φορντικό συμβιβασμό καθιστώντας την ζήτηση για ολοένα μεγαλύτερο δανεισμό των απλών ανθρώπων (debt peonage) μια ολοένα και στενότερη βάση της χρηματοπιστωτικής πυραμίδας (που σήμερα κινδυνεύει να γίνει κομμάτια).Είτε λόγω του κινδύνου να παρασύρει, ή πάντως να επηρεάσει σημαντικά, την όλη ανάπτυξη της Ασίας στη δίνη της κρίσης διαψεύδοντας τους θεωρητικούς της μη συσχέτισης της ανάπτυξης στην Ασία με την κρίση στις ΗΠΑ.Είτε,τέλος,λόγω της κρίσης χωρίς επιστροφή του Ουάσινγκτον κονσένσους (συναίνεση αμερικανικού τύπου) και τη νεοφιλελεύθερη μορφή της παγκοσμιοποίησης (που σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πιθανή, δεδομένης της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης της παραγωγής και του χρηματοοικονομικού συστήματος, επιστροφή σε μία ανάπτυξη με κέντρο και υπό την καθοδήγηση του κράτους-έθνους!).
Το νέο στοιχείο βρίσκεται λοιπόν στην εμφανή αδυναμία των ΗΠΑ να ελέγξουν τον κύκλο αναπαραγωγής του παγκόσμιου κεφαλαίου, και ειδικότερα τις αναδυόμενες χώρες της Ασίας. Η ικανότητα της Ουάσιγκτον να απομυζά-μέσω της κυριαρχίας του δολαρίου και του χρηματοοικονομικού συστήματος και όχι μόνο με τον πόλεμο-τη συσσωρευμένη αξία από τα αναδυόμενα καπιταλιστικά κέντρα των πρώην περιφερειών, ειδικά της Ανατολικής Ασίας, εγγυώμενη ταυτόχρονα την σταθερότητα του συστήματος, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Η εμπειρία της ασιατικής κρίσης του 1997-8 ήταν γι αυτές τις χώρες ένα σημείο αποφασιστικής σημασίας που αποκάλυψε την αλαζονεία και την ανικανότητα ΗΠΑ και ΔΝΤ να βάλουν τάξη στις διεθνείς ανισότητες, αλλά το αντίθετο, τις εκμεταλλεύτηκαν για ν’ αρπάξουν τα καλύτερα κομμάτια των ασιατικών οικονομιών. Δέκα χρόνια μετά την κρίση και τα σημάδια από την αντίδραση αυτή της Ασίας είναι εμφανέστατα. Τέρμα ο δανεισμός από το ΔΝΤ (που σήμερα έχει υποβαθμιστεί σε ένα οργανισμό φάντασμα),ανάκαμψη οικονομική επικεντρωμένη στην κινέζικη ανάπτυξη, σχέσεις ανάμεσα στις χώρες της Ασίας λιγότερο ασυμμετρικές από αυτές με τη Δύση, και πάνω απ’όλα τα πρώτα βήματα προς την οικοδόμηση μιας ασιατικής αγοράς πιο ενωμένης με στυλοβάτη την Κίνα. Πάνω σ’ αυτό το σύνολο αναδυόμενων χωρών, πέρα από την Λατινική Αμερική που κάνει προσπάθειες να ενωθεί και μία Ρωσία που ανακάμπτει(αλλά ακόμα και οι πετρελαιομοναρχίες δείχνουν σημάδια αυτονόμησης),οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να φορτώσουν τις συνέπειες της κρίσης όπως παλιά. Την ίδια στιγμή, το σημείο που δείχνει ότι υπάρχει μία συνέχεια στη σημερινή φάση βρίσκεται στη δομή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που εξακολουθεί να βαρύνουν οι στενοί δεσμοί ΗΠΑ-Κίνας.Μία εξίσωση που (μεσο-) μακροπρόθεσμα θα πάψει να υπάρχει, αλλά που βραχυπρόθεσμα είναι μια αναγκαιότητα και για την κινέζικη ηγεσία. Το παράδοξο της σημερινής κατάστασης βρίσκεται στο γεγονός ότι η ενίσχυση της Κίνας έναντι της Ουάσινγκτον εξαρτάται από τη συνέχιση της οικονομικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Μία πορεία συνεργασίας που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήση ακόμα πιο πολύ σήμερα το αμερικάνικο κατεστημένο με την υπό εξέλιξη κρίση και την επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων (δύο δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα χρειάζονται οι ΗΠΑ. Η Κίνα από μόνη της το 2008 δάνεισε στις ΗΠΑ δυόμισυ φορές τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ευρώπη το 1947).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αυξανόμενης αβεβαιότητας- κάποιοι στο Foreign Affairs μιλάνε για α-πολική φάση –άλλοι παίκτες μεσαίου διαμετρήματος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή βγαίνουν μπροστά παίζοντας, όπως κάνει η Ρωσία, με τη θέση αδυναμίας των αμερικανών χωρίς μέχρι στιγμής να μπορούν ή να θέλουν να μπούνε σε μια πορεία πλήρους ρήξης. Η δράση τους, αυτή καθ’ εαυτή χωρίς ιδιαίτερο βάρος, θα μπορούσε παρ’ όλα αυτά να προκαλέσει καταστάσεις κρίσης(βλέπε Γεωργία) λόγω ακριβώς της αυξανόμενης αστάθειας που επικρατεί στις παγκόσμιες ισορροπίες.
Ενώ οι κεφαλές του αμερικανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations) αρχίζουν (τώρα!) να σκέφτωνται φωνακτά τα τρωτά σημεία της στρατηγικής τους αδυναμίας λόγω της οικονομικής εξάρτησης από «μη συμμάχους» χώρες και τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια που συστήνουν να μειωθούν(ναι, αλλά πώς;)-η συζήτηση στους οικονομικούς κύκλους έχει ανάψει για τα καλά γύρω από τα σημεία που θα πρέπει να περιλαμβάνει μία νέα ρύθμιση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από τεχνικής πλευράς αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται με τα μέτρα της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών (μεγαλύτεροι έλεγχοι, τέρμα με τις τράπεζες επενδύσεων, κλπ) και κατά πάσα πιθανότητα αυτά θα γίνουν αποδεκτά αν δεν περιληφθούν κι άλλα στην επόμενη σύγκλιση των G7, πέρα από κάποιες τυχόν αντιρρήσεις των ευρωπαίων. Το ζήτημα όμως έχει ευρύτερη σημασία και αφορά και την παγκόσμια διακυβέρνηση αλλά και τις συνθήκες ενός νέου οικονομικού κύκλου.
1. Ως προς το πρώτο, μέχρι τώρα κυριαρχούσαν οι θέσεις, με πρώτο τον Γκρίνσπαν, εκείνων που αρνιόντουσαν ότι τα διπλά ελλείμματα αποτελούσαν ένα πρόβλημα για τις ΗΠΑ: «τα ελλείμματα δεν παίζουν κανένα ρόλο» (Dick Cheney)!.Κι αυτό είτε επειδή δεν φαινόταν στον ορίζοντα ένας παγκόσμιος αντικαταστάτης του δολαρίου, είτε λόγω της στρατιωτικής υπεροπλίας των ΗΠΑ που φαινόταν να μην έχει αντίπαλο. Σήμερα όμως το πάνω χέρι το έχουν οι «προβληματισμένοι»: η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ένα πρόβλημα σοβαρό το οποίο πρέπει να προλάβουμε βάζοντας τάξη στο σπίτι μας(θυσίες!) και σχεδιάζοντας μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική που θα παίρνει υπόψη της τις νέες πραγματικότητες. Στις σελίδες πάντα του Foreign Affairs,το επίσημο περιοδικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ,ο Fred Bergsten του Peterson Institute προτείνει ένα άτυπο G2 με την Κίνα που θα συνοδευεται από μία συμφωνία («Asian Plaza») ανατίμησης των ασιατικών νομισμάτων. Προσοχή μη κάνετε το λάθος και παρεξηγήσετε τις προθέσεις τους. Ο στόχος εδώ είναι, λαμβάνοντας υπόψη το αναπόφευκτο υπό τις σημερινές συνθήκες, ενός άξονα με το Πεκίνο, να στριμώξει ακόμα περισσότερο το Πεκίνο μέσα σ’ ένα δίκτυ δεσμών και εκβιασμών ώστε να μη μπορέσει να κινηθεί η κινέζικη οικονομία αυτόνομα στην εσωτερική της αγορά και να πάψει να περιστρέφεται η ασιατική γύρω από αυτή καθιστώντας έτσι αναγκαίο το ρόλο των αμερικανών. Το ζήτημα όμως είναι ότι μια Κίνα ισχυρή από τις επιτυχίες της θα συνεχίσει μεν να συνεργάζεται έχει όμως αρχίσει να ξαναγράφει με το δικό της τρόπο τους κανόνες του παιχνιδιού του συστήματος!
2. Το πρόβλημα όμως μιας νέας ρύθμισης μας ξαναφέρνει πάλι πίσω στο πολύ πιο σύνθετο πρόβλημα του, αν και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να ξαναπάρει δυνάμεις ο καπιταλισμός, σε αμερικάνικη και παγκόσμια κλίμακα, σε μία νέα ισορροπία χρηματοοικονομικού συστήματος/παραγωγής, με το πρώτο να καταβροχθίζει τη δεύτερη σε μια αξεχώριστη στενή αλληλεξάρτηση κέρδους και εισοδήματος(προσέξτε: εδώ δεν κάνουμε καμία διάκριση μεταξύ «κακής» κερδοσκοπίας και «καλής» παραγωγής!). Αυτή η διαπλοκή ξεζουμίζει την εργασία στα όρια του αδιανόητου αλλά σε ποσότητα πάντα ανεπαρκή για την αξιοποίηση της πληθώρας του «εικονικού» κεφαλαίου που κυκλοφορεί στις αγορές. Τα διευρυνόμενα περιθώρια όχι προς όφελος της εργάσιμης ημέρας -σαν χρόνος για ζωή και αντίσταση της ζωντανής εργασίας-παραμένουν πράγματι τα απόλυτα όρια (ιστορικά) για το κεφάλαιο. Η «αναπαλαίωση» του, μέσω μιας ενδεχόμενης καταστροφής του εικονικού κεφαλαίου-που δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η σαφής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σήμερα-στο παρελθόν έγινε εφικτή μόνο χάρη στους παγκόσμιους πολέμους με καταστροφή ζωντανής και νεκρής εργασίας και πάντως σε μια φάση όπου ούτε όλη εργασία ούτε όλη η ζωή υπάγοντο στο κεφάλαιο. Σήμερα ένας γενικευμένος πόλεμος δεν φαίνεται να αποτελεί μια «λύση» για το σύστημα, ενώ η τάση εμπορευματοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων καθιστά παραδόξως πιο δύσκολη, αλλά γι αυτό και πιο επιτακτική, την «περίφραξη» νέων εδαφών στο κυνήγι της αξίας.
Κάποιοι-όπως ο Arrighi- πιστεύουν ότι η Κίνα μπορεί να αποτελέσει μία διέξοδο στο αδιέξοδο χάρη σε ένα διαφορετικό μοντέλο συσσώρευσης, λιγότερο άνισο στο εσωτερικό του και λιγότερο ασυμμετρικό (μη ιμπεριαλιστικό) στις σχέσεις του με το εξωτερικό. Το ζήτημα είναι σύνθετο και, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί, είναι συζητήσιμο λόγω των πιθανών συνεπειών από μία κινέζικη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας στη δυναμική των ταξικών ανταγωνισμών (ξεκινώντας από το ντόπιο προλεταριάτο).Εντωμεταξύ παραμένει το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η κινέζικη ηγεσία δεν είναι καθόλου αντίθετη στο «αγγλοσαξωνικό μοντέλο» στο μέτρο που τα κέρδη της προέρχονται προς το παρόν από τη βιομηχανία και όχι(ακόμα) από το χρηματοοικονομικό σύστημα, παρά το ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά κατευθύνεται για να χρηματοδοτηθεί το αμερικάνικο χρέος και τροφοδοτεί ένα παγκόσμιο κύκλωμα από το οποίο η κινέζικη αστική τάξη βγάζει κέρδη και νομιμοποιείται Μοιάζει να έχει κλείσει οριστικά η ιστορική φάση όταν «από τα πάνω» μπορούσε να δοθεί μια απάντηση, ακόμα και σοσιαλδημοκρατικού ή υπαρκτοσοσιαλιστικού χαρακτήρα, στο ζήτημα ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου.
Καλύτερα λοιπόν να αρχίσουμε να ψάχνουμε αλλού αν θέλουμε να βγει ένα προσχέδιο απάντησης για το τι μπορεί να σημαίνει μια οικονομία διαφορετική, σαν παραγωγή και αναπαραγωγή αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα. Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, άρχισε να θέτει το ζήτημα χωρίς όμως να κατορθώσει να το βάλλει βαθειά μέσα στην κοινωνία. Η χρηματοπιστωτική κρίση, αν βαθύνει, θα μεταφέρει αυτό το ζήτημα αναγκαστικά στην καθημερινή ζωή όλων και θα προετοιμάσει το έδαφος για την ανάπτυξη συγκρούσεων στον τομέα του δανεισμού, του εισοδήματος στις πολλαπλές μορφές του, της χρηματιστηριοποίησης ως καπιταλιστική σύνοψη της απαλλοτρίωσης της ζωής στην πραγματική υπαγωγή.
http://www.infoaut.org/articolo/la-prima-crisi-veramente-globale
η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση;
δημοσιεύτηκε October 2 από anonymous τροποποιήθηκε October 4
Η χρηματοοικονομική κρίση με επίκεντρο τις ΗΠΑ προχωράει ανά κύματα συνεχόμενα που βαθαίνουν και αυξάνουν τις συνέπειες της. Κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων, στη συνέχεια περιστολή της διατραπεζικής πίστης, ακολουθεί μια γενική πτώση της τιμής των ακινήτων (η πρώτη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο με ισχυρές απώλειες στους ισολογισμούς των χρηματοοικονομικών οργανισμών και…ίσως πραγματική ύφεση. Εντυπωσιακές οι άμεσες παρεμβάσεις του κράτους και οι επιχειρήσεις διάσωσης στην πατρίδα του «φιλελευθερισμού»: μετά την κρατικοποίηση της Fannie και Freddie,η διάσωση της Merryl Linch από την Τράπεζα της Αμερικής και της AIG από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα,η πτώχευση της Washington Mutual,το μεγαλύτερο Ταμιευτήριο της Αμερικής, το οποίο στη συνέχεια πέρασε στη JP Morgan και η απορρόφηση της Wachovia από την Citigroup.Αλλά, χαρτιά χωρίς καμία αξία υπάρχουν και σε μεγάλη ποσότητα, στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών: εθνικοποιήσεις και κινήσεις διάσωσης από την Μ.Βρετανία μέχρι τη Γερμανία μέσω Βρυξελών. «Είναι μόνο η αρχή-λέει ένας άγγλος αναλυτής-θα δούμε εθνικοποιημένες τράπεζες,να τις αποροφούν άλλοι όμιλοι και κάποιες θα κλείσουν».
Ομως τα ως τώρα μέτρα διάσωσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών πλέον δεν επαρκούν. Ετσι το Υπουργείο Οικονομικών δοκίμασε να δώσει λύση προτείνοντας ένα σχέδιο συνολικού ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσο περίπου με το ΑΕΠ της Ταιβάν, της 21ης οικονομίας στον κόσμο).Παρά όμως το καμπανάκι κινδύνου στα χρηματιστήρια, τις διαβεβαιώσεις των ηγετών του Κογκρέσου παρά την έντονη δυσαρέσκεια του κόσμου,την έκκληση του Μπους στο έθνος με απευθείας μήνυμα του,την στήριξη του από τους δύο υποψήφιους για την προεδρία-το σχέδιο μέχρι στιγμής δεν πέρασε! Απόδειξη ότι η κρίση αρχίζει να έχει και πολιτικές συνέπειες.
Είναι αρκετό όμως το σχέδιο Πόλσον;-Το Σχέδιο μέχρι στιγμής έχει παγώσει. Ευθύς εξ αρχής όμως είχε τεθεί το ερώτημα αν κάτι τέτοιο αρκεί και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες. Ένα πρώτο ερώτημα είναι πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα: το δημόσιο χρέος συνολικά θα εκτιναχθεί ακόμα πιο ψηλά ακόμα και ως προς το μέχρι στιγμής ογκώδες ΑΕΠ των ΗΠΑ(το ομοσπονδιακό έλλειμμα αυτή τη χρονιά, με όλες τις επιχειρήσεις διάσωσης, θα αγγίξει το 10% του ΑΕΠ, επίπεδο πρωτόγνωρο από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου) ενώ το συνολικό έχει ανέβει προ πολλού σε δυσθεώρητα ύψη. Θα χρειαστεί να χρηματοδοτηθεί με δανεισμό από το εξωτερικό(κανένας πολιτικός μέχρι στιγμής δεν κάνει λόγο για αυξήσεις φόρων) επιβαρύνοντας το εξωτερικό χρέος. «Κάποιοι πιστεύουν ότι η επιβάρυνση από τις κινήσεις διάσωσης ενός πληγέντος χρηματοοικονομικού συστήματος θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη θέση του δολαρίου σαν διεθνούς αποθεματικού νομίσματος», γράφει ο Economist.
Το κρίσιμο ερώτημα.-Είναι αυτό που αρχίζει να τίθεται ολοένα και πιο επιτακτικά: το σχέδιο αυτό ή ανάλογα σχέδια μπορεί να είναι άμεσα αναγκαία, αλλά θα είναι πράγματι αποτελεσματικά; Ως προς αυτό φιλελεύθεροι από τους Financial Times (όπως ο γκουρού Martin Wolf)και τον Economist καθώς και φιλελεύθεροι δημοκράτες των New York Times (όπως ο Paul Krugman) κατά βάθος συμφωνούν στις κριτικές τους: το Υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αντιμετωπίζουν την κρίση σα να επρόκειτο για πρόβλημα ρευστότητας που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί τροφοδοτώντας με ρευστό το κύκλωμα για να αναχαιτιστεί η πτώση των αξιών ,να αναθερμανθεί η εμπιστοσύνη και στη συνέχεια να ξαναπουληθούν οι τίτλοι σε μια σταθεροποιημένη πλέον αγορά.Το πρόβλημα όμως εδώ είναι όλο και περισσότερο πρόβλημα αφερεγγυότητας αυτού του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» που είναι φτιαγμένο από παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, παιδί της ελεύθερης αγοράς και των κερδοσκοπικών υπερτιμήσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Και εδώ μιλάμε για αστρονομικά ποσά ίσα ή και μεγαλύτερα από το ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν. «Όταν το ύψος μικτού χρέους είναι τεράστιο και οι οικονομικές συνθήκες δύσκολες, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να έχουμε πλήθος πτωχεύσεων. Ο κόσμος φοβάται τη μαζική αφερεγγυότητα, οι πιστωτές σταματάνε να δανείζουν και οι οφειλέτες να ξοδεύουν με πιθανό αποτέλεσμα τον αποπληθωρισμό χρέους». Η διατραπεζική αγορά ήδη το έχει αντιληφθεί και ανεβάζει τα επιτόκια, η νομισματική αγορά δέχεται πιέσεις. Όλα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με συνεχείς ενέσεις ρευστότητας αλλά με κεφαλαιακή αναδιάρθρωση του συστήματος, όπως προτείνει και ο διευθυντής του ΔΝΤ, Strauss-Kahn : «Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαθέτει πολύ λίγα κεφάλαια για να το ξαναρίξει στο πραγματικό κύκλωμα αποκομίζοντας κέρδη. Σύμφωνοι, αλλά αναδιάρθρωση κεφαλαίου σημαίνει πριν απ’ όλα να μπορέσεις να συγκεντρώσεις τεράστια ποσά: από ποιόν όμως και με ποιους όρους( θα δεχτείς τους κινέζους στα διοικητικά σου συμβούλια;),και με ποια προοπτική; Σε κάθε περίπτωση αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μεταφερθεί ένας τεράστιος όγκος πλούτου που το ΔΝΤ και η Wall Street μπόρεσαν να το επιβάλλουν κατά το παρελθόν στο Νότο της Γης αλλά που σήμερα θα δυσκολευτούν πολύ να το επιβάλλουν με την ίδια μορφή στους λαούς της Δύσης και στην Ασία. Σημαίνει, ακόμα, ότι πρέπει να αποκαταστηθούν οι βάσεις του κύκλου της αξίας συνολικά και να δημιουργηθούν νέες συνθήκες για την παγκόσμια ζήτηση ώστε να τεθεί ξανά σε κίνηση η συσσώρευση. Το συμπέρασμα που βγαίνει από τη συζήτηση που διεξάγεται στις ΗΠΑ, μέχρι στιγμής, είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται το βάθος της κρίσης ενός ολόκληρου μοντέλου ντοπαρισμένης ανάπτυξης με χρέη σαν να ήταν δυνατόν να ξαναρχίσουν, μετά τη θύελλα, την ίδια πορεία ήρεμα κι ωραία. Κι ενώ το αμερικανικό μοντέλο ξεφτίζει ολοένα και περισσότερο, φαίνεται ότι λείπουν ιδέες προωθητικές κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στην αντιπαράθεση Ομπάμα-Μακαίην. Ποιός μπορεί να μιλήσει ανοικτά για παρακμή της αμερικάνικης υπερδύναμης χωρίς να τον τιμωρήσει το εκλογικό σώμα;
Η σημερινή υπό εξέλιξη κρίση είναι λοιπόν δομική όχι μόνο επειδή πλήττει την καρδιά του παγκόσμιου συστήματος αλλά και επειδή συμπαρασύρει, με άγνωστες ακόμα συνέπειες, τον παγκόσμιο κύκλο αναπαραγωγής της αξίας τα τελευταία τριάντα χρόνια και επομένως την ισορροπία δυνάμεων που οικοδομήθηκε πάνω του. Ως προς αυτό βρισκόμαστε πραγματικά στην αρχή του τέλους μιας εποχής.
Η έξοδος από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70 και η απάντηση του καπιταλισμού στον εξαιρετικής σημασίας κύκλο αγώνων του εργάτη μάζα και των λαών του «Τρίτου κόσμου» έλαβε συγκεκριμένη μορφή από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα με την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς.
Από την εποχή της προσέγγισης ΗΠΑ και Κίνας, από τον «σοσιαλισμό της αγοράς» του Ντενγκ, μέχρι τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, φαινόταν ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να εξασφαλίσουν την σταθερότητα του συστήματος, πολύ περισσότερο μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και την εγκαθίδρυση ενός κόσμου μονοπολικού. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η πορεία έδειξε λίγο-λίγο τις αδυναμίες της αφού στάθηκε ανίκανη να επαναλάβει τις επιτυχίες του προηγούμενου φορντικού κύκλου. Από τη μία επέτεινε την άγρια χρηματιστηριοποίηση της αμερικάνικης οικονομίας και τις παγκόσμιες ανισότητες με το διπλό έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πληρωμών, από την άλλη, επέτρεψε την απογείωση και κατοχύρωση του ρόλου της Κίνας ως νέου «παγκόσμιου εργοστάσιου» δένοντας την όμως με διπλά δεσμά με την εσωτερική αγορά και τη χρηματοδότηση, και τα εμπορικά πλεονάσματα της με τον αυξανόμενο δανεισμό των ΗΠΑ. Οι κόμποι όμως αυτής που ως τα σήμερα ήταν η χώρα της Χίμαιρας (όπως την ονομάζει ο ιστορικός του Χάρβαρντ Niall Ferguson) και της παγκόσμιας αγοράς αρχίζουν να φτάνουν στο χτένι. Είτε στο πεδίο του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος και πολίτη-καταναλωτή στις ΗΠΑ (αλλά όλο και πιο πολύ σε ολόκληρη τη Δύση) που αντικατέστησε με την ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας τον παλιό κευνσιανικο-φορντικό συμβιβασμό καθιστώντας την ζήτηση για ολοένα μεγαλύτερο δανεισμό των απλών ανθρώπων (debt peonage) μια ολοένα και στενότερη βάση της χρηματοπιστωτικής πυραμίδας (που σήμερα κινδυνεύει να γίνει κομμάτια).Είτε λόγω του κινδύνου να παρασύρει, ή πάντως να επηρεάσει σημαντικά, την όλη ανάπτυξη της Ασίας στη δίνη της κρίσης διαψεύδοντας τους θεωρητικούς της μη συσχέτισης της ανάπτυξης στην Ασία με την κρίση στις ΗΠΑ.Είτε,τέλος,λόγω της κρίσης χωρίς επιστροφή του Ουάσινγκτον κονσένσους (συναίνεση αμερικανικού τύπου) και τη νεοφιλελεύθερη μορφή της παγκοσμιοποίησης (που σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πιθανή, δεδομένης της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης της παραγωγής και του χρηματοοικονομικού συστήματος, επιστροφή σε μία ανάπτυξη με κέντρο και υπό την καθοδήγηση του κράτους-έθνους!).
Το νέο στοιχείο βρίσκεται λοιπόν στην εμφανή αδυναμία των ΗΠΑ να ελέγξουν τον κύκλο αναπαραγωγής του παγκόσμιου κεφαλαίου, και ειδικότερα τις αναδυόμενες χώρες της Ασίας. Η ικανότητα της Ουάσιγκτον να απομυζά-μέσω της κυριαρχίας του δολαρίου και του χρηματοοικονομικού συστήματος και όχι μόνο με τον πόλεμο-τη συσσωρευμένη αξία από τα αναδυόμενα καπιταλιστικά κέντρα των πρώην περιφερειών, ειδικά της Ανατολικής Ασίας, εγγυώμενη ταυτόχρονα την σταθερότητα του συστήματος, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Η εμπειρία της ασιατικής κρίσης του 1997-8 ήταν γι αυτές τις χώρες ένα σημείο αποφασιστικής σημασίας που αποκάλυψε την αλαζονεία και την ανικανότητα ΗΠΑ και ΔΝΤ να βάλουν τάξη στις διεθνείς ανισότητες, αλλά το αντίθετο, τις εκμεταλλεύτηκαν για ν’ αρπάξουν τα καλύτερα κομμάτια των ασιατικών οικονομιών. Δέκα χρόνια μετά την κρίση και τα σημάδια από την αντίδραση αυτή της Ασίας είναι εμφανέστατα. Τέρμα ο δανεισμός από το ΔΝΤ (που σήμερα έχει υποβαθμιστεί σε ένα οργανισμό φάντασμα),ανάκαμψη οικονομική επικεντρωμένη στην κινέζικη ανάπτυξη, σχέσεις ανάμεσα στις χώρες της Ασίας λιγότερο ασυμμετρικές από αυτές με τη Δύση, και πάνω απ’όλα τα πρώτα βήματα προς την οικοδόμηση μιας ασιατικής αγοράς πιο ενωμένης με στυλοβάτη την Κίνα. Πάνω σ’ αυτό το σύνολο αναδυόμενων χωρών, πέρα από την Λατινική Αμερική που κάνει προσπάθειες να ενωθεί και μία Ρωσία που ανακάμπτει(αλλά ακόμα και οι πετρελαιομοναρχίες δείχνουν σημάδια αυτονόμησης),οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να φορτώσουν τις συνέπειες της κρίσης όπως παλιά. Την ίδια στιγμή, το σημείο που δείχνει ότι υπάρχει μία συνέχεια στη σημερινή φάση βρίσκεται στη δομή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που εξακολουθεί να βαρύνουν οι στενοί δεσμοί ΗΠΑ-Κίνας.Μία εξίσωση που (μεσο-) μακροπρόθεσμα θα πάψει να υπάρχει, αλλά που βραχυπρόθεσμα είναι μια αναγκαιότητα και για την κινέζικη ηγεσία. Το παράδοξο της σημερινής κατάστασης βρίσκεται στο γεγονός ότι η ενίσχυση της Κίνας έναντι της Ουάσινγκτον εξαρτάται από τη συνέχιση της οικονομικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Μία πορεία συνεργασίας που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήση ακόμα πιο πολύ σήμερα το αμερικάνικο κατεστημένο με την υπό εξέλιξη κρίση και την επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων (δύο δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα χρειάζονται οι ΗΠΑ. Η Κίνα από μόνη της το 2008 δάνεισε στις ΗΠΑ δυόμισυ φορές τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ για την Ευρώπη το 1947).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αυξανόμενης αβεβαιότητας- κάποιοι στο Foreign Affairs μιλάνε για α-πολική φάση –άλλοι παίκτες μεσαίου διαμετρήματος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή βγαίνουν μπροστά παίζοντας, όπως κάνει η Ρωσία, με τη θέση αδυναμίας των αμερικανών χωρίς μέχρι στιγμής να μπορούν ή να θέλουν να μπούνε σε μια πορεία πλήρους ρήξης. Η δράση τους, αυτή καθ’ εαυτή χωρίς ιδιαίτερο βάρος, θα μπορούσε παρ’ όλα αυτά να προκαλέσει καταστάσεις κρίσης(βλέπε Γεωργία) λόγω ακριβώς της αυξανόμενης αστάθειας που επικρατεί στις παγκόσμιες ισορροπίες.
Ενώ οι κεφαλές του αμερικανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations) αρχίζουν (τώρα!) να σκέφτωνται φωνακτά τα τρωτά σημεία της στρατηγικής τους αδυναμίας λόγω της οικονομικής εξάρτησης από «μη συμμάχους» χώρες και τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια που συστήνουν να μειωθούν(ναι, αλλά πώς;)-η συζήτηση στους οικονομικούς κύκλους έχει ανάψει για τα καλά γύρω από τα σημεία που θα πρέπει να περιλαμβάνει μία νέα ρύθμιση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από τεχνικής πλευράς αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται με τα μέτρα της αμερικάνικης Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών (μεγαλύτεροι έλεγχοι, τέρμα με τις τράπεζες επενδύσεων, κλπ) και κατά πάσα πιθανότητα αυτά θα γίνουν αποδεκτά αν δεν περιληφθούν κι άλλα στην επόμενη σύγκλιση των G7, πέρα από κάποιες τυχόν αντιρρήσεις των ευρωπαίων. Το ζήτημα όμως έχει ευρύτερη σημασία και αφορά και την παγκόσμια διακυβέρνηση αλλά και τις συνθήκες ενός νέου οικονομικού κύκλου.
1. Ως προς το πρώτο, μέχρι τώρα κυριαρχούσαν οι θέσεις, με πρώτο τον Γκρίνσπαν, εκείνων που αρνιόντουσαν ότι τα διπλά ελλείμματα αποτελούσαν ένα πρόβλημα για τις ΗΠΑ: «τα ελλείμματα δεν παίζουν κανένα ρόλο» (Dick Cheney)!.Κι αυτό είτε επειδή δεν φαινόταν στον ορίζοντα ένας παγκόσμιος αντικαταστάτης του δολαρίου, είτε λόγω της στρατιωτικής υπεροπλίας των ΗΠΑ που φαινόταν να μην έχει αντίπαλο. Σήμερα όμως το πάνω χέρι το έχουν οι «προβληματισμένοι»: η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ένα πρόβλημα σοβαρό το οποίο πρέπει να προλάβουμε βάζοντας τάξη στο σπίτι μας(θυσίες!) και σχεδιάζοντας μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική που θα παίρνει υπόψη της τις νέες πραγματικότητες. Στις σελίδες πάντα του Foreign Affairs,το επίσημο περιοδικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ,ο Fred Bergsten του Peterson Institute προτείνει ένα άτυπο G2 με την Κίνα που θα συνοδευεται από μία συμφωνία («Asian Plaza») ανατίμησης των ασιατικών νομισμάτων. Προσοχή μη κάνετε το λάθος και παρεξηγήσετε τις προθέσεις τους. Ο στόχος εδώ είναι, λαμβάνοντας υπόψη το αναπόφευκτο υπό τις σημερινές συνθήκες, ενός άξονα με το Πεκίνο, να στριμώξει ακόμα περισσότερο το Πεκίνο μέσα σ’ ένα δίκτυ δεσμών και εκβιασμών ώστε να μη μπορέσει να κινηθεί η κινέζικη οικονομία αυτόνομα στην εσωτερική της αγορά και να πάψει να περιστρέφεται η ασιατική γύρω από αυτή καθιστώντας έτσι αναγκαίο το ρόλο των αμερικανών. Το ζήτημα όμως είναι ότι μια Κίνα ισχυρή από τις επιτυχίες της θα συνεχίσει μεν να συνεργάζεται έχει όμως αρχίσει να ξαναγράφει με το δικό της τρόπο τους κανόνες του παιχνιδιού του συστήματος!
2. Το πρόβλημα όμως μιας νέας ρύθμισης μας ξαναφέρνει πάλι πίσω στο πολύ πιο σύνθετο πρόβλημα του, αν και με ποιο τρόπο είναι δυνατό να ξαναπάρει δυνάμεις ο καπιταλισμός, σε αμερικάνικη και παγκόσμια κλίμακα, σε μία νέα ισορροπία χρηματοοικονομικού συστήματος/παραγωγής, με το πρώτο να καταβροχθίζει τη δεύτερη σε μια αξεχώριστη στενή αλληλεξάρτηση κέρδους και εισοδήματος(προσέξτε: εδώ δεν κάνουμε καμία διάκριση μεταξύ «κακής» κερδοσκοπίας και «καλής» παραγωγής!). Αυτή η διαπλοκή ξεζουμίζει την εργασία στα όρια του αδιανόητου αλλά σε ποσότητα πάντα ανεπαρκή για την αξιοποίηση της πληθώρας του «εικονικού» κεφαλαίου που κυκλοφορεί στις αγορές. Τα διευρυνόμενα περιθώρια όχι προς όφελος της εργάσιμης ημέρας -σαν χρόνος για ζωή και αντίσταση της ζωντανής εργασίας-παραμένουν πράγματι τα απόλυτα όρια (ιστορικά) για το κεφάλαιο. Η «αναπαλαίωση» του, μέσω μιας ενδεχόμενης καταστροφής του εικονικού κεφαλαίου-που δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η σαφής κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σήμερα-στο παρελθόν έγινε εφικτή μόνο χάρη στους παγκόσμιους πολέμους με καταστροφή ζωντανής και νεκρής εργασίας και πάντως σε μια φάση όπου ούτε όλη εργασία ούτε όλη η ζωή υπάγοντο στο κεφάλαιο. Σήμερα ένας γενικευμένος πόλεμος δεν φαίνεται να αποτελεί μια «λύση» για το σύστημα, ενώ η τάση εμπορευματοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων καθιστά παραδόξως πιο δύσκολη, αλλά γι αυτό και πιο επιτακτική, την «περίφραξη» νέων εδαφών στο κυνήγι της αξίας.
Κάποιοι-όπως ο Arrighi- πιστεύουν ότι η Κίνα μπορεί να αποτελέσει μία διέξοδο στο αδιέξοδο χάρη σε ένα διαφορετικό μοντέλο συσσώρευσης, λιγότερο άνισο στο εσωτερικό του και λιγότερο ασυμμετρικό (μη ιμπεριαλιστικό) στις σχέσεις του με το εξωτερικό. Το ζήτημα είναι σύνθετο και, είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί, είναι συζητήσιμο λόγω των πιθανών συνεπειών από μία κινέζικη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας στη δυναμική των ταξικών ανταγωνισμών (ξεκινώντας από το ντόπιο προλεταριάτο).Εντωμεταξύ παραμένει το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η κινέζικη ηγεσία δεν είναι καθόλου αντίθετη στο «αγγλοσαξωνικό μοντέλο» στο μέτρο που τα κέρδη της προέρχονται προς το παρόν από τη βιομηχανία και όχι(ακόμα) από το χρηματοοικονομικό σύστημα, παρά το ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά κατευθύνεται για να χρηματοδοτηθεί το αμερικάνικο χρέος και τροφοδοτεί ένα παγκόσμιο κύκλωμα από το οποίο η κινέζικη αστική τάξη βγάζει κέρδη και νομιμοποιείται Μοιάζει να έχει κλείσει οριστικά η ιστορική φάση όταν «από τα πάνω» μπορούσε να δοθεί μια απάντηση, ακόμα και σοσιαλδημοκρατικού ή υπαρκτοσοσιαλιστικού χαρακτήρα, στο ζήτημα ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου.
Καλύτερα λοιπόν να αρχίσουμε να ψάχνουμε αλλού αν θέλουμε να βγει ένα προσχέδιο απάντησης για το τι μπορεί να σημαίνει μια οικονομία διαφορετική, σαν παραγωγή και αναπαραγωγή αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα. Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, άρχισε να θέτει το ζήτημα χωρίς όμως να κατορθώσει να το βάλλει βαθειά μέσα στην κοινωνία. Η χρηματοπιστωτική κρίση, αν βαθύνει, θα μεταφέρει αυτό το ζήτημα αναγκαστικά στην καθημερινή ζωή όλων και θα προετοιμάσει το έδαφος για την ανάπτυξη συγκρούσεων στον τομέα του δανεισμού, του εισοδήματος στις πολλαπλές μορφές του, της χρηματιστηριοποίησης ως καπιταλιστική σύνοψη της απαλλοτρίωσης της ζωής στην πραγματική υπαγωγή.
http://www.infoaut.org/articolo/la-prima-crisi-veramente-globale
Ετικέτες
Ανταγωνιστικές Αναλύσεις,
Ελληνικά
Άρθρο του Ιού της Κυριακής (19/10) για την κρίση
Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
Η σκόπιμη φούσκα του κ. Μπους
Μια εκσυγχρονισμένη μορφή των αλβανικών πυραμίδων βρίσκεται στη βάση της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Και όπως στη γειτονική χώρα, έτσι και στις ΗΠΑ, πίσω από τη δημιουργία της φούσκας που κατάρρευσε βρίσκεται η ίδια η πολιτική ηγεσία και το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα.
Είναι γνωστό ότι το κεντρικό στοιχείο που σημάδεψε τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε, εδώ και μήνες, στις ΗΠΑ και έφτασε στο απόγειό της τις τελευταίες βδομάδες είναι η φούσκα των στεγαστικών δανείων. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η διαδικασία της χορήγησης των λεγόμενων ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου και στη συνέχεια η τιτλοποίηση των χρεών με εγγύηση άλλα χρέη. Η δημιουργία και η διαρκής ανταλλαγή αυτών των πιστωτικών παραγώγων στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στη συνεχή αύξηση της τιμής των ακινήτων, χωρίς καμιά αναλογία με την άνοδο του πληθωρισμού ή της πραγματικής τους αξίας. Ολα αυτά θεωρούνται σήμερα δεδομένα και κοινοί τόποι στις εκ των υστέρων αναλύσεις της οικονομικής κρίσης. Αλλά πώς δεν έγινε δυνατόν να προβλεφθεί εγκαίρως αυτή η εξέλιξη και να αντιμετωπιστεί πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο;Στην πραγματικότητα κανείς δεν ανακάλυψε τώρα τη φούσκα της στεγαστικής πολιτικής. Εδώ και χρόνια προειδοποιούν κάποιοι ειδικοί, ενώ στα μέσα του 2005 αναπτύχθηκε πολύ έντονα και στον αμερικανικό τύπο σχετική αρθρογραφία. Ακολουθώντας μια ιδέα που χρησιμοποίησε το περιοδικό «Economist» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης η λέξη «ύφεση» («recession index»), ο αμερικανός οικονομολόγος Νταγκ Χένγουντ εμπνεύστηκε το δικό του «δείκτη» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται η «στεγαστική φούσκα» στις μεγάλες εφημερίδες των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ όλο το 2004 και στις αρχές του 2005 η φράση αυτή αναφερόταν μόλις 10 έως 30 φορές το μήνα, το καλοκαίρι του 2005 έφτασε τις 140 φορές!Ολοι γνώριζαν από νωρίςΑρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι δεν γνώριζε. Είναι δεδομένο ότι η στεγαστική φούσκα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την κρίση του 2001 που προκάλεσε η άλλη φούσκα, της «νέας οικονομίας». Η απασχόληση στον τομέα της στέγασης συνέβαλε σε ποσοστό πάνω από 40% στη συνολική αύξηση της απασχόλησης από το 2001 έως το 2005. Η συμβολή της οικοδομής στο ΑΕΠ έφτασε σε τιμές ρεκόρ, ενώ η αγορά ακινήτων υπολογίζεται ότι συνέβαλε κατά 70% στην αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών κατά την ίδια περίοδο.Ομως, για να επιτευχθούν όλα αυτά υπήρχε μια οδυνηρή προϋπόθεση, δηλαδή να αυξάνεται διαρκώς η τιμή των ακινήτων. Βλέπαμε, έτσι, να πανηγυρίζουν οι θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας, όσο ανέβαινε η τιμή των κατοικιών, παρά το γεγονός ότι αυτό σήμαινε ότι γινόταν πιο δύσκολη η απόκτηση στέγης για τους πολίτες οι οποίοι διέθεταν χαμηλότερα εισοδήματα. Αλλά είχαν έτσι διαμορφωθεί οι συνθήκες της αγοράς, ώστε ο όρος για την απόκτηση σπιτιού για τους «μη έχοντες» ήταν η συνεχής άνοδος της τιμής του! Σύμφωνα με τη ρήση του παλιού οικονομικού σχολιαστή Εντ Χαρτ, «ο πληθωρισμός στη στέγη έγινε η εθνική αμερικανική θρησκεία».Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν πολύ απλή: Θεωρώντας δεδομένη τη συνεχόμενη ανοδική πορεία της τιμής των ακινήτων, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δάνειζαν σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, ποντάροντας ότι η εξόφληση των δανείων θα στηριχτεί στη μελλοντική μεγαλύτερη αξία των ακινήτων. Τα ειδικά αυτά δάνεια στηρίζονταν σε χαμηλές προκαταβολές και ραγδαία αύξηση των τόκων μετά τα πρώτα δύο χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να απαιτείται η επαναχρηματοδότηση της εξυπηρέτησης του χρέους με ακόμα πιο δυσβάστακτα δάνεια. Αυτά τα τραπεζικά προϊόντα που στην αρχή ονομάζονταν «εξωτικά» (και ήδη πήραν την ονομασία «τοξικά») υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν ως εξειδικευμένα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες μιας μικρής μερίδας πελατών εξοικειωμένων με τους μηχανισμούς του τραπεζικού συστήματος και της Wall Street. Στη συνέχεια όμως ανακαλύφθηκε ότι ταίριαζαν απολύτως για να βάλουν στο κόλπο τούς «μη κατέχοντες». Οπως ανέφερε ο γνωστός γερουσιαστής Πολ Σαρμπάνης σε ομιλία του ήδη στις 8 Δεκεμβρίου 2006, η «ύπαρξη αυτών των δανείων ενθάρρυνε τους αγοραστές να κυνηγούν τις ανερχόμενες τιμές των σπιτιών, σπρώχνοντάς τις ακόμα ψηλότερα. Και ενώ αυτά τα προϊόντα κάποτε συνέβαλαν στη διόγκωση της φούσκας των ακινήτων, τώρα φοβάμαι ότι επισπεύδουν το τέλος της. Κατά ειρωνεία της τύχης, παρά το ότι ο κύκλος της επαναχρηματοδότησης ωθεί τους δανειζόμενους σε όλο και μεγαλύτερα χρέη, οι δανειστές και οι επενδυτές ζητωκραυγάζουν». Στόχος, ο εφησυχασμόςΠαρά τα σαφή σημάδια του προβλήματος μέχρι πολύ πρόσφατα οι επίσημες πολιτικές και οικονομικές αρχές των ΗΠΑ δεν έχαναν την ευκαιρία να διαβεβαιώνουν το κοινό ότι δεν κινδυνεύουν οι «επενδύσεις» στη στέγη. Ο Αλαν Γκρίνσπαν τον περασμένο Μάιο δήλωνε με καθυστέρηση ότι η σημερινή κρίση στις ΗΠΑ είναι η χειρότερη από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όσο ο ίδιος βρισκόταν στο τιμόνι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καθησυχάσει δανειστές και δανειολήπτες στον τομέα της στέγης. Σε ομιλία του το Μάιο του 2005, μόλις είχαν φανεί τα πρώτα σαφή σημάδια της κρίσης, ο Γκρίνσπαν διαβεβαίωνε ότι «οι ονομαστικές τιμές των σπιτιών σπανίως πέφτουν και οπωσδήποτε όχι πολύ». Ενα μήνα αργότερα, ο Γκρίνσπαν, μιλώντας στην Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσου έκανε ακόμα πιο σαφείς τις απόψεις του: «Αν και δεν φαίνεται πιθανό να παρουσιαστεί σε εθνική κλίμακα μια φούσκα στις τιμές των σπιτιών, μοιάζει να παρουσιάζονται μικρά σημάδια αφρού σε ορισμένες τοπικές αγορές, όπου οι τιμές των σπιτιών φαίνεται ότι ανέβηκαν σε υπερβολικά επίπεδα».Εστω και με τη μορφή «αφρού» (δηλαδή με την εικόνα μιας πολλαπλής «φούσκας») ο Γκρίνσπαν φαίνεται ότι κατανοεί το πρόβλημα, αλλά σπεύδει να καθησυχάσει τα μέλη της Επιτροπής: «Η οικονομία των ΗΠΑ έχει αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα στο παρελθόν χωρίς να παρουσιαστούν σημαντικές υποχωρήσεις της μέσης τιμής των σπιτιών σε εθνικό επίπεδο».Εκ των υστέρων ο Γκρίνσπαν θα κάνει την αυτοκριτική του, αλλά ποιος νοιάζεται πια; Οι αναλυτές της οικονομικής κρίσης αποφεύγουν να προχωρήσουν τις ερμηνείες τους στα αίτια που οδήγησαν σ' αυτό το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των παρεχόμενων δανείων και των πραγματικών δυνατοτήτων των δανειοληπτών. Ομως, προτού ακόμα καταλαγιάσει ο πρώτος θόρυβος από το ξέσπασμα της κρίσης έσπευσαν τις μέρες αυτές στις ΗΠΑ οι σκληροί θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου να αποδώσουν την ευθύνη (σε ποιον άλλο;) στα πρώτα θύματά της, δηλαδή στους οικονομικά ανίσχυρους (μειονότητες, υποαπασχολούμενοι, κ.λπ.), οι οποίοι, σύμφωνα μ' αυτές τις αναλύσεις, δεν θα 'πρεπε να θεωρούνται αξιόπιστοι πελάτες για δάνεια. Τέτοιου είδους επιχειρήματα ακούστηκαν ανοιχτά από τους γνωστούς (ακρο) δεξιούς σχολιαστές Νιλ Καβούτο και Πατ Μπουχάναν. Ο πρώτος δεν δίστασε να πει στο Fox ότι «είναι καταστροφή να δανείζεις σε μειονότητες και σε επικίνδυνους ανθρώπους» (19/9), ενώ ανάλογα ανέφερε ο δεύτερος στο show της Ρέιτσελ Μάντοου. Αλλά παρόμοια επιχειρήματα διατυπώνονται σε όλη την γκάμα των μεγάλων μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, ενώ ως προπαγανδιστικό χαρτί στην ίδια κατεύθυνση διαδίδεται στο Διαδίκτυο ένα παλιό άρθρο των «Νιου Γιόρκ Τάιμς» για την ενεργοποίηση της «Φάνι Μέι» στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών δανείων στις μειονότητες (30/9/1999).Αλλά δεν ήταν ο «απρόσεκτος» δανεισμός κάποιων δήθεν φιλολαϊκών ρυθμίσεων της κυβέρνησης Κλίντον που προκάλεσε το πρόβλημα. Η ευθύνη ανήκει στο «απορυθμισμένο» τραπεζικό περιβάλλον, το οποίο κατά την περίοδο Μπους επέτρεψε την τιτλοποίηση αυτών των δανείων και τεράστιες επενδύσεις πάνω σ' αυτά τα δάνεια. Τα μέλη των μειονοτήτων και οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα υπήρξαν τα θύματα αυτής της πολιτικής και τώρα οι πρώτοι που καλούνται να πληρώσουν το βαρύτερο τίμημα, με την κατάσχεση των σπιτιών τους. Η ευθύνη ανήκει κυρίως στους επενδυτές της Wall Street που τώρα απολαμβάνουν την προστασία «όλου του έθνους», μέσω των ειδικών μέτρων χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων που καταρρέουν. Αλλά από πολιτική άποψη ένας είναι ο μοναδικός υπεύθυνος: η πολιτική του ίδιου του απερχόμενου προέδρου Μπους, ο οποίος εμπνεύστηκε, σχεδίασε και πραγματοποίησε αυτή τη φούσκα. Δεν ξύπνησαν κάποια ωραία μέρα οι «μειονότητες» ή οι «μη κατέχοντες» των ΗΠΑ και άρχισαν να δανείζονται σαν τρελοί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος κήρυξε το όραμα της «Κοινωνίας των Ιδιοκτητών». Ηδη με τη συμπλήρωση ενός χρόνου θητείας, στην πρώτη ομιλία του για την «κατάσταση του κράτους» δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο στόχο «να διευρυνθεί η ιδιοκτησία κατοικίας, ιδιαίτερα μεταξύ των μειονοτήτων» (29/1/2002). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα τεκμήρια αυτής της πολιτικής στην επίσημη ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου. Καμπάνια της φούσκαςΗ καμπάνια που οδήγησε στη φούσκα με τα στεγαστικά δάνεια ξεκίνησε με κάθε επισημότητα με το πρόγραμμα «Ενα δικό σου σπίτι», το οποίο είχε την προσωπική σφραγίδα του Μπους και ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2002 με κύριο στόχο «να αυξηθεί ο αριθμός των μελών μειονοτήτων με ιδιόκτητες κατοικίες». Το δεκαεξασέλιδο πρόγραμμα τα λέει όλα. Πρώτα ξεκαθαρίζει ότι «το μοναδικό και μεγάλο εμπόδιο στην απόκτηση κατοικίας είναι η συγκέντρωση του ποσού που χρειάζεται για την προκαταβολή». Μάλιστα ιδρύθηκε και ειδικό «Ταμείο Προκαταβολών Αμερικανικού Ονείρου». Αλλά είδαμε ότι οι προκαταβολές στα ιδιότυπα ενυπόθηκα δάνεια κρατήθηκαν σε πολύ χαμηλά σημεία, ενώ οι υποχρεωτικές καταβολές ύστερα από δύο ή τρία χρόνια ανέβαιναν δυσανάλογα. Σε άλλα σημεία του προγράμματος καλούνται «κατασκευαστές κατοικιών, μεσίτες, μη κερδοσκοπικές και χρηματοδοτούμενες από το κράτος επιχειρήσεις που αγοράζουν τα ενυπόθηκα δάνεια, να ενωθούν» σε μια πραγματική σταυροφορία. Ο τρόπος που θα συμβεί αυτό κρύβεται στα ψιλά του προγράμματος, όπου καταγράφεται η ανάγκη να «δημιουργηθούν με επιθετικό τρόπο νέα ενυπόθηκα προϊόντα, έτσι ώστε να υπάρχουν στην αγορά διαθέσιμες συμβατικές εναλλακτικές λύσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ληστρικά δανειοδοτικά προϊόντα, τα οποία κατανέμονται με άνισο τρόπο στις μειονότητες». Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό που αναπτύχθηκε με «επιθετικό τρόπο» ήταν ακριβώς αυτά τα ληστρικά προϊόντα. Στις 9/8/2004 με επίσημη ανακοίνωση επαναβεβαιώνεται η πολιτική αυτή και δίνεται ακόμα πιο προσωπική διάσταση: «Ο πρόεδρος πιστεύει ότι η ιδιοκτησία σπιτιού είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των σφριγηλών αμερικανικών κοινοτήτων και παρέχει σε κάθε οικογένεια σταθερότητα και μακροπρόθεσμη οικονομική ασφάλεια. Το 2002 ο πρόεδρος Μπους εξήγγειλε την "Πρόκληση της Αμερικανικής Ιδιόκτητης Κατοικίας" προς τη βιομηχανία ακινήτων και τα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να τις ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στην προσπάθεια για να γεφυρωθεί το χάσμα του ποσοστού των ιδιοκτητών κατοικίας μεταξύ των μειονοτήτων και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ο πρόεδρος επίσης ανακοίνωσε το στόχο αύξησης του αριθμού των ιδιοκτητών σπιτιών που ανήκουν σε μειονότητες κατά 5,5 τουλάχιστον εκατομμύρια οικογένειες πριν από το τέλος της δεκαετίας. Υπό την ηγεσία του, το συνολικό ποσοστό ιδιοκτησίας σπιτιού στις ΗΠΑ έφτασε το 69,2% το δεύτερο τετράμηνο του 2004, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο απ' όλες τις εποχές. Και η κατοχή κατοικιών από τις μειονότητες έφτασε κι αυτή στο σημείο ρεκόρ του 51%».Ο μεγάλος θρίαμβοςΗ θριαμβολογία του Λευκού Οίκου για την επιτυχία του προγράμματος στέγασης των μειονοτήτων απέκρυπτε μέχρι πριν από λίγο καιρό το γεγονός ότι αυτή η διεύρυνση του αριθμού των ιδιόκτητων κατοικιών δεν συνοδευόταν από κανένα μέτρο προστασίας των δανειοληπτών από επισφαλή και δυσβάστακτα δάνεια που τους πρότειναν τα πιστωτικά ιδρύματα. Η αύξηση του αριθμού ιδιοκτητών κατοικιών θεωρήθηκε στόχος καθεαυτός. Το τελευταίο που ένοιαζε την κυβέρνηση Μπους ήταν να ελέγξει αν η πλειοψηφία αυτών των συνεχώς αυξανόμενων νέων ιδιοκτητών στέγης ήταν αποτέλεσμα αρπακτικών πιστωτών που με τις ευλογίες της κυβέρνησης έπειθαν μεγάλα τμήματα των πιο αδύναμων στρωμάτων του πληθυσμού να δανειστούν με απεχθείς όρους και να αποδεχτούν πολύπλοκα και ακριβά δάνεια, τα οποία δεν είχαν δυνατότητα να αποπληρώσουν.Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης Μπους δεν απέβλεπε, βέβαια, μόνο στην ανέξοδη άσκηση μιας εικονικής φιλολαϊκής πολιτικής και την κοινωνική ενσωμάτωση των νέων μειονοτήτων μεταναστών, αλλά αποτέλεσε το όχημα με το οποίο ξεπεράστηκε για τη Wall Street και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η αμέσως προηγούμενη κρίση, δηλαδή η κατάρρευση της φούσκας των εταιρειών του Διαδικτύου κατά το διάστημα 2000-2001. Ο Αλαν Γκρίνσπαν μείωσε τα επιτόκια σε 1% για να αντιμετωπίσει την κρίση, κι αυτό προκάλεσε την έκρηξη των ακινήτων, εφόσον πλέον ο δανεισμός έγινε εξαιρετικά ελκυστικός και τα κεφάλαια επενδυτών και κερδοσκόπων μεταφέρθηκαν από τα χρηματιστήρια στην αγορά κατοικιών. Το τελευταίο που ενδιέφερε τον Μπους και τους τραπεζίτες του ήταν, βέβαια, η πραγματική οικονομική αποκατάσταση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων. Αυτό το αποδεικνύει, άλλωστε, και η επιμονή του Λευκού Οίκου να προβάλει το όνειρο της απόκτησης σπιτιού σε μια περίοδο που οι τιμές των ακινήτων είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, ενώ για τους μη έχοντες η ενοικίαση ήταν πολύ πιο οικονομική. Οσο για το πραγματικό αποτέλεσμα στους μειονοτικούς πληθυσμούς αυτής της εντατικής πολιτικής του κ. Μπους, δεν έχει καμιά σχέση με όσα υποτίθεται ότι αποτελούσαν στόχο του. Οπως αναφέρει ο κ. Σαρμπάνης στην ίδια ομιλία του το Δεκέμβρη του 2006, «το χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών ιδιοκτητών σπιτιών δεν μειώθηκε από το 2000, ενώ τη δεκαετία του 1990 η κατάσταση είχε βελτιωθεί αισθητά. Το χάσμα μεταξύ λευκών και ισπανόφωνων συνέχισε να μειώνεται, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό απ' ό,τι τη δεκαετία του 1990. Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι ο όγκος τού κατά κεφαλή πλούτου σε ακίνητα που συγκεντρώνουν οι μειονότητες είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον των λευκών. »Το χειρότερο είναι ότι τα πρόσφατα στοιχεία αποδεικνύουν μια πραγματικά δυσάρεστη ιστορία: σχεδόν το 55% των μαύρων αγοραστών κατοικιών έλαβαν στεγαστικά δάνεια υψηλού κόστους το 2005. Για τους ισπανόφωνους ο αντίστοιχος αριθμός όσων έλαβαν αυτά τα υψηλού κόστους δάνεια φτάνει στο 46%. Αντιθέτως μόνο το 17% των μη ισπανόφωνων λευκών έλαβε παρόμοια δάνεια υψηλού κόστους. Σε μελέτη της Federal Reserve εξετάστηκαν μια σειρά από άλλα στοιχεία για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά στην αντιμετώπιση και αποδείχθηκε ότι η φυλή παίζει σημαντικό ρόλο στο πόσο πληρώνει καθένας για την ενυπόθηκη πίστη».
Ο χαρακτήρας της κρίσης*
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν άλλοτε προάγγελο και άλλοτε αποτέλεσμα της εκδήλωσης μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Αλλοτε πάλι, η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώνεται «ανεξάρτητα» από τη γενικότερη οικονομική συγκυρία (δηλαδή δεν επηρεάζει σε υπολογίσιμο βαθμό το ύψος της κερδοφορίας και το επίπεδο απασχόλησης των «παραγωγικών συντελεστών» στους άλλους τομείς της οικονομίας πέραν της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ή κάποιων επιμέρους περιοχών της). Αυτό συνέβη με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση τον Οκτώβριο 1987, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των μετοχών στη Wall Street και τα διεθνή χρηματιστήρια, δίνοντας την ευκαιρία στον έγκυρο διεθνή οικονομικό τύπο να μιλήσει για «επιστροφή στο 1929 και τη μεγάλη ύφεση», αλλά και στις περισσότερες από τις 117 χρηματοπιστωτικές κρίσεις που καταγράφονται από το 1974 έως το 2002.Κάθε χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να μελετηθεί τόσο σε αναφορά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας και τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, για να κατανοήσει κανείς τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι γόνιμη η γενική αναφορά στην «κερδοσκοπία» της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Αλλωστε, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα είναι «κερδοσκοπική», κάθε «προκαταβολή» κεφαλαίου έχει σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος, ενώ η επιλογή της μιας ή της άλλης σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας (της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου, του τραπεζικού κλάδου, του χρηματιστηρίου) είναι απλώς το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Το κεφάλαιο μεταναστεύει διαρκώς από τον ένα τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στον άλλο, αυξάνει ή μειώνει την εμπλοκή του στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, επιλέγει ανάμεσα στην παραγωγή του ενός ή του άλλου εμπορεύματος (π.χ., μια βιομηχανία εμφιάλωσης μη αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στην αύξηση ή τη μείωση της παραγωγής χυμών, μεταλλικού νερού κ.ο.κ.) με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτηση του σκοπού της αυξημένης κερδοφορίας. Η αναφορά στην «κερδοσκοπία» ή η επίκληση της κεϋνσιανής έμπνευσης υποτιθέμενης διχοτομίας ανάμεσα στην «πραγματική οικονομία» και τον «καπιταλισμό-καζίνο» (της χρηματοπιστωτικής σφαίρας) ελάχιστα έχει να προσφέρει στην κατανόηση των ιδιαίτερων μηχανισμών από τους οποίους προκύπτει η κάθε συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση.Διότι, ας το επαναλάβουμε, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι ίδιες. Η κρίση του 1987 προέκυψε από την κατάρρευση των προσδοκιών ανάκαμψης της αμερικανικής και διεθνούς οικονομίας, η οποία μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό πανικό. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στη Νοτιοανατολική Ασία (1997-98), στη Ρωσία (1998), στη Βραζιλία (1998-99), στην Τουρκία (2001) και στην Αργεντινή (2001) συνδέονταν με τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών και του τραπεζικού συστήματος, τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και την κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης, και τελικώς την κρίση της συναλλαγματικής ισοτιμίας που μετεξελίχθηκε σε χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση με ιδιαίτερα οξείες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.Αντίθετα, η παρούσα κρίση που πλήττει τον διεθνή τραπεζικό τομέα με επίκεντρο τις ΗΠΑ συνδέεται με την ανάπτυξη μιας κατηγορίας πιστωτικών παραγώγων, που προκύπτουν από τιτλοποίηση χρεών, που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση (Collateralized Debt Obligations, CDO). Τα παράγωγα αυτά συνιστούν συμφωνίες ομαδοποίησης και τιτλοποίησης χρεών που συνάπτονται στην αγορά στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων και στοχεύουν στην κατηγοριοποίηση και διασπορά του πιστωτικού κινδύνου αυτών των δανείων.Αυτό που έφερε στην επιφάνεια η παρούσα κρίση είναι ότι η διαδικασία αυτή διασποράς του πιστωτικού κινδύνου, στο γενικότερο πλαίσιο έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στροφής τους από τις επιχειρήσεις προς το «πλατύ κοινό» (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια), λειτούργησε ως εφαλτήριο για τις τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο να συνάπτουν δάνεια όλο και χαμηλότερης φερεγγυότητας. Καθώς με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας αυξανόταν δραματικά το ποσοστό αυτών των ενυπόθηκων δανείων που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, κατέρρεαν και οι τιμές των παράγωγων τίτλων, με αποτέλεσμα ό,τι σχεδιάστηκε ως διασπορά του χρηματοπιστωτικού κινδύνου να λειτουργεί πλέον ως διάχυση της κρίσης στο αμερικανικό και διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.(*) Απόσπασμα από τη μελέτη των Σπ. Λαπατσιώρα και Γ. Μηλιού «Χρηματοπιστωτική κρίση και "οικονομική ρύθμιση"», που δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Θέσεις» (τ. 103 και 104 του 2008).
Η σκόπιμη φούσκα του κ. Μπους
Μια εκσυγχρονισμένη μορφή των αλβανικών πυραμίδων βρίσκεται στη βάση της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Και όπως στη γειτονική χώρα, έτσι και στις ΗΠΑ, πίσω από τη δημιουργία της φούσκας που κατάρρευσε βρίσκεται η ίδια η πολιτική ηγεσία και το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα.
Είναι γνωστό ότι το κεντρικό στοιχείο που σημάδεψε τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε, εδώ και μήνες, στις ΗΠΑ και έφτασε στο απόγειό της τις τελευταίες βδομάδες είναι η φούσκα των στεγαστικών δανείων. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η διαδικασία της χορήγησης των λεγόμενων ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου και στη συνέχεια η τιτλοποίηση των χρεών με εγγύηση άλλα χρέη. Η δημιουργία και η διαρκής ανταλλαγή αυτών των πιστωτικών παραγώγων στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στη συνεχή αύξηση της τιμής των ακινήτων, χωρίς καμιά αναλογία με την άνοδο του πληθωρισμού ή της πραγματικής τους αξίας. Ολα αυτά θεωρούνται σήμερα δεδομένα και κοινοί τόποι στις εκ των υστέρων αναλύσεις της οικονομικής κρίσης. Αλλά πώς δεν έγινε δυνατόν να προβλεφθεί εγκαίρως αυτή η εξέλιξη και να αντιμετωπιστεί πριν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο;Στην πραγματικότητα κανείς δεν ανακάλυψε τώρα τη φούσκα της στεγαστικής πολιτικής. Εδώ και χρόνια προειδοποιούν κάποιοι ειδικοί, ενώ στα μέσα του 2005 αναπτύχθηκε πολύ έντονα και στον αμερικανικό τύπο σχετική αρθρογραφία. Ακολουθώντας μια ιδέα που χρησιμοποίησε το περιοδικό «Economist» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται από τα μέσα ενημέρωσης η λέξη «ύφεση» («recession index»), ο αμερικανός οικονομολόγος Νταγκ Χένγουντ εμπνεύστηκε το δικό του «δείκτη» για να μετρήσει πόσο συχνά αναφέρεται η «στεγαστική φούσκα» στις μεγάλες εφημερίδες των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ όλο το 2004 και στις αρχές του 2005 η φράση αυτή αναφερόταν μόλις 10 έως 30 φορές το μήνα, το καλοκαίρι του 2005 έφτασε τις 140 φορές!Ολοι γνώριζαν από νωρίςΑρα, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι δεν γνώριζε. Είναι δεδομένο ότι η στεγαστική φούσκα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την κρίση του 2001 που προκάλεσε η άλλη φούσκα, της «νέας οικονομίας». Η απασχόληση στον τομέα της στέγασης συνέβαλε σε ποσοστό πάνω από 40% στη συνολική αύξηση της απασχόλησης από το 2001 έως το 2005. Η συμβολή της οικοδομής στο ΑΕΠ έφτασε σε τιμές ρεκόρ, ενώ η αγορά ακινήτων υπολογίζεται ότι συνέβαλε κατά 70% στην αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών κατά την ίδια περίοδο.Ομως, για να επιτευχθούν όλα αυτά υπήρχε μια οδυνηρή προϋπόθεση, δηλαδή να αυξάνεται διαρκώς η τιμή των ακινήτων. Βλέπαμε, έτσι, να πανηγυρίζουν οι θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας, όσο ανέβαινε η τιμή των κατοικιών, παρά το γεγονός ότι αυτό σήμαινε ότι γινόταν πιο δύσκολη η απόκτηση στέγης για τους πολίτες οι οποίοι διέθεταν χαμηλότερα εισοδήματα. Αλλά είχαν έτσι διαμορφωθεί οι συνθήκες της αγοράς, ώστε ο όρος για την απόκτηση σπιτιού για τους «μη έχοντες» ήταν η συνεχής άνοδος της τιμής του! Σύμφωνα με τη ρήση του παλιού οικονομικού σχολιαστή Εντ Χαρτ, «ο πληθωρισμός στη στέγη έγινε η εθνική αμερικανική θρησκεία».Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν πολύ απλή: Θεωρώντας δεδομένη τη συνεχόμενη ανοδική πορεία της τιμής των ακινήτων, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δάνειζαν σε πολίτες με χαμηλά εισοδήματα, ποντάροντας ότι η εξόφληση των δανείων θα στηριχτεί στη μελλοντική μεγαλύτερη αξία των ακινήτων. Τα ειδικά αυτά δάνεια στηρίζονταν σε χαμηλές προκαταβολές και ραγδαία αύξηση των τόκων μετά τα πρώτα δύο χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν να απαιτείται η επαναχρηματοδότηση της εξυπηρέτησης του χρέους με ακόμα πιο δυσβάστακτα δάνεια. Αυτά τα τραπεζικά προϊόντα που στην αρχή ονομάζονταν «εξωτικά» (και ήδη πήραν την ονομασία «τοξικά») υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν ως εξειδικευμένα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες μιας μικρής μερίδας πελατών εξοικειωμένων με τους μηχανισμούς του τραπεζικού συστήματος και της Wall Street. Στη συνέχεια όμως ανακαλύφθηκε ότι ταίριαζαν απολύτως για να βάλουν στο κόλπο τούς «μη κατέχοντες». Οπως ανέφερε ο γνωστός γερουσιαστής Πολ Σαρμπάνης σε ομιλία του ήδη στις 8 Δεκεμβρίου 2006, η «ύπαρξη αυτών των δανείων ενθάρρυνε τους αγοραστές να κυνηγούν τις ανερχόμενες τιμές των σπιτιών, σπρώχνοντάς τις ακόμα ψηλότερα. Και ενώ αυτά τα προϊόντα κάποτε συνέβαλαν στη διόγκωση της φούσκας των ακινήτων, τώρα φοβάμαι ότι επισπεύδουν το τέλος της. Κατά ειρωνεία της τύχης, παρά το ότι ο κύκλος της επαναχρηματοδότησης ωθεί τους δανειζόμενους σε όλο και μεγαλύτερα χρέη, οι δανειστές και οι επενδυτές ζητωκραυγάζουν». Στόχος, ο εφησυχασμόςΠαρά τα σαφή σημάδια του προβλήματος μέχρι πολύ πρόσφατα οι επίσημες πολιτικές και οικονομικές αρχές των ΗΠΑ δεν έχαναν την ευκαιρία να διαβεβαιώνουν το κοινό ότι δεν κινδυνεύουν οι «επενδύσεις» στη στέγη. Ο Αλαν Γκρίνσπαν τον περασμένο Μάιο δήλωνε με καθυστέρηση ότι η σημερινή κρίση στις ΗΠΑ είναι η χειρότερη από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όσο ο ίδιος βρισκόταν στο τιμόνι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καθησυχάσει δανειστές και δανειολήπτες στον τομέα της στέγης. Σε ομιλία του το Μάιο του 2005, μόλις είχαν φανεί τα πρώτα σαφή σημάδια της κρίσης, ο Γκρίνσπαν διαβεβαίωνε ότι «οι ονομαστικές τιμές των σπιτιών σπανίως πέφτουν και οπωσδήποτε όχι πολύ». Ενα μήνα αργότερα, ο Γκρίνσπαν, μιλώντας στην Οικονομική Επιτροπή του Κογκρέσου έκανε ακόμα πιο σαφείς τις απόψεις του: «Αν και δεν φαίνεται πιθανό να παρουσιαστεί σε εθνική κλίμακα μια φούσκα στις τιμές των σπιτιών, μοιάζει να παρουσιάζονται μικρά σημάδια αφρού σε ορισμένες τοπικές αγορές, όπου οι τιμές των σπιτιών φαίνεται ότι ανέβηκαν σε υπερβολικά επίπεδα».Εστω και με τη μορφή «αφρού» (δηλαδή με την εικόνα μιας πολλαπλής «φούσκας») ο Γκρίνσπαν φαίνεται ότι κατανοεί το πρόβλημα, αλλά σπεύδει να καθησυχάσει τα μέλη της Επιτροπής: «Η οικονομία των ΗΠΑ έχει αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα στο παρελθόν χωρίς να παρουσιαστούν σημαντικές υποχωρήσεις της μέσης τιμής των σπιτιών σε εθνικό επίπεδο».Εκ των υστέρων ο Γκρίνσπαν θα κάνει την αυτοκριτική του, αλλά ποιος νοιάζεται πια; Οι αναλυτές της οικονομικής κρίσης αποφεύγουν να προχωρήσουν τις ερμηνείες τους στα αίτια που οδήγησαν σ' αυτό το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των παρεχόμενων δανείων και των πραγματικών δυνατοτήτων των δανειοληπτών. Ομως, προτού ακόμα καταλαγιάσει ο πρώτος θόρυβος από το ξέσπασμα της κρίσης έσπευσαν τις μέρες αυτές στις ΗΠΑ οι σκληροί θιασώτες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου να αποδώσουν την ευθύνη (σε ποιον άλλο;) στα πρώτα θύματά της, δηλαδή στους οικονομικά ανίσχυρους (μειονότητες, υποαπασχολούμενοι, κ.λπ.), οι οποίοι, σύμφωνα μ' αυτές τις αναλύσεις, δεν θα 'πρεπε να θεωρούνται αξιόπιστοι πελάτες για δάνεια. Τέτοιου είδους επιχειρήματα ακούστηκαν ανοιχτά από τους γνωστούς (ακρο) δεξιούς σχολιαστές Νιλ Καβούτο και Πατ Μπουχάναν. Ο πρώτος δεν δίστασε να πει στο Fox ότι «είναι καταστροφή να δανείζεις σε μειονότητες και σε επικίνδυνους ανθρώπους» (19/9), ενώ ανάλογα ανέφερε ο δεύτερος στο show της Ρέιτσελ Μάντοου. Αλλά παρόμοια επιχειρήματα διατυπώνονται σε όλη την γκάμα των μεγάλων μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, ενώ ως προπαγανδιστικό χαρτί στην ίδια κατεύθυνση διαδίδεται στο Διαδίκτυο ένα παλιό άρθρο των «Νιου Γιόρκ Τάιμς» για την ενεργοποίηση της «Φάνι Μέι» στον τομέα της προσφοράς στεγαστικών δανείων στις μειονότητες (30/9/1999).Αλλά δεν ήταν ο «απρόσεκτος» δανεισμός κάποιων δήθεν φιλολαϊκών ρυθμίσεων της κυβέρνησης Κλίντον που προκάλεσε το πρόβλημα. Η ευθύνη ανήκει στο «απορυθμισμένο» τραπεζικό περιβάλλον, το οποίο κατά την περίοδο Μπους επέτρεψε την τιτλοποίηση αυτών των δανείων και τεράστιες επενδύσεις πάνω σ' αυτά τα δάνεια. Τα μέλη των μειονοτήτων και οι πολίτες με χαμηλά εισοδήματα υπήρξαν τα θύματα αυτής της πολιτικής και τώρα οι πρώτοι που καλούνται να πληρώσουν το βαρύτερο τίμημα, με την κατάσχεση των σπιτιών τους. Η ευθύνη ανήκει κυρίως στους επενδυτές της Wall Street που τώρα απολαμβάνουν την προστασία «όλου του έθνους», μέσω των ειδικών μέτρων χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων που καταρρέουν. Αλλά από πολιτική άποψη ένας είναι ο μοναδικός υπεύθυνος: η πολιτική του ίδιου του απερχόμενου προέδρου Μπους, ο οποίος εμπνεύστηκε, σχεδίασε και πραγματοποίησε αυτή τη φούσκα. Δεν ξύπνησαν κάποια ωραία μέρα οι «μειονότητες» ή οι «μη κατέχοντες» των ΗΠΑ και άρχισαν να δανείζονται σαν τρελοί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το κατώφλι του Λευκού Οίκου ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος κήρυξε το όραμα της «Κοινωνίας των Ιδιοκτητών». Ηδη με τη συμπλήρωση ενός χρόνου θητείας, στην πρώτη ομιλία του για την «κατάσταση του κράτους» δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο στόχο «να διευρυνθεί η ιδιοκτησία κατοικίας, ιδιαίτερα μεταξύ των μειονοτήτων» (29/1/2002). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα τεκμήρια αυτής της πολιτικής στην επίσημη ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου. Καμπάνια της φούσκαςΗ καμπάνια που οδήγησε στη φούσκα με τα στεγαστικά δάνεια ξεκίνησε με κάθε επισημότητα με το πρόγραμμα «Ενα δικό σου σπίτι», το οποίο είχε την προσωπική σφραγίδα του Μπους και ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2002 με κύριο στόχο «να αυξηθεί ο αριθμός των μελών μειονοτήτων με ιδιόκτητες κατοικίες». Το δεκαεξασέλιδο πρόγραμμα τα λέει όλα. Πρώτα ξεκαθαρίζει ότι «το μοναδικό και μεγάλο εμπόδιο στην απόκτηση κατοικίας είναι η συγκέντρωση του ποσού που χρειάζεται για την προκαταβολή». Μάλιστα ιδρύθηκε και ειδικό «Ταμείο Προκαταβολών Αμερικανικού Ονείρου». Αλλά είδαμε ότι οι προκαταβολές στα ιδιότυπα ενυπόθηκα δάνεια κρατήθηκαν σε πολύ χαμηλά σημεία, ενώ οι υποχρεωτικές καταβολές ύστερα από δύο ή τρία χρόνια ανέβαιναν δυσανάλογα. Σε άλλα σημεία του προγράμματος καλούνται «κατασκευαστές κατοικιών, μεσίτες, μη κερδοσκοπικές και χρηματοδοτούμενες από το κράτος επιχειρήσεις που αγοράζουν τα ενυπόθηκα δάνεια, να ενωθούν» σε μια πραγματική σταυροφορία. Ο τρόπος που θα συμβεί αυτό κρύβεται στα ψιλά του προγράμματος, όπου καταγράφεται η ανάγκη να «δημιουργηθούν με επιθετικό τρόπο νέα ενυπόθηκα προϊόντα, έτσι ώστε να υπάρχουν στην αγορά διαθέσιμες συμβατικές εναλλακτικές λύσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ληστρικά δανειοδοτικά προϊόντα, τα οποία κατανέμονται με άνισο τρόπο στις μειονότητες». Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό που αναπτύχθηκε με «επιθετικό τρόπο» ήταν ακριβώς αυτά τα ληστρικά προϊόντα. Στις 9/8/2004 με επίσημη ανακοίνωση επαναβεβαιώνεται η πολιτική αυτή και δίνεται ακόμα πιο προσωπική διάσταση: «Ο πρόεδρος πιστεύει ότι η ιδιοκτησία σπιτιού είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των σφριγηλών αμερικανικών κοινοτήτων και παρέχει σε κάθε οικογένεια σταθερότητα και μακροπρόθεσμη οικονομική ασφάλεια. Το 2002 ο πρόεδρος Μπους εξήγγειλε την "Πρόκληση της Αμερικανικής Ιδιόκτητης Κατοικίας" προς τη βιομηχανία ακινήτων και τα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να τις ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στην προσπάθεια για να γεφυρωθεί το χάσμα του ποσοστού των ιδιοκτητών κατοικίας μεταξύ των μειονοτήτων και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ο πρόεδρος επίσης ανακοίνωσε το στόχο αύξησης του αριθμού των ιδιοκτητών σπιτιών που ανήκουν σε μειονότητες κατά 5,5 τουλάχιστον εκατομμύρια οικογένειες πριν από το τέλος της δεκαετίας. Υπό την ηγεσία του, το συνολικό ποσοστό ιδιοκτησίας σπιτιού στις ΗΠΑ έφτασε το 69,2% το δεύτερο τετράμηνο του 2004, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο απ' όλες τις εποχές. Και η κατοχή κατοικιών από τις μειονότητες έφτασε κι αυτή στο σημείο ρεκόρ του 51%».Ο μεγάλος θρίαμβοςΗ θριαμβολογία του Λευκού Οίκου για την επιτυχία του προγράμματος στέγασης των μειονοτήτων απέκρυπτε μέχρι πριν από λίγο καιρό το γεγονός ότι αυτή η διεύρυνση του αριθμού των ιδιόκτητων κατοικιών δεν συνοδευόταν από κανένα μέτρο προστασίας των δανειοληπτών από επισφαλή και δυσβάστακτα δάνεια που τους πρότειναν τα πιστωτικά ιδρύματα. Η αύξηση του αριθμού ιδιοκτητών κατοικιών θεωρήθηκε στόχος καθεαυτός. Το τελευταίο που ένοιαζε την κυβέρνηση Μπους ήταν να ελέγξει αν η πλειοψηφία αυτών των συνεχώς αυξανόμενων νέων ιδιοκτητών στέγης ήταν αποτέλεσμα αρπακτικών πιστωτών που με τις ευλογίες της κυβέρνησης έπειθαν μεγάλα τμήματα των πιο αδύναμων στρωμάτων του πληθυσμού να δανειστούν με απεχθείς όρους και να αποδεχτούν πολύπλοκα και ακριβά δάνεια, τα οποία δεν είχαν δυνατότητα να αποπληρώσουν.Η πολιτική αυτή της κυβέρνησης Μπους δεν απέβλεπε, βέβαια, μόνο στην ανέξοδη άσκηση μιας εικονικής φιλολαϊκής πολιτικής και την κοινωνική ενσωμάτωση των νέων μειονοτήτων μεταναστών, αλλά αποτέλεσε το όχημα με το οποίο ξεπεράστηκε για τη Wall Street και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η αμέσως προηγούμενη κρίση, δηλαδή η κατάρρευση της φούσκας των εταιρειών του Διαδικτύου κατά το διάστημα 2000-2001. Ο Αλαν Γκρίνσπαν μείωσε τα επιτόκια σε 1% για να αντιμετωπίσει την κρίση, κι αυτό προκάλεσε την έκρηξη των ακινήτων, εφόσον πλέον ο δανεισμός έγινε εξαιρετικά ελκυστικός και τα κεφάλαια επενδυτών και κερδοσκόπων μεταφέρθηκαν από τα χρηματιστήρια στην αγορά κατοικιών. Το τελευταίο που ενδιέφερε τον Μπους και τους τραπεζίτες του ήταν, βέβαια, η πραγματική οικονομική αποκατάσταση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων. Αυτό το αποδεικνύει, άλλωστε, και η επιμονή του Λευκού Οίκου να προβάλει το όνειρο της απόκτησης σπιτιού σε μια περίοδο που οι τιμές των ακινήτων είχαν εκτιναχθεί στα ύψη, ενώ για τους μη έχοντες η ενοικίαση ήταν πολύ πιο οικονομική. Οσο για το πραγματικό αποτέλεσμα στους μειονοτικούς πληθυσμούς αυτής της εντατικής πολιτικής του κ. Μπους, δεν έχει καμιά σχέση με όσα υποτίθεται ότι αποτελούσαν στόχο του. Οπως αναφέρει ο κ. Σαρμπάνης στην ίδια ομιλία του το Δεκέμβρη του 2006, «το χάσμα μεταξύ μαύρων και λευκών ιδιοκτητών σπιτιών δεν μειώθηκε από το 2000, ενώ τη δεκαετία του 1990 η κατάσταση είχε βελτιωθεί αισθητά. Το χάσμα μεταξύ λευκών και ισπανόφωνων συνέχισε να μειώνεται, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό απ' ό,τι τη δεκαετία του 1990. Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι ο όγκος τού κατά κεφαλή πλούτου σε ακίνητα που συγκεντρώνουν οι μειονότητες είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον των λευκών. »Το χειρότερο είναι ότι τα πρόσφατα στοιχεία αποδεικνύουν μια πραγματικά δυσάρεστη ιστορία: σχεδόν το 55% των μαύρων αγοραστών κατοικιών έλαβαν στεγαστικά δάνεια υψηλού κόστους το 2005. Για τους ισπανόφωνους ο αντίστοιχος αριθμός όσων έλαβαν αυτά τα υψηλού κόστους δάνεια φτάνει στο 46%. Αντιθέτως μόνο το 17% των μη ισπανόφωνων λευκών έλαβε παρόμοια δάνεια υψηλού κόστους. Σε μελέτη της Federal Reserve εξετάστηκαν μια σειρά από άλλα στοιχεία για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά στην αντιμετώπιση και αποδείχθηκε ότι η φυλή παίζει σημαντικό ρόλο στο πόσο πληρώνει καθένας για την ενυπόθηκη πίστη».
Ο χαρακτήρας της κρίσης*
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν άλλοτε προάγγελο και άλλοτε αποτέλεσμα της εκδήλωσης μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Αλλοτε πάλι, η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώνεται «ανεξάρτητα» από τη γενικότερη οικονομική συγκυρία (δηλαδή δεν επηρεάζει σε υπολογίσιμο βαθμό το ύψος της κερδοφορίας και το επίπεδο απασχόλησης των «παραγωγικών συντελεστών» στους άλλους τομείς της οικονομίας πέραν της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ή κάποιων επιμέρους περιοχών της). Αυτό συνέβη με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση τον Οκτώβριο 1987, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των μετοχών στη Wall Street και τα διεθνή χρηματιστήρια, δίνοντας την ευκαιρία στον έγκυρο διεθνή οικονομικό τύπο να μιλήσει για «επιστροφή στο 1929 και τη μεγάλη ύφεση», αλλά και στις περισσότερες από τις 117 χρηματοπιστωτικές κρίσεις που καταγράφονται από το 1974 έως το 2002.Κάθε χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να μελετηθεί τόσο σε αναφορά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας και τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, για να κατανοήσει κανείς τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι γόνιμη η γενική αναφορά στην «κερδοσκοπία» της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Αλλωστε, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα είναι «κερδοσκοπική», κάθε «προκαταβολή» κεφαλαίου έχει σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος, ενώ η επιλογή της μιας ή της άλλης σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας (της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου, του τραπεζικού κλάδου, του χρηματιστηρίου) είναι απλώς το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Το κεφάλαιο μεταναστεύει διαρκώς από τον ένα τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στον άλλο, αυξάνει ή μειώνει την εμπλοκή του στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, επιλέγει ανάμεσα στην παραγωγή του ενός ή του άλλου εμπορεύματος (π.χ., μια βιομηχανία εμφιάλωσης μη αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στην αύξηση ή τη μείωση της παραγωγής χυμών, μεταλλικού νερού κ.ο.κ.) με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτηση του σκοπού της αυξημένης κερδοφορίας. Η αναφορά στην «κερδοσκοπία» ή η επίκληση της κεϋνσιανής έμπνευσης υποτιθέμενης διχοτομίας ανάμεσα στην «πραγματική οικονομία» και τον «καπιταλισμό-καζίνο» (της χρηματοπιστωτικής σφαίρας) ελάχιστα έχει να προσφέρει στην κατανόηση των ιδιαίτερων μηχανισμών από τους οποίους προκύπτει η κάθε συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση.Διότι, ας το επαναλάβουμε, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι ίδιες. Η κρίση του 1987 προέκυψε από την κατάρρευση των προσδοκιών ανάκαμψης της αμερικανικής και διεθνούς οικονομίας, η οποία μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό πανικό. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στη Νοτιοανατολική Ασία (1997-98), στη Ρωσία (1998), στη Βραζιλία (1998-99), στην Τουρκία (2001) και στην Αργεντινή (2001) συνδέονταν με τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών και του τραπεζικού συστήματος, τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και την κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης, και τελικώς την κρίση της συναλλαγματικής ισοτιμίας που μετεξελίχθηκε σε χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση με ιδιαίτερα οξείες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.Αντίθετα, η παρούσα κρίση που πλήττει τον διεθνή τραπεζικό τομέα με επίκεντρο τις ΗΠΑ συνδέεται με την ανάπτυξη μιας κατηγορίας πιστωτικών παραγώγων, που προκύπτουν από τιτλοποίηση χρεών, που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση (Collateralized Debt Obligations, CDO). Τα παράγωγα αυτά συνιστούν συμφωνίες ομαδοποίησης και τιτλοποίησης χρεών που συνάπτονται στην αγορά στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων και στοχεύουν στην κατηγοριοποίηση και διασπορά του πιστωτικού κινδύνου αυτών των δανείων.Αυτό που έφερε στην επιφάνεια η παρούσα κρίση είναι ότι η διαδικασία αυτή διασποράς του πιστωτικού κινδύνου, στο γενικότερο πλαίσιο έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στροφής τους από τις επιχειρήσεις προς το «πλατύ κοινό» (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια), λειτούργησε ως εφαλτήριο για τις τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο να συνάπτουν δάνεια όλο και χαμηλότερης φερεγγυότητας. Καθώς με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας αυξανόταν δραματικά το ποσοστό αυτών των ενυπόθηκων δανείων που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, κατέρρεαν και οι τιμές των παράγωγων τίτλων, με αποτέλεσμα ό,τι σχεδιάστηκε ως διασπορά του χρηματοπιστωτικού κινδύνου να λειτουργεί πλέον ως διάχυση της κρίσης στο αμερικανικό και διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.(*) Απόσπασμα από τη μελέτη των Σπ. Λαπατσιώρα και Γ. Μηλιού «Χρηματοπιστωτική κρίση και "οικονομική ρύθμιση"», που δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Θέσεις» (τ. 103 και 104 του 2008).
Ερμηνεία της κρίσης από το περιοδικό Θέσεις
Το παρακάτω κείμενο είναι το editorial του τελευταίου τεύχους του περιοδικού Θέσεις που μιλά για τη χρηματοπιστωτική κρίση (τεύχος 105, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008).
Editorial
Η σημερινή κρίση δεν είναι μια ακόμα οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, ένδειξη της «φθοράς» και «νομοτελειακής κατάρρευσης» του συστήματος. Είναι συγκεκριμένη χρηματοοικονομική κρίση με ειδικά χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται στη σημερινή συγκυρία, αποτέλεσμα της επίδρασης της συνολικής δομής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν έρχεται από το πουθενά, ούτε αποτελεί συνέπεια μιας σειράς λαθών που συνέβησαν από την απληστία και το ανεξέλεγκτο ορισμένων στελεχών πρώτης γραμμής του «διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου», που φρόντιζαν με «χρυσά αλεξίπτωτα» να διασφαλίζουν την ευημερία τους ακόμη και στην κατάρρευση των αγορών.
Είναι μια κρίση που προδιαγράφεται σε αργή κίνηση επί μακρόν στον ορίζοντα της ήττας και αποδυνάμωσης των δυνάμεων της εργασίας, αλλά και της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου με τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων που αποτελούσαν μέχρι πρότινος αντικείμενο κρατικής δραστηριότητας. Και που συνδέεται εγγενώς με την ενίσχυση μηχανισμών που στοχεύουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, γεγονός που στην κρίση συνεπάγεται και την ανάγκη καταστροφής κεφαλαίων που δεν υπεραξιώνονται ικανοποιητικά.
Το ενδιαφέρον στη σημερινή κρίση και τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίχθηκε είναι ότι η πιθανότητα να επισυμβεί, μέσα από την αδυναμία εξυπηρέτησης δανειακών υποχρεώσεων και συνακόλουθα την ανεπαρκή διαχείριση των σχετικών κινδύνων, αποτέλεσε και η ίδια αντικείμενο κερδοσκοπίας στις κεφαλαιαγορές μέσα από σύνθετα παράγωγα προϊόντα που προκύπτουν από τιτλοποιημένα χρέη που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση - CDOs (Collateralized Debt Obligations). Η χρηματοπιστωτική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου προέκυψε μέσα από μια μακρά διαδικασία προαναγγελθείσας «φυσικής καταστροφής», η οποία όσο διαρκούσε έδινε παραπέρα τροφή στην καθημερινή χρηματιστηριακή σπέκουλα αλλά και το μεσοπρόθεσμο παιχνίδι των «θεσμικών» που αναζητούν ευκαιρίες μέσα στην κρίση και την κατάρρευση μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Ορισμένοι που προβάλλουν τη σχέση του κεφαλαίου ως φυσικό νόμο, με την «κερδοσκοπία» ως «παράπλευρη απώλεια» οφειλόμενη στην απληστία «ολίγων αφρόνων», χρησιμοποιούν αυτή ειδικά την όψη της σύγχρονης χρηματοοικονομικής κρίσης για να «αποδείξουν» ότι εδώ συνέβησαν «λάθη» και «υπερβολές» που τείνουν να «πριονίσουν το κλαδί» πάνω στο οποίο κάθεται η «διεθνής οικονομία». Όλοι αυτοί έχουν την τάση να «ξεχνούν» ότι βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η προσδοκία της μελλοντικής κερδοφορίας και η προεξόφλησή της, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη και δυναμική των χρηματιστηρίων αλλά κυρίως στην ενίσχυση της θέσης των παραγώγων μέσα σε αυτά.
Και δεν είναι καθόλου παράξενο ότι αυτό το «παιχνίδι» περιλαμβάνει και όψεις που σχετίζονται με την προεξόφληση της ίδιας της κρίσης. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται αυτή η «καταστροφική» διάσταση στη λειτουργία του κεφαλαίου, μιας και ο Λένιν είχε μιλήσει για την αστική τάξη που είναι ικανή να «πουλήσει ακόμη και το σκοινί με το οποίο θα την κρεμάσουμε».
Οι καιροί έχουν όμως αλλάξει. Σήμερα αντί για σκοινί πουλάει στοιχήματα (παράγωγα) με προεξόφληση της μελλοντικής καταστροφής. Εμπορεύεται την ίδια την κρίση...
2. Καθαρτήρια κρίση
Όμως τα συνήθη στοιχήματα έχουν σαφώς ορισμένο πλαίσιο αναφορικά με το αντικείμενό τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου προφανές. Πρόκειται για ομιχλώδες τοπίο απόλυτα συγκεχυμένο στο οποίο ευδοκιμούν τα «παράγωγα» και οι «εκτιμήσεις αξιών» που τα συνοδεύουν: τιτλοποιήσεις δανειακών υποχρεώσεων είτε με άυλες εξασφαλίσεις (συμβόλαια μελλοντικών εσόδων) που υφίστανται μόνο ως πιθανότητες, είτε με υλικές εγγυήσεις (γη και κατοικία) αναγκαστικά υπερτιμημένες στο ανοδικό προεξοφλητικό σπιράλ των αξιών. Και στη συνέχεια οι δευτερογενείς αγορές όπου γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι τιτλοποιήσεις και τα κάθε λογής παράγωγα, οι προεξοφλήσεις μελλοντικών πληθωρισμένων αξιών, οι «εξασφαλίσεις», όλα εξαρτημένα από την περίφημη «ψυχολογία» των αγορών. Αριθμοί, πιθανότητες, στοιχήματα, εκτιμήσεις, συστάσεις «αναλυτών» που είτε αναπαράγουν το αυτονόητο στην ομαλή ανοδική πορεία, είτε κηρύσσουν «αιφνιδίως» δίκην χιονοστιβάδας την καταστροφή όταν η κρίση αναγγείλει έστω και υπαινικτικά την παρουσία της.
Έτσι, επενδυτικές τράπεζες όπως η Lehmann που μέχρι προ έτους κατατάσσονταν στην πρωτοπορία της χρηματοοικονομικής καινοτομίας καταποντίζονται «εν μια νυκτί» με τις «αναλύσεις» να αλλάζουν πρόσημο με την ταχύτητα και την ευκολία τροπικής καταιγίδας, οργανωμένη έκφραση του πανικού πάνω στον καμβά της αμφιβολίας που αναδύεται μέσα από τις βεβαιότητες των προεξοφλήσεων. Για να πραγματοποιηθεί η αναπόφευκτη και αναγκαία εκκαθαριστική λειτουργία της κρίσης, που με απλά λόγια συνεπάγεται την καταστροφή: εξαΰλωση ιλιγγιωδών κεφαλαιοποιήσεων στα χρηματιστήρια, εξαφάνιση ιδρυμάτων με ισολογισμούς που αντιπροσωπεύουν το ΑΕΠ μιας μέσου μεγέθους χώρας, αθέτηση υποχρεώσεων προς χιλιάδες «πιστωτές», επαναφορά σε μηδενικές «παρούσες αξίες» των τοποθετήσεων των «επενδυτών», όλα όσα συνθέτουν τη φαινομενολογία της κρίσης.
Πίσω όμως από την πρόσοψη του κόσμου των ειδώλων με τα κεφάλαια που «χάνονται» και τις «παραγωγικές δυνάμεις» που καταστρέφονται βρίσκεται σε τελική ανάλυση η εργασία, που απαξιώνεται δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να ξεκινήσει ένας νέος περισσότερο αποδοτικός και κερδοφόρος κύκλος στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης. Αλλά η μαζική ανεργία, ως απόρροια της κρίσης στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, και οι προεκτάσεις της, οι παραγωγικές δραστηριότητες που στηρίζονται και εξαρτώνται κρίσιμα από αυτή, δεν είναι παρά μια παράπλευρη απώλεια, collateral damage στον πόλεμο του κεφαλαίου με την εργασία.
3. «Ιερός» ανταγωνισμός
Ο καλύτερος τρόπος για να το διαπιστώσουμε είναι να εξετάσουμε από κοντά τα μέτρα που λαμβάνονται από τους εκπροσώπους του συλλογικού κεφαλαιοκράτη για την «προστασία του κοινωνικού συνόλου». Τότε θα διαπιστώσουμε ότι το κράτος δρα συμπληρωματικά προς το κεφάλαιο στην κρίση ενισχύοντας την ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου στους κοινωνικούς συσχετισμούς ακόμη και εκεί που φαινομενικά έρχεται να υποκαταστήσει το μεμονωμένο κεφάλαιο στην «αποτυχία» του.
Μια σύντομη ακτινογραφία βεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και σήμερα μετά την κατάρρευση μερικών τραπεζών και τις συγχωνεύσεις ακόμη περισσότερων, οι εποπτικές αρχές είναι εν γένει εντελώς απρόθυμες να βάλουν περιορισμούς στο χρηματιστηριακό παιχνίδι. Φαίνεται ότι ακόμη και το «ανέξοδο» shortselling, που ενισχύει την τέχνη του στοιχήματος χωρίς να διαθέτει καν το αναγκαίο χρήμα, είναι τόσο πολύτιμο για την «υγεία» των αγορών και τη λειτουργία προεξόφλησης του μέλλοντος ώστε σημειακά μόνο προχώρησαν στην απαγόρευσή του.
Το σχέδιο Paulson με τα 700 δις δολάρια εγκαινιάζει μια απόπειρα «ρύθμισης» φαινομενικά για την αποφυγή πανικού και τη στήριξη των αγορών. Ακόμη όμως και σε επίπεδο προθέσεων δεν προχωράει σε κάποιου τύπου «εξυγίανση», πράξη η οποία πρακτικά θα έπρεπε να βάλει νέους κανόνες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να υιοθετήσει κανόνες εποπτείας των αγορών παραγώγων τίτλων και θέσπισης μέτρων που περιορίζουν τις δυνατότητες και το εύρος της μόχλευσης (leverage) στα συμβόλαια προαίρεσης (options), καθώς και νέες ρυθμίσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή επάρκεια - για να μείνουμε σε παραδείγματα που αφορούν τη μερική «διόρθωση» της παρούσας εκδοχής ρύθμισης και συγκρότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ενώ στο διεθνοποιημένο σύστημα χρηματοπιστωτικών αγορών, και στο πλαίσιο ευρύτερης μεταρρύθμισης που σίγουρα δεν το υπερβαίνει, θα μπορούσαν να ασκηθούν ρυθμιστικοί κανόνες που να εξασθενούν αντί να ενισχύουν τα προκυκλικά χαρακτηριστικά του, και ει δυνατόν να του προσδίδουν αντικυκλικές όψεις. Για να μη μιλήσουμε για άλλες μεταρρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν άλλους συσχετισμούς δυνάμεων προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας...
Αυτό που στην πραγματικότητα φαίνεται να ενδιαφέρει το σχέδιο Paulson – σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό σχέδιο που εισηγήθηκε ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπράουν και το οποίο προβλέπει κρατικό έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντίστοιχο με το ύψος δημόσιας χρηματοδότησής τους – είναι η στήριξη συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών ομίλων απέναντι σε επιθετικές εξαγορές. Το σχέδιο εξαγοράζει τα «τοξικά προϊόντα» σε τιμές που μένει να προσδιοριστούν σε σχετικούς πλειστηριασμούς (auctions), φροντίζονταςπαράλληλα να επωφεληθούν οι «επενδυτές» από τη βελτίωση των οικονομικών των σχετικών traders. Υπάρχουν βέβαια και μερικά «κερασάκια» που μιλάνε για βοήθεια στους δανειολήπτες που «βρίσκονται σε δυσκολία» ή περιορισμό των bonus των «υπαιτίων» της κρίσης, αλλά μιας και το σχέδιο θα εφαρμόζεται τμηματικά υπό την «εποπτεία» ανεξάρτητων αρχών, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι θα προσαρμοστεί αναλόγως στο μέλλον ανάλογα με τις επιταγές της συγκυρίας.
Η απόφαση της πρώτης πρόσφατης μικρής «συνόδου κορυφής» της ΕΕ στο Παρίσι είναι επίσης ενδεικτική. Αντί να προχωρήσει στο έκτακτο αποθεματικό για την κρατική συμμετοχή σε τράπεζες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανεπάρκεια ρευστότητας, οι ιθύνοντες με περισσή αλαζονεία προέβησαν σε συστάσεις για αντιμετώπιση των προβλημάτων από κάθε χώρα ξεχωριστά, επισημαίνοντας μάλιστα με θράσος ότι αυτό πρέπει να γίνει «με σεβασμό στο σύμφωνο σταθερότητας και τους κανόνες του ανταγωνισμού» ώστε να μην υπάρξει «αθέμιτος ανταγωνισμός» μεταξύ χωρών στο τραπεζικό σύστημα (με το βλέμμα στραμμένο στην Ιρλανδία που εγγυήθηκε το συνολικό ύψος των καταθέσεων). Προφανώς αυτό που προέχει είναι ο «ενιαίος οικονομικός χώρος» για την κίνηση των κεφαλαίων, ενώ για την εργασία το ζήτημα έχει λυθεί προ πολλού: ελεύθερος ανταγωνισμός για φθηνούς πόρους με την πριμοδότηση της «ελαστικότητας», «κινητικότητας» (όπως τις ερμηνεύει ο εργοδότης, φυσικά) και της συμπίεσης των αμοιβών (Bolkestein).
Αντίθετα, η απόφαση της δεύτερης πρόσφατης συνόδου υιοθετώντας την πρόταση Μπράουν, υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών εξελίξεων που έδειξαν με σαφή τρόπο την αναποτελεσματικότητα των μέτρων της πρώτης, καθώς και του σχεδίου Paulson, δεν υπερβαίνει αυτό το πλαίσιο αλλά αφήνει να διαφανεί μια ρωγμή στην ηγεμονική ιδεολογία της αγοραίας ρύθμισης, μετά τα δραματικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης αρχής της «απεριόριστης ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων».
Εντούτοις, για τους κυρίαρχους, η κρίση δεν πρέπει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού διότι η κρίση είναι μέσα στους κανόνες και όχι κάτι έκτακτο. Το κράτος συμμετέχει στο παιχνίδι των αγορών με αγοραίους όρους. Και λίγο ενδιαφέρει η επίπτωση της κρίσης στα δημόσια οικονομικά, αλλά οι «στρεβλώσεις» που αυτή θα επιφέρει στον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Εξάλλου υπάρχει η «τεχνογνωσία» για τη «δημοσιονομική σταθερότητα»: ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, πλαφόν στο κρατικό έλλειμμα, όρια στο δημόσιο χρέος. Μάλιστα οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ρητές και πρωτότυπες: οι κρατικές ενισχύσεις προς παραπαίουσες τράπεζες θα μετράνε στο χρέος αλλά όχι στο τρέχον έλλειμμα. Ενώ ενισχύσεις στους χαμηλοσυνταξιούχους και άλλες «αντιπαραγωγικές» δαπάνες σύμφωνα με τα ταξικά μαθηματικά τους είναι «ευθέως ελλειμματικές»...
Και φυσικά υπάρχει σημαντική πείρα στον χειρισμό αποκλινουσών συμπεριφορών: ο λογαριασμός θα έρθει στο τέλος με τη μορφή της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα αποκαταστήσει αδυναμίες που θα έχουν προκύψει στη διαδικασία αναδιανομής εισοδήματος και ισχύος προς τους «από πάνω».
4. «Δυνατό» κράτος...
Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναγκαίο μέτρο προστασίας των καταθετών στις εμπορικές τράπεζες. Από τη μια πλευρά είναι σημαντικό και για τη λαϊκή αποταμίευση να εγγυηθεί το κράτος τις καταθέσεις των πολιτών στις τράπεζες, ένα μέτρο που έχει επισύρει την οργή των απανταχού νεοφιλελεύθερων ιθυνόντων. Υπάρχει όμως ένας κρυφός άγνωστος στην εξίσωση που θα επηρεάσει στο τέλος τον λογαριασμό: η ανάληψη της εγγύησης για όλες τις καταθέσεις είναι μια πρόσθετη υποχρέωση (liability) που αναλαμβάνει το κράτος, γεγονός που θα έχει επίπτωση στην πιστοληπτική του ικανότητα. Οι διεθνείς αξιολογικοί οίκοι, ξέρετε αυτοί που έδωσαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά υγείας στη Lehmann και τους άλλους διεθνείς ασθενείς, θα υποβιβάσουν για τον λόγο αυτό τη σχετική βαθμολογία του (ελληνικού) κράτους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δανεισμού. Οι επιπτώσεις του τελευταίου θα φανούν στα ελλείμματα, στο χρέος και την εξυπηρέτησή του, με αποτέλεσμα στο εξαιρετικά εγγύς μέλλον να έχουμε μια ενδιαφέρουσα «επιστροφή» της «φιλολαϊκής πολιτικής»: εισοδηματική «προσαρμογή» ως μέρος ενός «έκτακτου προγράμματος» αντιμετώπισης της κρίσης στα δημόσια οικονομικά μαζί με τις αναγκαίες πρόσθετες προσαρμογές στη φορολογία των μισθωτών που δεν «αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας» όπως οι (όποιοι) επαγγελματίες...
Αποθέωση της πολυθρύλητης «επιστροφής του κράτους», αντίδοτο στην «ασυδοσία των αγορών». Με επινοητικότητα και εφευρετικότητα στους πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει η κοινωνικοποίηση των ζημιών, η μεταφορά του κόστους από τις «αποτυχίες των αγορών» στις δυνάμεις της εργασίας ως η άλλη όψη του νομίσματος που συνίσταται στην ιδιωτικοποίηση των κερδών. Μάλλον αυτό εννοούν όταν μιλούν για τον «θρίαμβο των ιδεών των σοσιαλιστών» οι παγκόσμιοι ηγέτες αυτής της συμπαθούς τάξης επαγγελματιών της πολιτικής, που περιφέρουν την αμηχανία τους ανά την υφήλιο για να ψελλίσουν τα φληναφήματά τους μπροστά σε ακροατήρια που δεν θα στέκονταν ούτε σε δευτεροκλασάτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις μεσαίου μεγέθους πόλεων στην πολιτεία της Γιούτα...
«Οι Σοσιαλιστές έχουν ήδη πάρει πρωτοβουλίες [...] ώστε να υπάρξουν νέες πολιτικές, κανόνες λειτουργίας της αγοράς και προστασίας του εισοδήματος των μεσαίων και χαμηλόμισθων οικογενειών. Δεν μπορεί αυτή η κρίση να φορτωθεί στη μεσαία τάξη και στους λιγότερο ευνοημένους», θα μας πει ο Γ. Παπανδρέου μεταφέροντας αυτολεξί την ορολογία και τις ανησυχίες των αμερικανών liberal Democrats. «[...] Όλοι οικειοποιούνται προς όφελός τους τις σοσιαλιστικές αξίες και τις αξίες της Αριστεράς [...] Βλέπουμε ξαφνικά ακόμη και τον κύριο Μπους, που ήταν ο πιο εχθρικός στην κρατική παρέμβαση, να εθνικοποιεί τις τράπεζες και να βρίσκει από τη μια στιγμή στην άλλη 700 δις δολάρια, ενώ δεν τα έβρισκε για να εκτονώσει την παγκόσμια κρίση τροφίμων», θα συμπληρώσει η Σ. Ρουαγιάλ που αυθόρμητα μόνο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας βρίσκει κρίσεις και ανισότητες. Για να συμπληρώσει βέβαια ότι «η Αριστερά πρέπει να χειραφετηθεί [...] να προσαρμοστεί και να διαμορφώσει συνθήκες συλλογικής ασφάλειας, ώστε εντός αυτών να ακμάσουν οι ατομικές πρωτοβουλίες». Προσοχή, μήπως από την πολλή συλλογικότητα καταλήξουμε –πάλι – στα γκουλάγκ!
Ένα ερώτημα είναι όμως πραγματικά ενδιαφέρον: Αλήθεια πώς και βρέθηκε όλο αυτό το ρευστό που ματαίως αναζητούσαν οι κυβερνήσεις προηγουμένως και έδειχναν τις άδειες τσέπες τους νουθετώντας μας παράλληλα διότι «τρώμε από τα έτοιμα» και «υποθηκεύουμε το μέλλον» με την «αλόγιστη» και «αντιπαραγωγική» κατανάλωση των χαμηλοσυνταξιούχων που επιμένουν να υπερθερμαίνουν τον πλανήτη καίγοντας άσκοπα πετρέλαιο τον χειμώνα. Ενώ η «παραγωγική» κατανάλωση των επενδυτών και των επιχειρήσεων δίνει φτερά στο σύστημα και τις «αξίες» του!
Εδώ το λιγότερο που αντιλαμβάνεται κανείς από την ίδια τη ρητορική των αξιωματούχων της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι η ταξική υφή του ζητήματος. Τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα, οι αδύναμοι, υπεισέρχονται στην εξίσωση ως εξαρτημένες μεταβλητές, ως εξαρτήματα της κεφαλαιακής σχέσης, «μη παραγωγική» κατανάλωση στον κύκλο υπεραξίωσης του κεφαλαίου. Και το κράτος οφείλει να μεριμνά ώστε η πραγματικότητα αυτή να αναπαράγεται συνεχώς, με την πολιτική του να οργανώνει τη συναίνεση και με την «Αριστερά» των σοσιαλιστών να μετράει τις «ευαισθησίες» της...
Το «σύγχρονο δημοκρατικό» κράτος «επιστρέφει» στο νικηφόρο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού με προσαρμογές και διευθετήσεις που αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία του και εδραιώνουν την ηγεμονία του.
5. ...ή πολιτική για τους «από κάτω»1;
Απέναντι σε αυτές τις εξαιρετικά παλιές και αραχνιασμένες «αξίες της Αριστεράς» που ευαγγελίζονται την ευσπλαχνία του κεφαλαίου προς τους αδύνατους, αρκεί οι τελευταίοι να παραβλέπουν την κακή πραγματικότητα προσβλέποντας σε ένα φωτεινό μέλλον, ως άλλοι πρωτοχριστιανοί απέναντι στα λιοντάρια,
απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ρητορείες με «κοινωνικό πρόσωπο» που αμήχανα προπαγανδίζουν οι διψασμένοι για εξουσία εκπρόσωποι των σοσιαλιστών που μοιάζουν ολοένα περισσότερο να έχουν υποστεί μια νεοφιλελεύθερη λοβοτομή,
απέναντι στη διαρκώς και πιεστικότερα διευρυνόμενη παραφιλολογία για «κυβερνητική συμμετοχή» και μοιρασιά των προς διανομή μερισμάτων της κρατικής διαχείρισης, που φουντώνει στο φόντο των εκλογολογικών σεναρίων καθημερινής δημοσκοπίας, με στόχο την προβολή της αδύνατης ευημερίας σε ένα σκηνικό διαρκούς θεσμικής κρίσης νομιμοποίησης των κυρίαρχων επιλογών,
προβάλλει ολοένα επιτακτικότερα το ερώτημα για τα χαρακτηριστικά μιας αριστερής πολιτικής για τους «από κάτω», που να αποκτά «προγραμματικό περιεχόμενο», δηλαδή με απλά λόγια θα στοχεύει σε κάτι περισσότερο από την αυθόρμητη αντίδραση στις οργανωμένες πρωτοβουλίες του αστισμού.
Και αυτό δεν μπορεί να είναι η συμμετοχή σε μια «προοδευτική» κυβέρνηση διαχείρισης των αντιφάσεων του συστήματος και οργάνωσης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων στην κατεύθυνση των κελευσμάτων του νεοφιλελευθερισμού.
Ενώ επιβάλλεται να είναι η προσπάθεια διεύρυνσης του «νόμιμου», του «επιτρεπτού», μέσα από δυναμικές δράσεις που εδραιώνουν την πεποίθηση του εφικτού και τη δυνατότητα της νίκης στις δυνάμεις τη εργασίας που βρίσκονται για μια ακόμη φορά στη μέγγενη των αστικών «μονόδρομων».
Μια πρακτική καθημερινή πολιτική για τους «από κάτω», από τους «από κάτω» και με τη συμμετοχή και ενεργοποίηση των «από κάτω».
Μια πολιτική που δεν «προβληματίζεται» για το αν η κρίση είναι εισαγόμενη ή αυτόχθων, για το αν η «οικονομία» αντέχει στους κλυδωνισμούς και έως πότε, για το αν το ποσοστό ανάπτυξης είναι μικρό ή μεγάλο, αν η απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων είναι «ικανοποιητική» ή υστερεί, αν η Ελλάδα προχωράει ικανοποιητικά στο δρόμο της «ανταγωνιστικότητας».
Μια πολιτική που δεν αποβλέπει στην οικοδόμηση της «σύγχρονης κοινωνίας των ίσων ευκαιριών» που στηρίζεται στην επιδίωξη του κέρδους, οδηγεί συστηματικά σε διευρυνόμενα αδιέξοδα, υπονομεύει τα δικαιώματα των πολιτών, υποτάσσοντάς τα στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Μια πολιτική που αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στην παραγωγή αξιών με στόχο την ιδιοποίηση κέρδους, διότι οι ανάγκες δεν είναι εμπορεύματα και οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.
Μια πολιτική που στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη για να μπορέσει να συλλάβει αλλά και να προδιαγράψει τεχνικά την οικονομική διάσταση των λύσεων, ενώ παράλληλα προβάλλει την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου ώστε να έρθει η πολιτική των μαζών στο προσκήνιο.
Μια πολιτική που θα ανασύρει τις έννοιες, αλλά και τις πολιτικές που συνδέονται με αυτές, από την υπαγωγή τους στους μηχανισμούς εξουσίας του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, τους λαβύρινθους θεσμών, επιτροπών και εκπροσωπήσεων που εγγυώνται την απόλυτη αφλογιστία τους, τη μετατροπή τους σε απονευρωμένο συμπλήρωμα μηχανισμών που παράγουν κέρδος από το εμπόριο των κοινωνικών αναγκών.
Μια πολιτική που θα αναδείξει την αντικειμενικά ανεξάρτητη υπόσταση των αναγκών.
6. Οι ανάγκες αντί για τις αξίες
Σε ποια κοινωνική ανάγκη αποκρίνεται άραγε το «σύμφωνο σταθερότητας», που αυθαίρετα και πέρα από κάθε συγκυρία ορίζει «θέσφατα» πλαφόν για το έλλειμμα και το χρέος; Διότι η «εξυπηρέτηση» του κεφαλαίου είναι προφανής μέσα από την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τομέων «προστατευμένης» από το κράτος κοινωφελούς δραστηριότητας που τώρα περνάει στην επικράτεια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Όσο είναι προφανής και η επιδείνωση των συσχετισμών εις βάρος της εργασίας μέσα από την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και την αναδιανομή του εισοδήματος με τη συμπίεση των μισθών.
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η πολιτική απορύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία οδηγήθηκε σε μια «εξυγίανση» που συνδυάζει τη μείωση του σημερινού πραγματικού εισοδήματος με την αύξηση των εισφορών, τη μείωση της μέσης διάρκειας της σύνταξης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, και τέλος τη μείωση και των ίδιων των συντάξεων; Καμία, εκτός από την τόνωση των διεθνών κεφαλαιαγορών με τα αποθεματικά των ταμείων μέσα από τη χρήση «σύγχρονων χρηματοοικονομικών προϊόντων» που βρίσκονται στο «ανώτερο επίπεδο» παραγωγής αξίας, με το χρήμα «ελεύθερο» να παράγει νέο χρήμα εκ του μηδενός!
Σε ποια κοινωνική ανάγκη ανταποκρίνονται οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για τη δημιουργία νέων πολυδάπανων υποδομών, οι οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων όπου δεν υφίστανται ανταποδοτικά τέλη απλώς μεταφέρουν τις υποχρεώσεις στο μέλλον και επιβαρύνουν το κόστος με το κέρδος του ιδιώτη;
Πόσο αποτελεσματική για τον πολίτη είναι η εισαγωγή εταιριών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στο χρηματιστήριο, όταν αντί για την ευημερία και την κάλυψη των αναγκών του πολίτη το κριτήριο που πρυτανεύει είναι η απόδοση της μετοχής για τους επενδυτές;
Πόσο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του εργαζόμενου μια πολιτική που αδυνατεί να διασφαλίσει επαρκείς και προσιτές εναέριες και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, η οποία επιπροσθέτως δεν συνυπολογίζει στα κόστη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από την ολοένα εντεινόμενη ενίσχυση των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς;
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η απορύθμιση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών που έχει φέρει την άγονη γραμμή έξω από τον Πειραιά, στην Κύθνο;
Υπέρ ποίου λειτουργεί τέλος η υποβάθμιση της εργασίας, η εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών, η επιδεικτική «αδιαφορία» του επίσημου κράτους για την καθημερινή καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που συχνά πληρώνουν με τη ζωή τους την εύκολη κερδοφορία των πλέον καθυστερημένων μερίδων του κεφαλαίου;
Ποια λογική είναι αυτή που αντιμετωπίζει την εργασία ως απλώς ακριβό «συντελεστή παραγωγής» και όχι ως παραγωγό αξιών χρήσης που ικανοποιούν ανάγκες της ζωής;
7. Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ μιας ριζικής αναθεώρησης του τρόπου που ασκείται η πολιτική, τεκμηριώνουν την ανάγκη για μια σημαντική και ουσιώδη στροφή στο πρότυπο οργάνωσης και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αφορμή τη χρηματοοικονομική κρίση γίνεται φανερό ακόμη και σε όσους έχουν κάθε προδιάθεση να το αγνοήσουν, ότι σήμερα απαιτείται αναπροσανατολισμός από τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και παραγωγής εμπορεύσιμων αξιών προς μια οικονομία των αναγκών.
Η στροφή προς τις ανάγκες προκύπτει και από τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία καθημερινά οδηγεί η εμμονή στην ένταση της εκμετάλλευσης όλων όσοι μπορούν να υπαχθούν στην ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου και να στρατευθούν στην παραγωγή εμπορεύσιμων αξιών. Ο πυρήνας αυτής της αλλαγής οφείλει να αναζητηθεί τις ριζικές τομές που πρέπει να γίνουν στη βάση της ίδιας της κοινωνίας, στην παραγωγή.
Μια παραγωγή για τις ανάγκες στη θέση της παραγωγής για το κέρδος.
Μια παραγωγή που θέτει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη.
Και οι προεκτάσεις που αυτόχρημα έχει μια τέτοια στάση είναι πολλαπλές και πολυσήμαντες, ενώ συνδέονται και με τα αδιέξοδα που διάφοροι φορείς βιώνουν με διαφορετικό, συχνά αντιφατικό, τρόπο.
Συνδέονται με τους αγώνες που γίνονται καθημερινά ενάντια στις τάσεις που διαρκώς υποβαθμίζουν τις δυνάμεις της εργασίας σε ένα απλό εξάρτημα του κεφαλαίου. Αποτελούν εκφάνσεις αυτής της πολιτικής των «από κάτω» που περιγράψαμε σε ό,τι προηγήθηκε, με αφορμή τις μετατοπίσεις που διαγράφονται στο φόντο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης.
Συνδέονται και με τις αγωνίες που έχει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας το οποίο ευαισθητοποιείται για το περιβάλλον και αγωνίζεται ενάντια στην άγρια εκμετάλλευσή του, οι συνέπειες της οποίας φαίνεται να είναι πλέον ορατές. Ενώ βρίσκει στήριγμα σε μια πολιτική με βάση τις ανάγκες η οποία αναζητά νέες δημιουργικές ισορροπίες ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τη φύση.
Όλοι οι αγώνες που δίνονται δεν πρόκειται όμως να ευοδωθούν αν δεν συγκλίνουν στη βασική θέση ότι οι ανάγκες αποκτούν την πρωτοκαθεδρία πάνω στις αξίες, η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελεί βασικό εργαλείο πολιτικής και οδηγό δράσης, ενώ ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως μηχανισμός που διασφαλίζει ότι υπάρχει ζωντανή, διαρκής και απρόσκοπτη επικοινωνία ανάμεσα στους αρχικούς στόχους που διατυπώνονται, το σχέδιο δράσης που εφαρμόζεται και τα αποτελέσματα που προκύπτουν.
Γιατί όλα όσα υποστηρίξαμε σε αυτόν τον «υπέρ αδυνάτου» λόγο σε τούτο το σημείωμα θα παραμείνουν κενό γράμμα αν δεν εναρμονιστούν με τη μια και βασική αρχή:
Ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.
1 Με δάνεια από την εισήγηση του Β. Αγγελόπουλου στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ 12-13/7/2008, Εποχή 20/7/2008
Editorial
Η σημερινή κρίση δεν είναι μια ακόμα οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, ένδειξη της «φθοράς» και «νομοτελειακής κατάρρευσης» του συστήματος. Είναι συγκεκριμένη χρηματοοικονομική κρίση με ειδικά χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται στη σημερινή συγκυρία, αποτέλεσμα της επίδρασης της συνολικής δομής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν έρχεται από το πουθενά, ούτε αποτελεί συνέπεια μιας σειράς λαθών που συνέβησαν από την απληστία και το ανεξέλεγκτο ορισμένων στελεχών πρώτης γραμμής του «διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου», που φρόντιζαν με «χρυσά αλεξίπτωτα» να διασφαλίζουν την ευημερία τους ακόμη και στην κατάρρευση των αγορών.
Είναι μια κρίση που προδιαγράφεται σε αργή κίνηση επί μακρόν στον ορίζοντα της ήττας και αποδυνάμωσης των δυνάμεων της εργασίας, αλλά και της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου με τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων που αποτελούσαν μέχρι πρότινος αντικείμενο κρατικής δραστηριότητας. Και που συνδέεται εγγενώς με την ενίσχυση μηχανισμών που στοχεύουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, γεγονός που στην κρίση συνεπάγεται και την ανάγκη καταστροφής κεφαλαίων που δεν υπεραξιώνονται ικανοποιητικά.
Το ενδιαφέρον στη σημερινή κρίση και τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίχθηκε είναι ότι η πιθανότητα να επισυμβεί, μέσα από την αδυναμία εξυπηρέτησης δανειακών υποχρεώσεων και συνακόλουθα την ανεπαρκή διαχείριση των σχετικών κινδύνων, αποτέλεσε και η ίδια αντικείμενο κερδοσκοπίας στις κεφαλαιαγορές μέσα από σύνθετα παράγωγα προϊόντα που προκύπτουν από τιτλοποιημένα χρέη που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση - CDOs (Collateralized Debt Obligations). Η χρηματοπιστωτική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου προέκυψε μέσα από μια μακρά διαδικασία προαναγγελθείσας «φυσικής καταστροφής», η οποία όσο διαρκούσε έδινε παραπέρα τροφή στην καθημερινή χρηματιστηριακή σπέκουλα αλλά και το μεσοπρόθεσμο παιχνίδι των «θεσμικών» που αναζητούν ευκαιρίες μέσα στην κρίση και την κατάρρευση μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Ορισμένοι που προβάλλουν τη σχέση του κεφαλαίου ως φυσικό νόμο, με την «κερδοσκοπία» ως «παράπλευρη απώλεια» οφειλόμενη στην απληστία «ολίγων αφρόνων», χρησιμοποιούν αυτή ειδικά την όψη της σύγχρονης χρηματοοικονομικής κρίσης για να «αποδείξουν» ότι εδώ συνέβησαν «λάθη» και «υπερβολές» που τείνουν να «πριονίσουν το κλαδί» πάνω στο οποίο κάθεται η «διεθνής οικονομία». Όλοι αυτοί έχουν την τάση να «ξεχνούν» ότι βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η προσδοκία της μελλοντικής κερδοφορίας και η προεξόφλησή της, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη και δυναμική των χρηματιστηρίων αλλά κυρίως στην ενίσχυση της θέσης των παραγώγων μέσα σε αυτά.
Και δεν είναι καθόλου παράξενο ότι αυτό το «παιχνίδι» περιλαμβάνει και όψεις που σχετίζονται με την προεξόφληση της ίδιας της κρίσης. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται αυτή η «καταστροφική» διάσταση στη λειτουργία του κεφαλαίου, μιας και ο Λένιν είχε μιλήσει για την αστική τάξη που είναι ικανή να «πουλήσει ακόμη και το σκοινί με το οποίο θα την κρεμάσουμε».
Οι καιροί έχουν όμως αλλάξει. Σήμερα αντί για σκοινί πουλάει στοιχήματα (παράγωγα) με προεξόφληση της μελλοντικής καταστροφής. Εμπορεύεται την ίδια την κρίση...
2. Καθαρτήρια κρίση
Όμως τα συνήθη στοιχήματα έχουν σαφώς ορισμένο πλαίσιο αναφορικά με το αντικείμενό τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου προφανές. Πρόκειται για ομιχλώδες τοπίο απόλυτα συγκεχυμένο στο οποίο ευδοκιμούν τα «παράγωγα» και οι «εκτιμήσεις αξιών» που τα συνοδεύουν: τιτλοποιήσεις δανειακών υποχρεώσεων είτε με άυλες εξασφαλίσεις (συμβόλαια μελλοντικών εσόδων) που υφίστανται μόνο ως πιθανότητες, είτε με υλικές εγγυήσεις (γη και κατοικία) αναγκαστικά υπερτιμημένες στο ανοδικό προεξοφλητικό σπιράλ των αξιών. Και στη συνέχεια οι δευτερογενείς αγορές όπου γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι τιτλοποιήσεις και τα κάθε λογής παράγωγα, οι προεξοφλήσεις μελλοντικών πληθωρισμένων αξιών, οι «εξασφαλίσεις», όλα εξαρτημένα από την περίφημη «ψυχολογία» των αγορών. Αριθμοί, πιθανότητες, στοιχήματα, εκτιμήσεις, συστάσεις «αναλυτών» που είτε αναπαράγουν το αυτονόητο στην ομαλή ανοδική πορεία, είτε κηρύσσουν «αιφνιδίως» δίκην χιονοστιβάδας την καταστροφή όταν η κρίση αναγγείλει έστω και υπαινικτικά την παρουσία της.
Έτσι, επενδυτικές τράπεζες όπως η Lehmann που μέχρι προ έτους κατατάσσονταν στην πρωτοπορία της χρηματοοικονομικής καινοτομίας καταποντίζονται «εν μια νυκτί» με τις «αναλύσεις» να αλλάζουν πρόσημο με την ταχύτητα και την ευκολία τροπικής καταιγίδας, οργανωμένη έκφραση του πανικού πάνω στον καμβά της αμφιβολίας που αναδύεται μέσα από τις βεβαιότητες των προεξοφλήσεων. Για να πραγματοποιηθεί η αναπόφευκτη και αναγκαία εκκαθαριστική λειτουργία της κρίσης, που με απλά λόγια συνεπάγεται την καταστροφή: εξαΰλωση ιλιγγιωδών κεφαλαιοποιήσεων στα χρηματιστήρια, εξαφάνιση ιδρυμάτων με ισολογισμούς που αντιπροσωπεύουν το ΑΕΠ μιας μέσου μεγέθους χώρας, αθέτηση υποχρεώσεων προς χιλιάδες «πιστωτές», επαναφορά σε μηδενικές «παρούσες αξίες» των τοποθετήσεων των «επενδυτών», όλα όσα συνθέτουν τη φαινομενολογία της κρίσης.
Πίσω όμως από την πρόσοψη του κόσμου των ειδώλων με τα κεφάλαια που «χάνονται» και τις «παραγωγικές δυνάμεις» που καταστρέφονται βρίσκεται σε τελική ανάλυση η εργασία, που απαξιώνεται δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να ξεκινήσει ένας νέος περισσότερο αποδοτικός και κερδοφόρος κύκλος στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης. Αλλά η μαζική ανεργία, ως απόρροια της κρίσης στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, και οι προεκτάσεις της, οι παραγωγικές δραστηριότητες που στηρίζονται και εξαρτώνται κρίσιμα από αυτή, δεν είναι παρά μια παράπλευρη απώλεια, collateral damage στον πόλεμο του κεφαλαίου με την εργασία.
3. «Ιερός» ανταγωνισμός
Ο καλύτερος τρόπος για να το διαπιστώσουμε είναι να εξετάσουμε από κοντά τα μέτρα που λαμβάνονται από τους εκπροσώπους του συλλογικού κεφαλαιοκράτη για την «προστασία του κοινωνικού συνόλου». Τότε θα διαπιστώσουμε ότι το κράτος δρα συμπληρωματικά προς το κεφάλαιο στην κρίση ενισχύοντας την ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου στους κοινωνικούς συσχετισμούς ακόμη και εκεί που φαινομενικά έρχεται να υποκαταστήσει το μεμονωμένο κεφάλαιο στην «αποτυχία» του.
Μια σύντομη ακτινογραφία βεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και σήμερα μετά την κατάρρευση μερικών τραπεζών και τις συγχωνεύσεις ακόμη περισσότερων, οι εποπτικές αρχές είναι εν γένει εντελώς απρόθυμες να βάλουν περιορισμούς στο χρηματιστηριακό παιχνίδι. Φαίνεται ότι ακόμη και το «ανέξοδο» shortselling, που ενισχύει την τέχνη του στοιχήματος χωρίς να διαθέτει καν το αναγκαίο χρήμα, είναι τόσο πολύτιμο για την «υγεία» των αγορών και τη λειτουργία προεξόφλησης του μέλλοντος ώστε σημειακά μόνο προχώρησαν στην απαγόρευσή του.
Το σχέδιο Paulson με τα 700 δις δολάρια εγκαινιάζει μια απόπειρα «ρύθμισης» φαινομενικά για την αποφυγή πανικού και τη στήριξη των αγορών. Ακόμη όμως και σε επίπεδο προθέσεων δεν προχωράει σε κάποιου τύπου «εξυγίανση», πράξη η οποία πρακτικά θα έπρεπε να βάλει νέους κανόνες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να υιοθετήσει κανόνες εποπτείας των αγορών παραγώγων τίτλων και θέσπισης μέτρων που περιορίζουν τις δυνατότητες και το εύρος της μόχλευσης (leverage) στα συμβόλαια προαίρεσης (options), καθώς και νέες ρυθμίσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή επάρκεια - για να μείνουμε σε παραδείγματα που αφορούν τη μερική «διόρθωση» της παρούσας εκδοχής ρύθμισης και συγκρότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ενώ στο διεθνοποιημένο σύστημα χρηματοπιστωτικών αγορών, και στο πλαίσιο ευρύτερης μεταρρύθμισης που σίγουρα δεν το υπερβαίνει, θα μπορούσαν να ασκηθούν ρυθμιστικοί κανόνες που να εξασθενούν αντί να ενισχύουν τα προκυκλικά χαρακτηριστικά του, και ει δυνατόν να του προσδίδουν αντικυκλικές όψεις. Για να μη μιλήσουμε για άλλες μεταρρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν άλλους συσχετισμούς δυνάμεων προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας...
Αυτό που στην πραγματικότητα φαίνεται να ενδιαφέρει το σχέδιο Paulson – σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό σχέδιο που εισηγήθηκε ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπράουν και το οποίο προβλέπει κρατικό έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντίστοιχο με το ύψος δημόσιας χρηματοδότησής τους – είναι η στήριξη συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών ομίλων απέναντι σε επιθετικές εξαγορές. Το σχέδιο εξαγοράζει τα «τοξικά προϊόντα» σε τιμές που μένει να προσδιοριστούν σε σχετικούς πλειστηριασμούς (auctions), φροντίζονταςπαράλληλα να επωφεληθούν οι «επενδυτές» από τη βελτίωση των οικονομικών των σχετικών traders. Υπάρχουν βέβαια και μερικά «κερασάκια» που μιλάνε για βοήθεια στους δανειολήπτες που «βρίσκονται σε δυσκολία» ή περιορισμό των bonus των «υπαιτίων» της κρίσης, αλλά μιας και το σχέδιο θα εφαρμόζεται τμηματικά υπό την «εποπτεία» ανεξάρτητων αρχών, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι θα προσαρμοστεί αναλόγως στο μέλλον ανάλογα με τις επιταγές της συγκυρίας.
Η απόφαση της πρώτης πρόσφατης μικρής «συνόδου κορυφής» της ΕΕ στο Παρίσι είναι επίσης ενδεικτική. Αντί να προχωρήσει στο έκτακτο αποθεματικό για την κρατική συμμετοχή σε τράπεζες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανεπάρκεια ρευστότητας, οι ιθύνοντες με περισσή αλαζονεία προέβησαν σε συστάσεις για αντιμετώπιση των προβλημάτων από κάθε χώρα ξεχωριστά, επισημαίνοντας μάλιστα με θράσος ότι αυτό πρέπει να γίνει «με σεβασμό στο σύμφωνο σταθερότητας και τους κανόνες του ανταγωνισμού» ώστε να μην υπάρξει «αθέμιτος ανταγωνισμός» μεταξύ χωρών στο τραπεζικό σύστημα (με το βλέμμα στραμμένο στην Ιρλανδία που εγγυήθηκε το συνολικό ύψος των καταθέσεων). Προφανώς αυτό που προέχει είναι ο «ενιαίος οικονομικός χώρος» για την κίνηση των κεφαλαίων, ενώ για την εργασία το ζήτημα έχει λυθεί προ πολλού: ελεύθερος ανταγωνισμός για φθηνούς πόρους με την πριμοδότηση της «ελαστικότητας», «κινητικότητας» (όπως τις ερμηνεύει ο εργοδότης, φυσικά) και της συμπίεσης των αμοιβών (Bolkestein).
Αντίθετα, η απόφαση της δεύτερης πρόσφατης συνόδου υιοθετώντας την πρόταση Μπράουν, υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών εξελίξεων που έδειξαν με σαφή τρόπο την αναποτελεσματικότητα των μέτρων της πρώτης, καθώς και του σχεδίου Paulson, δεν υπερβαίνει αυτό το πλαίσιο αλλά αφήνει να διαφανεί μια ρωγμή στην ηγεμονική ιδεολογία της αγοραίας ρύθμισης, μετά τα δραματικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης αρχής της «απεριόριστης ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων».
Εντούτοις, για τους κυρίαρχους, η κρίση δεν πρέπει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού διότι η κρίση είναι μέσα στους κανόνες και όχι κάτι έκτακτο. Το κράτος συμμετέχει στο παιχνίδι των αγορών με αγοραίους όρους. Και λίγο ενδιαφέρει η επίπτωση της κρίσης στα δημόσια οικονομικά, αλλά οι «στρεβλώσεις» που αυτή θα επιφέρει στον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Εξάλλου υπάρχει η «τεχνογνωσία» για τη «δημοσιονομική σταθερότητα»: ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, πλαφόν στο κρατικό έλλειμμα, όρια στο δημόσιο χρέος. Μάλιστα οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ρητές και πρωτότυπες: οι κρατικές ενισχύσεις προς παραπαίουσες τράπεζες θα μετράνε στο χρέος αλλά όχι στο τρέχον έλλειμμα. Ενώ ενισχύσεις στους χαμηλοσυνταξιούχους και άλλες «αντιπαραγωγικές» δαπάνες σύμφωνα με τα ταξικά μαθηματικά τους είναι «ευθέως ελλειμματικές»...
Και φυσικά υπάρχει σημαντική πείρα στον χειρισμό αποκλινουσών συμπεριφορών: ο λογαριασμός θα έρθει στο τέλος με τη μορφή της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα αποκαταστήσει αδυναμίες που θα έχουν προκύψει στη διαδικασία αναδιανομής εισοδήματος και ισχύος προς τους «από πάνω».
4. «Δυνατό» κράτος...
Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναγκαίο μέτρο προστασίας των καταθετών στις εμπορικές τράπεζες. Από τη μια πλευρά είναι σημαντικό και για τη λαϊκή αποταμίευση να εγγυηθεί το κράτος τις καταθέσεις των πολιτών στις τράπεζες, ένα μέτρο που έχει επισύρει την οργή των απανταχού νεοφιλελεύθερων ιθυνόντων. Υπάρχει όμως ένας κρυφός άγνωστος στην εξίσωση που θα επηρεάσει στο τέλος τον λογαριασμό: η ανάληψη της εγγύησης για όλες τις καταθέσεις είναι μια πρόσθετη υποχρέωση (liability) που αναλαμβάνει το κράτος, γεγονός που θα έχει επίπτωση στην πιστοληπτική του ικανότητα. Οι διεθνείς αξιολογικοί οίκοι, ξέρετε αυτοί που έδωσαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά υγείας στη Lehmann και τους άλλους διεθνείς ασθενείς, θα υποβιβάσουν για τον λόγο αυτό τη σχετική βαθμολογία του (ελληνικού) κράτους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δανεισμού. Οι επιπτώσεις του τελευταίου θα φανούν στα ελλείμματα, στο χρέος και την εξυπηρέτησή του, με αποτέλεσμα στο εξαιρετικά εγγύς μέλλον να έχουμε μια ενδιαφέρουσα «επιστροφή» της «φιλολαϊκής πολιτικής»: εισοδηματική «προσαρμογή» ως μέρος ενός «έκτακτου προγράμματος» αντιμετώπισης της κρίσης στα δημόσια οικονομικά μαζί με τις αναγκαίες πρόσθετες προσαρμογές στη φορολογία των μισθωτών που δεν «αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας» όπως οι (όποιοι) επαγγελματίες...
Αποθέωση της πολυθρύλητης «επιστροφής του κράτους», αντίδοτο στην «ασυδοσία των αγορών». Με επινοητικότητα και εφευρετικότητα στους πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει η κοινωνικοποίηση των ζημιών, η μεταφορά του κόστους από τις «αποτυχίες των αγορών» στις δυνάμεις της εργασίας ως η άλλη όψη του νομίσματος που συνίσταται στην ιδιωτικοποίηση των κερδών. Μάλλον αυτό εννοούν όταν μιλούν για τον «θρίαμβο των ιδεών των σοσιαλιστών» οι παγκόσμιοι ηγέτες αυτής της συμπαθούς τάξης επαγγελματιών της πολιτικής, που περιφέρουν την αμηχανία τους ανά την υφήλιο για να ψελλίσουν τα φληναφήματά τους μπροστά σε ακροατήρια που δεν θα στέκονταν ούτε σε δευτεροκλασάτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις μεσαίου μεγέθους πόλεων στην πολιτεία της Γιούτα...
«Οι Σοσιαλιστές έχουν ήδη πάρει πρωτοβουλίες [...] ώστε να υπάρξουν νέες πολιτικές, κανόνες λειτουργίας της αγοράς και προστασίας του εισοδήματος των μεσαίων και χαμηλόμισθων οικογενειών. Δεν μπορεί αυτή η κρίση να φορτωθεί στη μεσαία τάξη και στους λιγότερο ευνοημένους», θα μας πει ο Γ. Παπανδρέου μεταφέροντας αυτολεξί την ορολογία και τις ανησυχίες των αμερικανών liberal Democrats. «[...] Όλοι οικειοποιούνται προς όφελός τους τις σοσιαλιστικές αξίες και τις αξίες της Αριστεράς [...] Βλέπουμε ξαφνικά ακόμη και τον κύριο Μπους, που ήταν ο πιο εχθρικός στην κρατική παρέμβαση, να εθνικοποιεί τις τράπεζες και να βρίσκει από τη μια στιγμή στην άλλη 700 δις δολάρια, ενώ δεν τα έβρισκε για να εκτονώσει την παγκόσμια κρίση τροφίμων», θα συμπληρώσει η Σ. Ρουαγιάλ που αυθόρμητα μόνο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας βρίσκει κρίσεις και ανισότητες. Για να συμπληρώσει βέβαια ότι «η Αριστερά πρέπει να χειραφετηθεί [...] να προσαρμοστεί και να διαμορφώσει συνθήκες συλλογικής ασφάλειας, ώστε εντός αυτών να ακμάσουν οι ατομικές πρωτοβουλίες». Προσοχή, μήπως από την πολλή συλλογικότητα καταλήξουμε –πάλι – στα γκουλάγκ!
Ένα ερώτημα είναι όμως πραγματικά ενδιαφέρον: Αλήθεια πώς και βρέθηκε όλο αυτό το ρευστό που ματαίως αναζητούσαν οι κυβερνήσεις προηγουμένως και έδειχναν τις άδειες τσέπες τους νουθετώντας μας παράλληλα διότι «τρώμε από τα έτοιμα» και «υποθηκεύουμε το μέλλον» με την «αλόγιστη» και «αντιπαραγωγική» κατανάλωση των χαμηλοσυνταξιούχων που επιμένουν να υπερθερμαίνουν τον πλανήτη καίγοντας άσκοπα πετρέλαιο τον χειμώνα. Ενώ η «παραγωγική» κατανάλωση των επενδυτών και των επιχειρήσεων δίνει φτερά στο σύστημα και τις «αξίες» του!
Εδώ το λιγότερο που αντιλαμβάνεται κανείς από την ίδια τη ρητορική των αξιωματούχων της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι η ταξική υφή του ζητήματος. Τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα, οι αδύναμοι, υπεισέρχονται στην εξίσωση ως εξαρτημένες μεταβλητές, ως εξαρτήματα της κεφαλαιακής σχέσης, «μη παραγωγική» κατανάλωση στον κύκλο υπεραξίωσης του κεφαλαίου. Και το κράτος οφείλει να μεριμνά ώστε η πραγματικότητα αυτή να αναπαράγεται συνεχώς, με την πολιτική του να οργανώνει τη συναίνεση και με την «Αριστερά» των σοσιαλιστών να μετράει τις «ευαισθησίες» της...
Το «σύγχρονο δημοκρατικό» κράτος «επιστρέφει» στο νικηφόρο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού με προσαρμογές και διευθετήσεις που αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία του και εδραιώνουν την ηγεμονία του.
5. ...ή πολιτική για τους «από κάτω»1;
Απέναντι σε αυτές τις εξαιρετικά παλιές και αραχνιασμένες «αξίες της Αριστεράς» που ευαγγελίζονται την ευσπλαχνία του κεφαλαίου προς τους αδύνατους, αρκεί οι τελευταίοι να παραβλέπουν την κακή πραγματικότητα προσβλέποντας σε ένα φωτεινό μέλλον, ως άλλοι πρωτοχριστιανοί απέναντι στα λιοντάρια,
απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ρητορείες με «κοινωνικό πρόσωπο» που αμήχανα προπαγανδίζουν οι διψασμένοι για εξουσία εκπρόσωποι των σοσιαλιστών που μοιάζουν ολοένα περισσότερο να έχουν υποστεί μια νεοφιλελεύθερη λοβοτομή,
απέναντι στη διαρκώς και πιεστικότερα διευρυνόμενη παραφιλολογία για «κυβερνητική συμμετοχή» και μοιρασιά των προς διανομή μερισμάτων της κρατικής διαχείρισης, που φουντώνει στο φόντο των εκλογολογικών σεναρίων καθημερινής δημοσκοπίας, με στόχο την προβολή της αδύνατης ευημερίας σε ένα σκηνικό διαρκούς θεσμικής κρίσης νομιμοποίησης των κυρίαρχων επιλογών,
προβάλλει ολοένα επιτακτικότερα το ερώτημα για τα χαρακτηριστικά μιας αριστερής πολιτικής για τους «από κάτω», που να αποκτά «προγραμματικό περιεχόμενο», δηλαδή με απλά λόγια θα στοχεύει σε κάτι περισσότερο από την αυθόρμητη αντίδραση στις οργανωμένες πρωτοβουλίες του αστισμού.
Και αυτό δεν μπορεί να είναι η συμμετοχή σε μια «προοδευτική» κυβέρνηση διαχείρισης των αντιφάσεων του συστήματος και οργάνωσης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων στην κατεύθυνση των κελευσμάτων του νεοφιλελευθερισμού.
Ενώ επιβάλλεται να είναι η προσπάθεια διεύρυνσης του «νόμιμου», του «επιτρεπτού», μέσα από δυναμικές δράσεις που εδραιώνουν την πεποίθηση του εφικτού και τη δυνατότητα της νίκης στις δυνάμεις τη εργασίας που βρίσκονται για μια ακόμη φορά στη μέγγενη των αστικών «μονόδρομων».
Μια πρακτική καθημερινή πολιτική για τους «από κάτω», από τους «από κάτω» και με τη συμμετοχή και ενεργοποίηση των «από κάτω».
Μια πολιτική που δεν «προβληματίζεται» για το αν η κρίση είναι εισαγόμενη ή αυτόχθων, για το αν η «οικονομία» αντέχει στους κλυδωνισμούς και έως πότε, για το αν το ποσοστό ανάπτυξης είναι μικρό ή μεγάλο, αν η απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων είναι «ικανοποιητική» ή υστερεί, αν η Ελλάδα προχωράει ικανοποιητικά στο δρόμο της «ανταγωνιστικότητας».
Μια πολιτική που δεν αποβλέπει στην οικοδόμηση της «σύγχρονης κοινωνίας των ίσων ευκαιριών» που στηρίζεται στην επιδίωξη του κέρδους, οδηγεί συστηματικά σε διευρυνόμενα αδιέξοδα, υπονομεύει τα δικαιώματα των πολιτών, υποτάσσοντάς τα στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Μια πολιτική που αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στην παραγωγή αξιών με στόχο την ιδιοποίηση κέρδους, διότι οι ανάγκες δεν είναι εμπορεύματα και οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.
Μια πολιτική που στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη για να μπορέσει να συλλάβει αλλά και να προδιαγράψει τεχνικά την οικονομική διάσταση των λύσεων, ενώ παράλληλα προβάλλει την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου ώστε να έρθει η πολιτική των μαζών στο προσκήνιο.
Μια πολιτική που θα ανασύρει τις έννοιες, αλλά και τις πολιτικές που συνδέονται με αυτές, από την υπαγωγή τους στους μηχανισμούς εξουσίας του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, τους λαβύρινθους θεσμών, επιτροπών και εκπροσωπήσεων που εγγυώνται την απόλυτη αφλογιστία τους, τη μετατροπή τους σε απονευρωμένο συμπλήρωμα μηχανισμών που παράγουν κέρδος από το εμπόριο των κοινωνικών αναγκών.
Μια πολιτική που θα αναδείξει την αντικειμενικά ανεξάρτητη υπόσταση των αναγκών.
6. Οι ανάγκες αντί για τις αξίες
Σε ποια κοινωνική ανάγκη αποκρίνεται άραγε το «σύμφωνο σταθερότητας», που αυθαίρετα και πέρα από κάθε συγκυρία ορίζει «θέσφατα» πλαφόν για το έλλειμμα και το χρέος; Διότι η «εξυπηρέτηση» του κεφαλαίου είναι προφανής μέσα από την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τομέων «προστατευμένης» από το κράτος κοινωφελούς δραστηριότητας που τώρα περνάει στην επικράτεια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Όσο είναι προφανής και η επιδείνωση των συσχετισμών εις βάρος της εργασίας μέσα από την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και την αναδιανομή του εισοδήματος με τη συμπίεση των μισθών.
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η πολιτική απορύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία οδηγήθηκε σε μια «εξυγίανση» που συνδυάζει τη μείωση του σημερινού πραγματικού εισοδήματος με την αύξηση των εισφορών, τη μείωση της μέσης διάρκειας της σύνταξης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, και τέλος τη μείωση και των ίδιων των συντάξεων; Καμία, εκτός από την τόνωση των διεθνών κεφαλαιαγορών με τα αποθεματικά των ταμείων μέσα από τη χρήση «σύγχρονων χρηματοοικονομικών προϊόντων» που βρίσκονται στο «ανώτερο επίπεδο» παραγωγής αξίας, με το χρήμα «ελεύθερο» να παράγει νέο χρήμα εκ του μηδενός!
Σε ποια κοινωνική ανάγκη ανταποκρίνονται οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για τη δημιουργία νέων πολυδάπανων υποδομών, οι οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων όπου δεν υφίστανται ανταποδοτικά τέλη απλώς μεταφέρουν τις υποχρεώσεις στο μέλλον και επιβαρύνουν το κόστος με το κέρδος του ιδιώτη;
Πόσο αποτελεσματική για τον πολίτη είναι η εισαγωγή εταιριών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στο χρηματιστήριο, όταν αντί για την ευημερία και την κάλυψη των αναγκών του πολίτη το κριτήριο που πρυτανεύει είναι η απόδοση της μετοχής για τους επενδυτές;
Πόσο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του εργαζόμενου μια πολιτική που αδυνατεί να διασφαλίσει επαρκείς και προσιτές εναέριες και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, η οποία επιπροσθέτως δεν συνυπολογίζει στα κόστη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από την ολοένα εντεινόμενη ενίσχυση των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς;
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η απορύθμιση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών που έχει φέρει την άγονη γραμμή έξω από τον Πειραιά, στην Κύθνο;
Υπέρ ποίου λειτουργεί τέλος η υποβάθμιση της εργασίας, η εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών, η επιδεικτική «αδιαφορία» του επίσημου κράτους για την καθημερινή καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που συχνά πληρώνουν με τη ζωή τους την εύκολη κερδοφορία των πλέον καθυστερημένων μερίδων του κεφαλαίου;
Ποια λογική είναι αυτή που αντιμετωπίζει την εργασία ως απλώς ακριβό «συντελεστή παραγωγής» και όχι ως παραγωγό αξιών χρήσης που ικανοποιούν ανάγκες της ζωής;
7. Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ μιας ριζικής αναθεώρησης του τρόπου που ασκείται η πολιτική, τεκμηριώνουν την ανάγκη για μια σημαντική και ουσιώδη στροφή στο πρότυπο οργάνωσης και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αφορμή τη χρηματοοικονομική κρίση γίνεται φανερό ακόμη και σε όσους έχουν κάθε προδιάθεση να το αγνοήσουν, ότι σήμερα απαιτείται αναπροσανατολισμός από τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και παραγωγής εμπορεύσιμων αξιών προς μια οικονομία των αναγκών.
Η στροφή προς τις ανάγκες προκύπτει και από τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία καθημερινά οδηγεί η εμμονή στην ένταση της εκμετάλλευσης όλων όσοι μπορούν να υπαχθούν στην ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου και να στρατευθούν στην παραγωγή εμπορεύσιμων αξιών. Ο πυρήνας αυτής της αλλαγής οφείλει να αναζητηθεί τις ριζικές τομές που πρέπει να γίνουν στη βάση της ίδιας της κοινωνίας, στην παραγωγή.
Μια παραγωγή για τις ανάγκες στη θέση της παραγωγής για το κέρδος.
Μια παραγωγή που θέτει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη.
Και οι προεκτάσεις που αυτόχρημα έχει μια τέτοια στάση είναι πολλαπλές και πολυσήμαντες, ενώ συνδέονται και με τα αδιέξοδα που διάφοροι φορείς βιώνουν με διαφορετικό, συχνά αντιφατικό, τρόπο.
Συνδέονται με τους αγώνες που γίνονται καθημερινά ενάντια στις τάσεις που διαρκώς υποβαθμίζουν τις δυνάμεις της εργασίας σε ένα απλό εξάρτημα του κεφαλαίου. Αποτελούν εκφάνσεις αυτής της πολιτικής των «από κάτω» που περιγράψαμε σε ό,τι προηγήθηκε, με αφορμή τις μετατοπίσεις που διαγράφονται στο φόντο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης.
Συνδέονται και με τις αγωνίες που έχει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας το οποίο ευαισθητοποιείται για το περιβάλλον και αγωνίζεται ενάντια στην άγρια εκμετάλλευσή του, οι συνέπειες της οποίας φαίνεται να είναι πλέον ορατές. Ενώ βρίσκει στήριγμα σε μια πολιτική με βάση τις ανάγκες η οποία αναζητά νέες δημιουργικές ισορροπίες ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τη φύση.
Όλοι οι αγώνες που δίνονται δεν πρόκειται όμως να ευοδωθούν αν δεν συγκλίνουν στη βασική θέση ότι οι ανάγκες αποκτούν την πρωτοκαθεδρία πάνω στις αξίες, η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελεί βασικό εργαλείο πολιτικής και οδηγό δράσης, ενώ ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως μηχανισμός που διασφαλίζει ότι υπάρχει ζωντανή, διαρκής και απρόσκοπτη επικοινωνία ανάμεσα στους αρχικούς στόχους που διατυπώνονται, το σχέδιο δράσης που εφαρμόζεται και τα αποτελέσματα που προκύπτουν.
Γιατί όλα όσα υποστηρίξαμε σε αυτόν τον «υπέρ αδυνάτου» λόγο σε τούτο το σημείωμα θα παραμείνουν κενό γράμμα αν δεν εναρμονιστούν με τη μια και βασική αρχή:
Ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.
1 Με δάνεια από την εισήγηση του Β. Αγγελόπουλου στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ 12-13/7/2008, Εποχή 20/7/2008
Ετικέτες
Ανταγωνιστικές Αναλύσεις,
Ελληνικά
Crisis O.S.T.
Έκανες τα πάντα
για να φτάσω στο χειρότερο σημείο
Με 'κανες στην μπάντα
για να βρεις ένα καλύτερο τοπίο
Μη με πλησιάζεις
μη περνάς από την πόρτα απ' έξω
Μη με πλησιάζεις
δε μπορώ τον εαυτό να ελέγξω
Κρίση...
Με πιάνει κρίση...
Μαζί μου πως την έχεις δει
εγώ δεν είμαι αντικείμενο για χρήση.
Κρίση...
Με πιάνει κρίση...
Και άμα με πιάσει
δε μπορεί ένας ολόκληρος στρατός να με κρατήσει
Next Lap in the Rat Race?
[το κείμενο είναι από το www.commoner.org.uk , και η ελληνική του μετάφρση έχει γίνει και θα δημοσιευτεί σύντομα]
Next Lap in the Rat Race?
From Sub-Prime Crisis to the “Impasse” of
Global Capital1
Massimo De Angelis
Why is it that fuel prices are increasing, home values are falling, credit is squeezed and job insecurity increasing? Why is it that more and more of U.S. working class families are suffering the pinch of this crisis?
My answer might sound very cynical: It’s so the system that links their working lives to those of billions of others around the world can continue, in new ways, to divide working people here and around the world; to devalue their work and reward those who bet on the “right” asset; pit one livelihood against another in condition of endless competition; and thus reproduce scarcity in the midst of plenty. The many current crises that are hitting the world are interlinked, and what started in the U.S. as a sub-prime and foreclosure crisis, is now appearing in other parts of the world as a food and energy crisis which is now, in turn, rebounding in the U.S. To put it bluntly, the current crises create the conditions for a planetary restructuring to allow the planetary rat race to continue, and continue producing scarcity in the midst of plenty. Unless, of course, people from around the world set limits on this madness, and together restructure from below the way they produce the world’s wealth. Let us explore some of these linkages.
Financial crisis
The U.S. is in the midst of two interrelated crises, an economic slowdown and a financial crisis. Recessions and slowdowns are means to devalue wages and put pressures on the working class and lay the basis for a profitable new upturn in the business cycle. This financial crisis has even deeper implications, because of its international ramifications, its links to other global crises such as food and energy, and the fact that faith in future growth, accumulation and repayment of past and current debt has been deeply shaken. One of the top priorities of the U.S. government and of other major players in the global economy, is to restore faith in the system and the promises it makes, because that faith keeps the system of capitalist production going. However, the problem for the working class in the U.S. and across the world is that this faith can be re-established only to the extent the major players are convinced that a future of profitability and accumulation lies ahead. In other words, politicians will have to create the conditions of profitability today in order to give any hope of future profit to financial and industrial capitalists around the world. The current crisis therefore, can be viewed as an opportunity for capital to restructure global capitalism and squeeze more out of workers and communities everywhere. This crisis of global proportion became manifest in the U.S. last summer, when the sub-prime crisis hit the headlines behind rising foreclosures and family bankruptcies. It followed a series of burst bubbles and Federal Reserve interventions on interest rates which kept inflating the economy with debt. In the late 1990s the dotcom bubble burst and high tech stocks crashed, opening a recession. After the 9/11 attacks there were widespread fears of financial collapse, as employment keep dropping through July 2003 (in spite of the recession being “officially over” in November 2001). Between January and December 2001, the Fed cuts its benchmark interest rate 11 times, dropping the key lending rate from 6.5 percent to 1.75 percent. This led to negative real interest rates (when inflation was factored in) which meant that banks borrowed money to make loans and, in real dollars, repaid less than they had borrowed. Cheap credit was a strategy to avoid and delay financial collapse and consequent global meltdown, but it is also how the Fed created the next bubble.
The Housing Bubble
After the dotcom crash, the era of easy credit led to speculation on the housing market. Home mortgage debt begun to show double digit growth, settling at around 16.6 percent a year in the period between 2000-2005, compared to about 9.2 percent a year in the 1990s. This added to other working class indebtedness (such as credit card debt) which grew through the last three decades. Loans were made available to working class people who would not have qualified previously because of low incomes or inadequate assets, and lenders did not seem interested in checking borrowers’ statements. This was not only due to cheap credit, but also to the way mortgages were packaged into more complex debt instruments (which also led to the international ramifications of the crisis.)
The main difference between the traditional mortgage system and the new one that emerged with recent “financial innovations” in the U.S. is the complicated web of linkages away from the mortgage-issuing banks. In the “old days”, mortgages were a simple affair between home buyers and banks. Banks had an incentive to minimize the risk of default and, to some degree, to re-negotiate mortgage terms if there was a risk of default. The mortgage deal was confined in the relation between issuing bank and the borrower.
The novel aspect of the “new” mortgage market is the banks' offloading of risk to the market through securitization, i.e. repackaging of these mortgages (home buyers’ promises to pay back the loan with interest) into securities that combine a wide range of risks and promises of repayment by a variety of agents; investments that were sold off to hedge funds, pension funds, and back to commercial banks themselves.
What is interesting is the system of incentives for different agents intheir efforts to maximize profit. First, mortgage lenders – or at least their agents – were interested in maximizing the number of mortgage deals, as they received a fee for each deal closed. Therefore they weren’t very careful about minimizing the risk of default. The rating agencies, such as Goldman Sachs, who were supposed to rate these mixed securities of bundled mortgages, on a scale of risky to safe, had an interest in overrating them. Why? Because rating agencies have competitors, and if they fail too often to please their clients with good ratings, these would turn to their competitors. All these factors caused drastic increases in home prices, which almost doubled in the 2000-2005 period (according to the Case-Shiller Home Price Index). Ultimately however, this bubble burst. They always do, sooner or later. And the main, obvious reason is that debt must be paid back, with interest. And this is not always possible, if the cost of repayment increases above what the borrower can afford. Thus, one factor contributing to the wave of defaults was the Fed’s seventeen interest rates hikes between June 2004 and June 2006. The higher rates affected a variety of borrowers, but especially the more vulnerable ones with adjustable rate mortgages.
In July 2007, according to some estimates, a month before the official opening of the sub-prime crisis, home foreclosures were almost 100 percent above the previous year. The increase in foreclosures in turn contributed to a fall in further lending and a drop in home prices. By March 2008 average home prices measured by the Case-Shiller Index had fallen by almost 18 percent from their peak in June 2006. A fall in house prices in turn prevents many homeowners from playing the speculator’s game (borrowing against the rising value of their houses) for the purpose of maintaining their livelihoods.
Livelihoods and speculation
The sub-prime story revealed some key changes in the way middle to low income U.S. working class people secure a place to live. These changes are better understood if we consider them in the context of shrinking social entitlement to common wealth (which at the federal level is seen in the last three decades of tax cuts for the rich and social services cuts for the poor), and increasing “labor market flexibility” – job and wage insecurity – which increase the risk of default. The mandarins of finance have thought it out well: how to provide homes for the needy while at the same time reducing the investors’ risk? The answer is the same as to every capitalist conundrum: turn “risk” into a commodity and pass it along. The mortgage crash and the current crisis reveal that this “risk” was distributed to global markets, and appeared in investment portfolios ranging from American pension funds, to local governments in Europe, to international banks. According to some estimates, non-U.S. investors hold about 60 percent of the mortgage-related debt that has defaulted or that it is likely to do so. There is a good chance that the mortgage on your home has been chopped up into small pieces and scattered around the world. The fact that nobody knows where “it” actually went, then caused banks to freeze their lending to each other, threatening to paralyze the international credit system and its huge
need for liquidity (assets that can be easily bought and sold) to lubricate its daily operations. This practice allowed increased exposure, but also increased expected profit. The push to sell mortgages was also met by eager home buyers who, in condition of declining real wages and the prospect of house price increases, saw the possibility to capitalize on a booming house markets. For millions of workers this meant their first opportunity to own their home; but the financiers also turned large sections of the working class into speculators, dividing them from workers with lower pay and no access to credit. Some workers supplemented declining wages by playing the markets, or by buying and “flipping” houses. In this way, their aspirations for social wealth in th form of health, education and housing were tied to the ups and down of financial markets. Take for example, the case of employers offering to pay workers partially in company stock, often as a bonus. The old “productivity deals” in the post-war period linked wages increases to absolute increases in productivity. But tying wages to the increases in share prices means tying them to differentials between these productivity increases and those of workers in competing companies It makes the stock market the judge of whether workers are “sufficiently” productive, not in absolute terms, but relative to competitors, by rewarding (or not) the stock with an increase (or not) in its price. If competing firms use this technique to pay workers, the stock market decides which workers get wage increases. It is as if managers are saying to workers: Work harder, but how much you need to intensify your working life to get an increase in wages, neither you nor I will decide. The Market decides. And since nobody knows whether other workers in other companies will work more efficiently than you, uncertainty will push you to work even harder. It must be clear that tying the conditions of reproduction (at both family and societal levels) to the ups and down of financial assets – whether these are shares of the employer’s stock or the investment instruments that now drive housing prices – is to tie them to the dynamic of market which fuel insecurity and further polarize wealth. This is an ingenious trick, because it undermines organized social struggle over wages and social entitlements like housing, health and education, in at least two ways:
a) By making working class people in debt more vulnerable and therefore less willing to join in social struggles, since they’re compelled to avoid default and the loss of future credit (increasingly the only source of higher living standards.)
b) By pressuring them to work harder and accept worse conditions, which in turn stimulate cutthroat competitive struggle among workers.
Non-union workers heavily in debt are often too scared to join a union; union workers heavily in debt are more fearful of going on strike. The massive increase in all types of working class debt makes workers less able to resist the dictates of capital. The word mortgage derives from Latin meaning “the grip of death.” It evokes a condition in which debtor loses freedom over their own lives, precisely because to reproduce their livelihoods they are compelled to get more cash to repay debt (what in standard economic language translates into “forcing cash flows.”)
End of the neoliberal era?
The recent sub-prime crisis and its international ramification could well indicate the end of the neoliberal era as we know it since it emerged in the late 1970s. Neoliberalism arose as a respons by U.S. capital to a threefold problem resulting from planetary struggles of the previous two decades:
1) How to cut the social wage (wages plus social benefits) received by U.S. working class, but at the same time
2) Allow in some way the reproduction of U.S. working class and
3) Intensify their working lives (make people work harder.)
The recent sub-prime experiment was the last of many attempts to deal with this threefold problem. It must be understood within the framework of neoliberal changes and of the processes of global restructuring which followed them. (The term “neoliberalism” means a return to the “free-market” ideology from the “Gilded Age” of capitalist robber barons, not some new era of generosity.) To understand the possible implication of this crisis therefore we must briefly trace the development of the conditions that made it possible. 1979 is the year in which Paul Volker – then chairman of the Federal Reserve – “officially” launched the neoliberal era with a sudden 1 percent increase in the interest rate, precipitating a global recession. The latter, in turn, created the conditions for neoliberal reforms such as financial market deregulation, union busting, cuts in social entitlements, tax cuts for the rich, and intensified free trade. The massive explosion in debt and financial markets (of which the subprime crisis is the latest expression) were a major consequence of this.
“Excessive” public spending was identified as the major source of inflation and unemployment, together with “excessive” wage demands. With the election of Margaret Thatcher in the United Kingdom in 1979 and Ronald Reagan in the U.S. in 1981, a new “consensus” started to consolidate among world rulers according to whom national assets had to be privatized, public spending curbed and capital markets had to be liberalized. Until then, the post- World War II governments could implement Keynesian policies of full employment – whether these were
successful or not – through the manipulation of tools such as the interest rate, the exchange rate, taxes and government spending (Keynesian policies, based in the economic theories of John Maynard Keynes, began to be applied by governments during the 1930s, and became orthodoxy across the West after WWII.) With the opening up of capital’s markets, governments decreed the abandonment of their commitments to full employment and any form of welfare state or social safety net. Economic and social policies must please the financial capital markets. If governments granted popular concessions that redistributed resources from capital to the working class, financial capital would fly away, thus inducing a fall in exchange rates and an increase in interest rates and provoking a downturn in business and an increase in unemployment. In the view of neoliberals, a “stable economy” meant accommodation to the desires of international financial capital. Financial markets thus started to exert heavy pressure on conditions of work – whether waged work in factories or offices or unwaged work of raising children and reproducing lives in the home – through capital’s increased ability to migrate from place to place, pitting conditions of working class reproduction against one another. Governments now competed against one another to cut the public spending that was part of the social wage: education, health, housing, to mention just a few. In the global South, which did not have “advanced” capital markets through which to impose the discipline of global capital, the same effects were obtained through the management of what became known as the Third World debt crisis, precipitated by Chairman Volker’s interest rate increase. In the event of a liquidity crisis in a debtor country, the first response is a phone call to the International Monetary Fund (IMF) in Washington. The response to such a phone call by a national government is well known: IMF officials offer their help and will consider extending a loan in order so country in question meet its debt payments to the big global bankers. This would allow it to continue to “benefit” from existing trade agreements, aid flows, and all the perks that go with being a member of the world “economic community.” However, the proviso for the loan would be a series of conditions, also known as a Structural Adjustment Program (SAP), which the IMF forced all countries in crisis to adopt with little variation: devalue the currency, thus making imports more expensive and enforcing a cut in real wages; privatize water, education, healthcare and other national resources thus opening them up to restructuring, hence unemployment; cut social spending; cut subsidies on necessities like food and fuel; open up markets to foreign investors; promote competitive exports, which will help to repay the debt. In the case of basic resources like water, their privatization results in attempts to make poor people pay for them at prices they often cannot afford.
Million of people across the world have struggled against these enclosures (dispossession or privatization of resources essential tosubsistence), thus slowing them down, sometimes even stopping them for the time being. But as in the case of financial liberalization in the global North, in the South too the management of debt crises became an opportunity to enclose common resources, and make people more dependent on themarkets. In both the North and the South, through financial deregulation and free trade, neoliberal capital thus aimed to turn the “class war” of the 1960s and 1970s – when capital’s power faced challenges in communities, factories, offices, streets and fields around the world – into a planetary “civil war”. A civil war fought through competition, a way of life that pits each community of workers against every other.
It has done this by mechanisms of competition that have come to pervade every sphere of life. It has done this by demands for “efficiency” – lowering the costs of production – which in fact means shifting its costs away from capitalists and onto the environment, communities and human bodies (where they don’t count as economic costs). It has done it through the management of borders with detention camps, deportation, and the criminalization of migration by xenophobic and racist laws and practices.
In this context, the development of information and communication technologies, together with the drastic reduction in the monetized (but not the environmental) cost of global transport, has offered capital a major opportunity to restructure global production and construct a system that facilitate its escape from zones of organized working class strength. Through the late 1970s and 1980s, export processing zones (EPZs) began to mushroom around the world. These are areas set up by governments in the global South in which extremely favorable tax
regimes for business, slack environmental regulations, and anti-union laws, in a context of widespread poverty and increased dependence on the market, all helping industries that want to escape the higher wages and stronger regulations of the Northern countries. The maquiladora zone along the U.S.-Mexican border is the best-known example in North America. With the generalization of EPZs to whole countries (such as Mexico since NAFTA), multinational corporations increasingly turned into transnational corporations. While the former, which grew in the 1950s and 1960s, replicated production processes in different countries so as to access national and regional markets, the latter slice up the production that once took place in one area, and displace it through large global production networks according to cost and efficiency criteria. The productive nodes within these networks might belong to a major transnational corporation, or they might be subcontracted to minor players.
Devaluing and dividing workers
This global restructuring developed in the last few decades, along with the development of financial speculation and the use of debt, has allowed the reduction in the value that the mental, physical and affective capacities of U.S. workers have for capital. This value, which we call the value of labor power, does not correspond directly to the wage received by workers, although it is linked to it. It also depends on the prices of the goods and services that are typically consumed by workers, and the latter depend both on their condition of production and the general level of inflation.
The global restructuring made possible by the enclosure of resources and entitlements created the conditions for widening the wage hierarchies (both global and local) — the latter reproduced culturally through xenophobia and racism, and economically, through pervasiveompetition and forced dispossession. These wage gaps, in turn, made it possible to reduce the value of labor power in countries like the U.S. without a proportional decline in living standards, by lowering the price of commodities that enter in the wage basket of these workers. So for example, the planetary expansion of sweatshops in global commodity chains means that U.S. workers can buy pants or digital radios at Wal- Mart at low prices. Because of cheap service labor from the South and East - the result of massive poverty caused by Structural Adjustment - many Americans now hire Filipina or Mexican women to take care of children and aged grandparents. In the South, meanwhile, this process has made it possible to discipline new masses of workers into factories and assembly lines, fields and offices, thus extending enormously capital’s reach in defining the terms—the what, the how, the how much — of social production.
In both North and South, the enclosure of resources that formerly belonged to all in common, means an increased dependence of the working class on markets to reproduce livelihoods, less power to resist the violence and arrogance of those whose priority is only to seek profit, less power to prevent the market from running their lives. It makes working class people more prone to fratricidal wars against other workers who are trapped in the same competitive race, but with different levels of rights and different access to wages. All this has meant a generalized state of precarity, where life is precarious and nothing can be taken for granted.
Global circuits
From the point of view of global finance, what allows the dynamics described above is what generally is described as Bretton Woods II and which is expressed by the enormous U.S. trade deficit and correspondent surplus in China and other exporting countries. It is the interlink between surplus and deficit countries that allows to generate always new debt instruments like the one that has recently resulted in the sub-prime crisis. The ongoing recycling of accumulated surplus of countries exporting to the USA such as China and oil producing countries is what has allowed financiers to create new credit instruments in the USA. Hence, the “deal” offered by the elites in the United States to its working people has been this: ‘you, give us a relative social peace and accept capitalist markets as the main means through which you reproduce your own livelihoods, and we will give you access to cheaper consumption goods, access to credit and the illusion that gains in terms education, health, pensions and social security could be made through the speculative means of stock markets and housing prices.’ In turn, to allow the reproduction of labour power of 250 millions of unemployed, under-employed and dispossessed Chinese, the “communist” leaders need double digits rate of growth, and therefore they need both Western markets and their capital, know-how and technologies. It is for this reason that they have been willing to recycle back to the US their enormous trade surpluses, thus contributing to the liquidity for the expansion of the many forms of debt in the US. This is a vicious cycle that locks everybody into an endless rat race. At the same time in China and other developing zones in the Global South, people are being offered a different sort of deal: industrial employment at wages that, while very low by international standards, are still substantially higher than anything obtainable in the impoverished countryside. But attached to this there is also the promise that, through their link to global markets, their conditions of living will be gradually improved. While over the last few years wages in many such areas seem to be growing thanks to the intensification of popular struggles (particularly in China), such gains are impossible to generalize. What’s being offered to the South is the promise to expand the existing urban middle classes, who already model their lifestyle and consumption patterns on Northern ones. Although an understandable longing for “betterment” is at the basis of what has been sold as the “American dream”, what makes it a dream isprecisely the fact that, even in the US, it has never meant eliminating wage hierarchies, just reshaping them. This is a game in which there
must, necessarily, be losers.
At the global level, this is impossible to generalize for two reasons. First, no matter how much w recycle or how many energy efficient light bulbs we use, it would still require several planets to
accommodate a “American dream” way of life modeled on high energy and individualized consumption patterns for six billion people. Second, precisely because this way of life requires the further expansion of competition of all against all, of borders and property regimes, of enclosures and dispossession, it must always necessarily be dependent on hierarchy and exclusion. In other words, middle class “betterment” is an illusion constructed in between the Scylla of ecological disaster and the Charybdis of poverty. The only think that this model of development can create is gated communities of whatever is left of middle class families accessing privatized social services within the borders of their patrolled walls, surrounded by hordes of poor with little access to public services and whose entrance through the gates of those enclaves is managed for the purpose of serving those communities.
Many crises: what restructuring lies ahead?
The turn of the millennium saw a vast and sudden flowering of planetary popular uprising against neoliberalism in Latin and Central America, Africa, Asia and ultimately, within the cities of the former colonial powers themselves and in the US. The global uprising had occurred at the end of the cold war era, when the massive global security apparatus was beginning to look like it lacked a reason of being, when the world threatened to return to a state of peace and
claims were made for a “peace dividend” to be channeled into social entitlements. The immediate reaction to this wave of struggles was a textbook case, helped by US former allies Al Queyda. The response was further tax cuts for capital and a return to global warfare with the funding of the 1 trillion dollar war in Iraq. However, this attempt to use US military power as the ultimate enforcer of the neoliberal model failed as well in the face of almost universal popular resistance. Now, the very financial architecture that tied together the global circuits of capitalist production is in deep crisis. As a result, the neoliberal project lies shattered.
This is the nature of the current neoliberal “impasse”: how to further the reach of production for profit globally in the face of global growing resistance to enclosures and dispossession, and in the wake of military and financial strategies that have reached their limit?
The fundamental question for capital today seem therefore these: how to use the economic financial crisis triggered by the sub-prime crisis topush for new forms of governance and global restructuring aimed at promoting a new cycle of planetary accumulation? How can this restructuring be shown to address those strategic questions that are posed by growing social conflict worldwide such as the question of energy, poverty, and environment? In this the elites might be helped by the emergence of new crises that are directly linked to the sub-prime one: the food and oil price hikes, which are devastating communities livelihoods across the world, and are at the basis of current massive waves of struggles. Both oil and food prices have been rising as a combination of “fundamental” and “speculative” factors. Oil demand has been surging from the need posed by the growth in industrial production in many countries of the South described before, against the background of relatively sticky oil supply. Food prices in turn have been rising as a result of the expansion of agri-industrial models of land use, the concern of which is to feed global market demand (that is paying demand) not hungry people around the world. In recent years, land use has shifted first into animal feed production (due to the increase in meet consumption brought about rapid urbanization in the South but also in the North) and, more recently, to biofuel, as oil prices makes it profitable to use land for this purpose. On the speculation side, just as the bursting of the stock market bubble in the late 1990s shifted speculation into housing, so as now the burst in the housing bubble and stalling of world stock markets triggered by the sub-prime crisis, has shifted the interest of speculators away from these assets and onto commodities, which in turn fuel the price increase and create the condition for a new wave of global restructuring by the creation of massive poverty, both in the North and in the South.
They will try to use these crisis to attempt to reverse the gains of past social movements: to dea with the energy crisis and global warming they will put nuclear energy back on the table, they will further commodify “guilt” by extending the reach of carbon trading, and they will focus on capital intensive alternative energy sources, in such a way as to ensure that whatever energy resources do become important in this millennium, it will be difficult to democratize them. To deal with the food crisis they will try to further the role of biotechnology and genetically modified foods that further impoverish poor world farmers and reduce food security. The World Bank is
already suggesting that Sovereign Wealth Funds put aside a small proportion of their money for food aid, but only as tied to a larger project of global restructuring. They will also try to reshape the configuration of global production networks. A new class deal in China for example could be thought to go in this direction. From the perspective of global capital, the increasingly rioting workers in China could be allowed higher standards of living if new low wage zones are created elsewhere to help maintaining a low value of labour power in the US and in Europe. In certain regions of Africa, for example, the continent where struggles defending common access to land, water and social entitlements have been most intense in current decades, and where enclosures of these commons, in cases in which they succeeded, have left trails of social, community and ecological devastation. There are forces at work to create the global infrastructures necessary for this reconfiguration of global production and wage hierarchy. For example, the World Bank - deprived of its role of funding controversial dams and pipe-lines projects across the world by the many poors’ struggles whose livelihoods was threatened by those projects - has been funding development in China’s poorer provinces. In turn, this allows the Chinese government to carry out similar projects in Southeast Asia, Africa, and even Latin America, and to bypass the international mobilization that coagulated against the mega-projects funded by the World Bank.
Finally, the collapse of the value of the dollar, if maintained andmanaged, will reduce further the value of labour power of the US working class, cutting their access to goods and services. This will open the possibility of a partial reversal of foreign investment into manufacturing in the US, and the growth of outsourcing of global production networks back into the US, as it is discussed in some financial blogs. This job creation of course will dependent of course on conditions of further impoverishment of already large sections of US working class: the American dream turned into nightmare. It goes without saying that it will be up to the waged and unwaged working class everywhere to push back what really lies behind the promises of development and prosperity: further enclosures of entitlements and commons, a way of life dominated by the race to out compete others, and therefore destined to reproduce wage hierarchies, exclusions, poverty, ecological disaster and scarcity in the midst of plenty. The reclaiming of commons for our own times - as demonstrated by so many struggles around the world - is the minimum condition for reverting precariousness in the condition of work and living. But it is also the condition upon which new forms of local and trans-local communities of producers can be constituted, communities who reproduce livelihoods while set their own measuresand value of things, without submitting to the measures and value of things imposed upon them by disciplinary capitalist markets or authoritarian hierarchies.
1 Published in UE News in two parts, June and July 2008, United Electrical, Radio and
Machine Workers of America, Pittsburgh, USA.
Next Lap in the Rat Race?
From Sub-Prime Crisis to the “Impasse” of
Global Capital1
Massimo De Angelis
Why is it that fuel prices are increasing, home values are falling, credit is squeezed and job insecurity increasing? Why is it that more and more of U.S. working class families are suffering the pinch of this crisis?
My answer might sound very cynical: It’s so the system that links their working lives to those of billions of others around the world can continue, in new ways, to divide working people here and around the world; to devalue their work and reward those who bet on the “right” asset; pit one livelihood against another in condition of endless competition; and thus reproduce scarcity in the midst of plenty. The many current crises that are hitting the world are interlinked, and what started in the U.S. as a sub-prime and foreclosure crisis, is now appearing in other parts of the world as a food and energy crisis which is now, in turn, rebounding in the U.S. To put it bluntly, the current crises create the conditions for a planetary restructuring to allow the planetary rat race to continue, and continue producing scarcity in the midst of plenty. Unless, of course, people from around the world set limits on this madness, and together restructure from below the way they produce the world’s wealth. Let us explore some of these linkages.
Financial crisis
The U.S. is in the midst of two interrelated crises, an economic slowdown and a financial crisis. Recessions and slowdowns are means to devalue wages and put pressures on the working class and lay the basis for a profitable new upturn in the business cycle. This financial crisis has even deeper implications, because of its international ramifications, its links to other global crises such as food and energy, and the fact that faith in future growth, accumulation and repayment of past and current debt has been deeply shaken. One of the top priorities of the U.S. government and of other major players in the global economy, is to restore faith in the system and the promises it makes, because that faith keeps the system of capitalist production going. However, the problem for the working class in the U.S. and across the world is that this faith can be re-established only to the extent the major players are convinced that a future of profitability and accumulation lies ahead. In other words, politicians will have to create the conditions of profitability today in order to give any hope of future profit to financial and industrial capitalists around the world. The current crisis therefore, can be viewed as an opportunity for capital to restructure global capitalism and squeeze more out of workers and communities everywhere. This crisis of global proportion became manifest in the U.S. last summer, when the sub-prime crisis hit the headlines behind rising foreclosures and family bankruptcies. It followed a series of burst bubbles and Federal Reserve interventions on interest rates which kept inflating the economy with debt. In the late 1990s the dotcom bubble burst and high tech stocks crashed, opening a recession. After the 9/11 attacks there were widespread fears of financial collapse, as employment keep dropping through July 2003 (in spite of the recession being “officially over” in November 2001). Between January and December 2001, the Fed cuts its benchmark interest rate 11 times, dropping the key lending rate from 6.5 percent to 1.75 percent. This led to negative real interest rates (when inflation was factored in) which meant that banks borrowed money to make loans and, in real dollars, repaid less than they had borrowed. Cheap credit was a strategy to avoid and delay financial collapse and consequent global meltdown, but it is also how the Fed created the next bubble.
The Housing Bubble
After the dotcom crash, the era of easy credit led to speculation on the housing market. Home mortgage debt begun to show double digit growth, settling at around 16.6 percent a year in the period between 2000-2005, compared to about 9.2 percent a year in the 1990s. This added to other working class indebtedness (such as credit card debt) which grew through the last three decades. Loans were made available to working class people who would not have qualified previously because of low incomes or inadequate assets, and lenders did not seem interested in checking borrowers’ statements. This was not only due to cheap credit, but also to the way mortgages were packaged into more complex debt instruments (which also led to the international ramifications of the crisis.)
The main difference between the traditional mortgage system and the new one that emerged with recent “financial innovations” in the U.S. is the complicated web of linkages away from the mortgage-issuing banks. In the “old days”, mortgages were a simple affair between home buyers and banks. Banks had an incentive to minimize the risk of default and, to some degree, to re-negotiate mortgage terms if there was a risk of default. The mortgage deal was confined in the relation between issuing bank and the borrower.
The novel aspect of the “new” mortgage market is the banks' offloading of risk to the market through securitization, i.e. repackaging of these mortgages (home buyers’ promises to pay back the loan with interest) into securities that combine a wide range of risks and promises of repayment by a variety of agents; investments that were sold off to hedge funds, pension funds, and back to commercial banks themselves.
What is interesting is the system of incentives for different agents intheir efforts to maximize profit. First, mortgage lenders – or at least their agents – were interested in maximizing the number of mortgage deals, as they received a fee for each deal closed. Therefore they weren’t very careful about minimizing the risk of default. The rating agencies, such as Goldman Sachs, who were supposed to rate these mixed securities of bundled mortgages, on a scale of risky to safe, had an interest in overrating them. Why? Because rating agencies have competitors, and if they fail too often to please their clients with good ratings, these would turn to their competitors. All these factors caused drastic increases in home prices, which almost doubled in the 2000-2005 period (according to the Case-Shiller Home Price Index). Ultimately however, this bubble burst. They always do, sooner or later. And the main, obvious reason is that debt must be paid back, with interest. And this is not always possible, if the cost of repayment increases above what the borrower can afford. Thus, one factor contributing to the wave of defaults was the Fed’s seventeen interest rates hikes between June 2004 and June 2006. The higher rates affected a variety of borrowers, but especially the more vulnerable ones with adjustable rate mortgages.
In July 2007, according to some estimates, a month before the official opening of the sub-prime crisis, home foreclosures were almost 100 percent above the previous year. The increase in foreclosures in turn contributed to a fall in further lending and a drop in home prices. By March 2008 average home prices measured by the Case-Shiller Index had fallen by almost 18 percent from their peak in June 2006. A fall in house prices in turn prevents many homeowners from playing the speculator’s game (borrowing against the rising value of their houses) for the purpose of maintaining their livelihoods.
Livelihoods and speculation
The sub-prime story revealed some key changes in the way middle to low income U.S. working class people secure a place to live. These changes are better understood if we consider them in the context of shrinking social entitlement to common wealth (which at the federal level is seen in the last three decades of tax cuts for the rich and social services cuts for the poor), and increasing “labor market flexibility” – job and wage insecurity – which increase the risk of default. The mandarins of finance have thought it out well: how to provide homes for the needy while at the same time reducing the investors’ risk? The answer is the same as to every capitalist conundrum: turn “risk” into a commodity and pass it along. The mortgage crash and the current crisis reveal that this “risk” was distributed to global markets, and appeared in investment portfolios ranging from American pension funds, to local governments in Europe, to international banks. According to some estimates, non-U.S. investors hold about 60 percent of the mortgage-related debt that has defaulted or that it is likely to do so. There is a good chance that the mortgage on your home has been chopped up into small pieces and scattered around the world. The fact that nobody knows where “it” actually went, then caused banks to freeze their lending to each other, threatening to paralyze the international credit system and its huge
need for liquidity (assets that can be easily bought and sold) to lubricate its daily operations. This practice allowed increased exposure, but also increased expected profit. The push to sell mortgages was also met by eager home buyers who, in condition of declining real wages and the prospect of house price increases, saw the possibility to capitalize on a booming house markets. For millions of workers this meant their first opportunity to own their home; but the financiers also turned large sections of the working class into speculators, dividing them from workers with lower pay and no access to credit. Some workers supplemented declining wages by playing the markets, or by buying and “flipping” houses. In this way, their aspirations for social wealth in th form of health, education and housing were tied to the ups and down of financial markets. Take for example, the case of employers offering to pay workers partially in company stock, often as a bonus. The old “productivity deals” in the post-war period linked wages increases to absolute increases in productivity. But tying wages to the increases in share prices means tying them to differentials between these productivity increases and those of workers in competing companies It makes the stock market the judge of whether workers are “sufficiently” productive, not in absolute terms, but relative to competitors, by rewarding (or not) the stock with an increase (or not) in its price. If competing firms use this technique to pay workers, the stock market decides which workers get wage increases. It is as if managers are saying to workers: Work harder, but how much you need to intensify your working life to get an increase in wages, neither you nor I will decide. The Market decides. And since nobody knows whether other workers in other companies will work more efficiently than you, uncertainty will push you to work even harder. It must be clear that tying the conditions of reproduction (at both family and societal levels) to the ups and down of financial assets – whether these are shares of the employer’s stock or the investment instruments that now drive housing prices – is to tie them to the dynamic of market which fuel insecurity and further polarize wealth. This is an ingenious trick, because it undermines organized social struggle over wages and social entitlements like housing, health and education, in at least two ways:
a) By making working class people in debt more vulnerable and therefore less willing to join in social struggles, since they’re compelled to avoid default and the loss of future credit (increasingly the only source of higher living standards.)
b) By pressuring them to work harder and accept worse conditions, which in turn stimulate cutthroat competitive struggle among workers.
Non-union workers heavily in debt are often too scared to join a union; union workers heavily in debt are more fearful of going on strike. The massive increase in all types of working class debt makes workers less able to resist the dictates of capital. The word mortgage derives from Latin meaning “the grip of death.” It evokes a condition in which debtor loses freedom over their own lives, precisely because to reproduce their livelihoods they are compelled to get more cash to repay debt (what in standard economic language translates into “forcing cash flows.”)
End of the neoliberal era?
The recent sub-prime crisis and its international ramification could well indicate the end of the neoliberal era as we know it since it emerged in the late 1970s. Neoliberalism arose as a respons by U.S. capital to a threefold problem resulting from planetary struggles of the previous two decades:
1) How to cut the social wage (wages plus social benefits) received by U.S. working class, but at the same time
2) Allow in some way the reproduction of U.S. working class and
3) Intensify their working lives (make people work harder.)
The recent sub-prime experiment was the last of many attempts to deal with this threefold problem. It must be understood within the framework of neoliberal changes and of the processes of global restructuring which followed them. (The term “neoliberalism” means a return to the “free-market” ideology from the “Gilded Age” of capitalist robber barons, not some new era of generosity.) To understand the possible implication of this crisis therefore we must briefly trace the development of the conditions that made it possible. 1979 is the year in which Paul Volker – then chairman of the Federal Reserve – “officially” launched the neoliberal era with a sudden 1 percent increase in the interest rate, precipitating a global recession. The latter, in turn, created the conditions for neoliberal reforms such as financial market deregulation, union busting, cuts in social entitlements, tax cuts for the rich, and intensified free trade. The massive explosion in debt and financial markets (of which the subprime crisis is the latest expression) were a major consequence of this.
“Excessive” public spending was identified as the major source of inflation and unemployment, together with “excessive” wage demands. With the election of Margaret Thatcher in the United Kingdom in 1979 and Ronald Reagan in the U.S. in 1981, a new “consensus” started to consolidate among world rulers according to whom national assets had to be privatized, public spending curbed and capital markets had to be liberalized. Until then, the post- World War II governments could implement Keynesian policies of full employment – whether these were
successful or not – through the manipulation of tools such as the interest rate, the exchange rate, taxes and government spending (Keynesian policies, based in the economic theories of John Maynard Keynes, began to be applied by governments during the 1930s, and became orthodoxy across the West after WWII.) With the opening up of capital’s markets, governments decreed the abandonment of their commitments to full employment and any form of welfare state or social safety net. Economic and social policies must please the financial capital markets. If governments granted popular concessions that redistributed resources from capital to the working class, financial capital would fly away, thus inducing a fall in exchange rates and an increase in interest rates and provoking a downturn in business and an increase in unemployment. In the view of neoliberals, a “stable economy” meant accommodation to the desires of international financial capital. Financial markets thus started to exert heavy pressure on conditions of work – whether waged work in factories or offices or unwaged work of raising children and reproducing lives in the home – through capital’s increased ability to migrate from place to place, pitting conditions of working class reproduction against one another. Governments now competed against one another to cut the public spending that was part of the social wage: education, health, housing, to mention just a few. In the global South, which did not have “advanced” capital markets through which to impose the discipline of global capital, the same effects were obtained through the management of what became known as the Third World debt crisis, precipitated by Chairman Volker’s interest rate increase. In the event of a liquidity crisis in a debtor country, the first response is a phone call to the International Monetary Fund (IMF) in Washington. The response to such a phone call by a national government is well known: IMF officials offer their help and will consider extending a loan in order so country in question meet its debt payments to the big global bankers. This would allow it to continue to “benefit” from existing trade agreements, aid flows, and all the perks that go with being a member of the world “economic community.” However, the proviso for the loan would be a series of conditions, also known as a Structural Adjustment Program (SAP), which the IMF forced all countries in crisis to adopt with little variation: devalue the currency, thus making imports more expensive and enforcing a cut in real wages; privatize water, education, healthcare and other national resources thus opening them up to restructuring, hence unemployment; cut social spending; cut subsidies on necessities like food and fuel; open up markets to foreign investors; promote competitive exports, which will help to repay the debt. In the case of basic resources like water, their privatization results in attempts to make poor people pay for them at prices they often cannot afford.
Million of people across the world have struggled against these enclosures (dispossession or privatization of resources essential tosubsistence), thus slowing them down, sometimes even stopping them for the time being. But as in the case of financial liberalization in the global North, in the South too the management of debt crises became an opportunity to enclose common resources, and make people more dependent on themarkets. In both the North and the South, through financial deregulation and free trade, neoliberal capital thus aimed to turn the “class war” of the 1960s and 1970s – when capital’s power faced challenges in communities, factories, offices, streets and fields around the world – into a planetary “civil war”. A civil war fought through competition, a way of life that pits each community of workers against every other.
It has done this by mechanisms of competition that have come to pervade every sphere of life. It has done this by demands for “efficiency” – lowering the costs of production – which in fact means shifting its costs away from capitalists and onto the environment, communities and human bodies (where they don’t count as economic costs). It has done it through the management of borders with detention camps, deportation, and the criminalization of migration by xenophobic and racist laws and practices.
In this context, the development of information and communication technologies, together with the drastic reduction in the monetized (but not the environmental) cost of global transport, has offered capital a major opportunity to restructure global production and construct a system that facilitate its escape from zones of organized working class strength. Through the late 1970s and 1980s, export processing zones (EPZs) began to mushroom around the world. These are areas set up by governments in the global South in which extremely favorable tax
regimes for business, slack environmental regulations, and anti-union laws, in a context of widespread poverty and increased dependence on the market, all helping industries that want to escape the higher wages and stronger regulations of the Northern countries. The maquiladora zone along the U.S.-Mexican border is the best-known example in North America. With the generalization of EPZs to whole countries (such as Mexico since NAFTA), multinational corporations increasingly turned into transnational corporations. While the former, which grew in the 1950s and 1960s, replicated production processes in different countries so as to access national and regional markets, the latter slice up the production that once took place in one area, and displace it through large global production networks according to cost and efficiency criteria. The productive nodes within these networks might belong to a major transnational corporation, or they might be subcontracted to minor players.
Devaluing and dividing workers
This global restructuring developed in the last few decades, along with the development of financial speculation and the use of debt, has allowed the reduction in the value that the mental, physical and affective capacities of U.S. workers have for capital. This value, which we call the value of labor power, does not correspond directly to the wage received by workers, although it is linked to it. It also depends on the prices of the goods and services that are typically consumed by workers, and the latter depend both on their condition of production and the general level of inflation.
The global restructuring made possible by the enclosure of resources and entitlements created the conditions for widening the wage hierarchies (both global and local) — the latter reproduced culturally through xenophobia and racism, and economically, through pervasiveompetition and forced dispossession. These wage gaps, in turn, made it possible to reduce the value of labor power in countries like the U.S. without a proportional decline in living standards, by lowering the price of commodities that enter in the wage basket of these workers. So for example, the planetary expansion of sweatshops in global commodity chains means that U.S. workers can buy pants or digital radios at Wal- Mart at low prices. Because of cheap service labor from the South and East - the result of massive poverty caused by Structural Adjustment - many Americans now hire Filipina or Mexican women to take care of children and aged grandparents. In the South, meanwhile, this process has made it possible to discipline new masses of workers into factories and assembly lines, fields and offices, thus extending enormously capital’s reach in defining the terms—the what, the how, the how much — of social production.
In both North and South, the enclosure of resources that formerly belonged to all in common, means an increased dependence of the working class on markets to reproduce livelihoods, less power to resist the violence and arrogance of those whose priority is only to seek profit, less power to prevent the market from running their lives. It makes working class people more prone to fratricidal wars against other workers who are trapped in the same competitive race, but with different levels of rights and different access to wages. All this has meant a generalized state of precarity, where life is precarious and nothing can be taken for granted.
Global circuits
From the point of view of global finance, what allows the dynamics described above is what generally is described as Bretton Woods II and which is expressed by the enormous U.S. trade deficit and correspondent surplus in China and other exporting countries. It is the interlink between surplus and deficit countries that allows to generate always new debt instruments like the one that has recently resulted in the sub-prime crisis. The ongoing recycling of accumulated surplus of countries exporting to the USA such as China and oil producing countries is what has allowed financiers to create new credit instruments in the USA. Hence, the “deal” offered by the elites in the United States to its working people has been this: ‘you, give us a relative social peace and accept capitalist markets as the main means through which you reproduce your own livelihoods, and we will give you access to cheaper consumption goods, access to credit and the illusion that gains in terms education, health, pensions and social security could be made through the speculative means of stock markets and housing prices.’ In turn, to allow the reproduction of labour power of 250 millions of unemployed, under-employed and dispossessed Chinese, the “communist” leaders need double digits rate of growth, and therefore they need both Western markets and their capital, know-how and technologies. It is for this reason that they have been willing to recycle back to the US their enormous trade surpluses, thus contributing to the liquidity for the expansion of the many forms of debt in the US. This is a vicious cycle that locks everybody into an endless rat race. At the same time in China and other developing zones in the Global South, people are being offered a different sort of deal: industrial employment at wages that, while very low by international standards, are still substantially higher than anything obtainable in the impoverished countryside. But attached to this there is also the promise that, through their link to global markets, their conditions of living will be gradually improved. While over the last few years wages in many such areas seem to be growing thanks to the intensification of popular struggles (particularly in China), such gains are impossible to generalize. What’s being offered to the South is the promise to expand the existing urban middle classes, who already model their lifestyle and consumption patterns on Northern ones. Although an understandable longing for “betterment” is at the basis of what has been sold as the “American dream”, what makes it a dream isprecisely the fact that, even in the US, it has never meant eliminating wage hierarchies, just reshaping them. This is a game in which there
must, necessarily, be losers.
At the global level, this is impossible to generalize for two reasons. First, no matter how much w recycle or how many energy efficient light bulbs we use, it would still require several planets to
accommodate a “American dream” way of life modeled on high energy and individualized consumption patterns for six billion people. Second, precisely because this way of life requires the further expansion of competition of all against all, of borders and property regimes, of enclosures and dispossession, it must always necessarily be dependent on hierarchy and exclusion. In other words, middle class “betterment” is an illusion constructed in between the Scylla of ecological disaster and the Charybdis of poverty. The only think that this model of development can create is gated communities of whatever is left of middle class families accessing privatized social services within the borders of their patrolled walls, surrounded by hordes of poor with little access to public services and whose entrance through the gates of those enclaves is managed for the purpose of serving those communities.
Many crises: what restructuring lies ahead?
The turn of the millennium saw a vast and sudden flowering of planetary popular uprising against neoliberalism in Latin and Central America, Africa, Asia and ultimately, within the cities of the former colonial powers themselves and in the US. The global uprising had occurred at the end of the cold war era, when the massive global security apparatus was beginning to look like it lacked a reason of being, when the world threatened to return to a state of peace and
claims were made for a “peace dividend” to be channeled into social entitlements. The immediate reaction to this wave of struggles was a textbook case, helped by US former allies Al Queyda. The response was further tax cuts for capital and a return to global warfare with the funding of the 1 trillion dollar war in Iraq. However, this attempt to use US military power as the ultimate enforcer of the neoliberal model failed as well in the face of almost universal popular resistance. Now, the very financial architecture that tied together the global circuits of capitalist production is in deep crisis. As a result, the neoliberal project lies shattered.
This is the nature of the current neoliberal “impasse”: how to further the reach of production for profit globally in the face of global growing resistance to enclosures and dispossession, and in the wake of military and financial strategies that have reached their limit?
The fundamental question for capital today seem therefore these: how to use the economic financial crisis triggered by the sub-prime crisis topush for new forms of governance and global restructuring aimed at promoting a new cycle of planetary accumulation? How can this restructuring be shown to address those strategic questions that are posed by growing social conflict worldwide such as the question of energy, poverty, and environment? In this the elites might be helped by the emergence of new crises that are directly linked to the sub-prime one: the food and oil price hikes, which are devastating communities livelihoods across the world, and are at the basis of current massive waves of struggles. Both oil and food prices have been rising as a combination of “fundamental” and “speculative” factors. Oil demand has been surging from the need posed by the growth in industrial production in many countries of the South described before, against the background of relatively sticky oil supply. Food prices in turn have been rising as a result of the expansion of agri-industrial models of land use, the concern of which is to feed global market demand (that is paying demand) not hungry people around the world. In recent years, land use has shifted first into animal feed production (due to the increase in meet consumption brought about rapid urbanization in the South but also in the North) and, more recently, to biofuel, as oil prices makes it profitable to use land for this purpose. On the speculation side, just as the bursting of the stock market bubble in the late 1990s shifted speculation into housing, so as now the burst in the housing bubble and stalling of world stock markets triggered by the sub-prime crisis, has shifted the interest of speculators away from these assets and onto commodities, which in turn fuel the price increase and create the condition for a new wave of global restructuring by the creation of massive poverty, both in the North and in the South.
They will try to use these crisis to attempt to reverse the gains of past social movements: to dea with the energy crisis and global warming they will put nuclear energy back on the table, they will further commodify “guilt” by extending the reach of carbon trading, and they will focus on capital intensive alternative energy sources, in such a way as to ensure that whatever energy resources do become important in this millennium, it will be difficult to democratize them. To deal with the food crisis they will try to further the role of biotechnology and genetically modified foods that further impoverish poor world farmers and reduce food security. The World Bank is
already suggesting that Sovereign Wealth Funds put aside a small proportion of their money for food aid, but only as tied to a larger project of global restructuring. They will also try to reshape the configuration of global production networks. A new class deal in China for example could be thought to go in this direction. From the perspective of global capital, the increasingly rioting workers in China could be allowed higher standards of living if new low wage zones are created elsewhere to help maintaining a low value of labour power in the US and in Europe. In certain regions of Africa, for example, the continent where struggles defending common access to land, water and social entitlements have been most intense in current decades, and where enclosures of these commons, in cases in which they succeeded, have left trails of social, community and ecological devastation. There are forces at work to create the global infrastructures necessary for this reconfiguration of global production and wage hierarchy. For example, the World Bank - deprived of its role of funding controversial dams and pipe-lines projects across the world by the many poors’ struggles whose livelihoods was threatened by those projects - has been funding development in China’s poorer provinces. In turn, this allows the Chinese government to carry out similar projects in Southeast Asia, Africa, and even Latin America, and to bypass the international mobilization that coagulated against the mega-projects funded by the World Bank.
Finally, the collapse of the value of the dollar, if maintained andmanaged, will reduce further the value of labour power of the US working class, cutting their access to goods and services. This will open the possibility of a partial reversal of foreign investment into manufacturing in the US, and the growth of outsourcing of global production networks back into the US, as it is discussed in some financial blogs. This job creation of course will dependent of course on conditions of further impoverishment of already large sections of US working class: the American dream turned into nightmare. It goes without saying that it will be up to the waged and unwaged working class everywhere to push back what really lies behind the promises of development and prosperity: further enclosures of entitlements and commons, a way of life dominated by the race to out compete others, and therefore destined to reproduce wage hierarchies, exclusions, poverty, ecological disaster and scarcity in the midst of plenty. The reclaiming of commons for our own times - as demonstrated by so many struggles around the world - is the minimum condition for reverting precariousness in the condition of work and living. But it is also the condition upon which new forms of local and trans-local communities of producers can be constituted, communities who reproduce livelihoods while set their own measuresand value of things, without submitting to the measures and value of things imposed upon them by disciplinary capitalist markets or authoritarian hierarchies.
1 Published in UE News in two parts, June and July 2008, United Electrical, Radio and
Machine Workers of America, Pittsburgh, USA.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)