Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Ερμηνεία της κρίσης από το περιοδικό Θέσεις

Το παρακάτω κείμενο είναι το editorial του τελευταίου τεύχους του περιοδικού Θέσεις που μιλά για τη χρηματοπιστωτική κρίση (τεύχος 105, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008).




Editorial

Η σημερινή κρίση δεν είναι μια ακόμα οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, ένδειξη της «φθοράς» και «νομοτελειακής κατάρρευσης» του συστήματος. Είναι συγκεκριμένη χρηματοοικονομική κρίση με ειδικά χαρακτηριστικά που αναδεικνύονται στη σημερινή συγκυρία, αποτέλεσμα της επίδρασης της συνολικής δομής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν έρχεται από το πουθενά, ούτε αποτελεί συνέπεια μιας σειράς λαθών που συνέβησαν από την απληστία και το ανεξέλεγκτο ορισμένων στελεχών πρώτης γραμμής του «διεθνούς κερδοσκοπικού κεφαλαίου», που φρόντιζαν με «χρυσά αλεξίπτωτα» να διασφαλίζουν την ευημερία τους ακόμη και στην κατάρρευση των αγορών.

Είναι μια κρίση που προδιαγράφεται σε αργή κίνηση επί μακρόν στον ορίζοντα της ήττας και αποδυνάμωσης των δυνάμεων της εργασίας, αλλά και της αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου με τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση σημαντικών τομέων που αποτελούσαν μέχρι πρότινος αντικείμενο κρατικής δραστηριότητας. Και που συνδέεται εγγενώς με την ενίσχυση μηχανισμών που στοχεύουν στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, γεγονός που στην κρίση συνεπάγεται και την ανάγκη καταστροφής κεφαλαίων που δεν υπεραξιώνονται ικανοποιητικά.

Το ενδιαφέρον στη σημερινή κρίση και τους μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίχθηκε είναι ότι η πιθανότητα να επισυμβεί, μέσα από την αδυναμία εξυπηρέτησης δανειακών υποχρεώσεων και συνακόλουθα την ανεπαρκή διαχείριση των σχετικών κινδύνων, αποτέλεσε και η ίδια αντικείμενο κερδοσκοπίας στις κεφαλαιαγορές μέσα από σύνθετα παράγωγα προϊόντα που προκύπτουν από τιτλοποιημένα χρέη που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση - CDOs (Collateralized Debt Obligations). Η χρηματοπιστωτική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου προέκυψε μέσα από μια μακρά διαδικασία προαναγγελθείσας «φυσικής καταστροφής», η οποία όσο διαρκούσε έδινε παραπέρα τροφή στην καθημερινή χρηματιστηριακή σπέκουλα αλλά και το μεσοπρόθεσμο παιχνίδι των «θεσμικών» που αναζητούν ευκαιρίες μέσα στην κρίση και την κατάρρευση μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Ορισμένοι που προβάλλουν τη σχέση του κεφαλαίου ως φυσικό νόμο, με την «κερδοσκοπία» ως «παράπλευρη απώλεια» οφειλόμενη στην απληστία «ολίγων αφρόνων», χρησιμοποιούν αυτή ειδικά την όψη της σύγχρονης χρηματοοικονομικής κρίσης για να «αποδείξουν» ότι εδώ συνέβησαν «λάθη» και «υπερβολές» που τείνουν να «πριονίσουν το κλαδί» πάνω στο οποίο κάθεται η «διεθνής οικονομία». Όλοι αυτοί έχουν την τάση να «ξεχνούν» ότι βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η προσδοκία της μελλοντικής κερδοφορίας και η προεξόφλησή της, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη και δυναμική των χρηματιστηρίων αλλά κυρίως στην ενίσχυση της θέσης των παραγώγων μέσα σε αυτά.

Και δεν είναι καθόλου παράξενο ότι αυτό το «παιχνίδι» περιλαμβάνει και όψεις που σχετίζονται με την προεξόφληση της ίδιας της κρίσης. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται αυτή η «καταστροφική» διάσταση στη λειτουργία του κεφαλαίου, μιας και ο Λένιν είχε μιλήσει για την αστική τάξη που είναι ικανή να «πουλήσει ακόμη και το σκοινί με το οποίο θα την κρεμάσουμε».

Οι καιροί έχουν όμως αλλάξει. Σήμερα αντί για σκοινί πουλάει στοιχήματα (παράγωγα) με προεξόφληση της μελλοντικής καταστροφής. Εμπορεύεται την ίδια την κρίση...


2. Καθαρτήρια κρίση

Όμως τα συνήθη στοιχήματα έχουν σαφώς ορισμένο πλαίσιο αναφορικά με το αντικείμενό τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου προφανές. Πρόκειται για ομιχλώδες τοπίο απόλυτα συγκεχυμένο στο οποίο ευδοκιμούν τα «παράγωγα» και οι «εκτιμήσεις αξιών» που τα συνοδεύουν: τιτλοποιήσεις δανειακών υποχρεώσεων είτε με άυλες εξασφαλίσεις (συμβόλαια μελλοντικών εσόδων) που υφίστανται μόνο ως πιθανότητες, είτε με υλικές εγγυήσεις (γη και κατοικία) αναγκαστικά υπερτιμημένες στο ανοδικό προεξοφλητικό σπιράλ των αξιών. Και στη συνέχεια οι δευτερογενείς αγορές όπου γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι τιτλοποιήσεις και τα κάθε λογής παράγωγα, οι προεξοφλήσεις μελλοντικών πληθωρισμένων αξιών, οι «εξασφαλίσεις», όλα εξαρτημένα από την περίφημη «ψυχολογία» των αγορών. Αριθμοί, πιθανότητες, στοιχήματα, εκτιμήσεις, συστάσεις «αναλυτών» που είτε αναπαράγουν το αυτονόητο στην ομαλή ανοδική πορεία, είτε κηρύσσουν «αιφνιδίως» δίκην χιονοστιβάδας την καταστροφή όταν η κρίση αναγγείλει έστω και υπαινικτικά την παρουσία της.
Έτσι, επενδυτικές τράπεζες όπως η Lehmann που μέχρι προ έτους κατατάσσονταν στην πρωτοπορία της χρηματοοικονομικής καινοτομίας καταποντίζονται «εν μια νυκτί» με τις «αναλύσεις» να αλλάζουν πρόσημο με την ταχύτητα και την ευκολία τροπικής καταιγίδας, οργανωμένη έκφραση του πανικού πάνω στον καμβά της αμφιβολίας που αναδύεται μέσα από τις βεβαιότητες των προεξοφλήσεων. Για να πραγματοποιηθεί η αναπόφευκτη και αναγκαία εκκαθαριστική λειτουργία της κρίσης, που με απλά λόγια συνεπάγεται την καταστροφή: εξαΰλωση ιλιγγιωδών κεφαλαιοποιήσεων στα χρηματιστήρια, εξαφάνιση ιδρυμάτων με ισολογισμούς που αντιπροσωπεύουν το ΑΕΠ μιας μέσου μεγέθους χώρας, αθέτηση υποχρεώσεων προς χιλιάδες «πιστωτές», επαναφορά σε μηδενικές «παρούσες αξίες» των τοποθετήσεων των «επενδυτών», όλα όσα συνθέτουν τη φαινομενολογία της κρίσης.
Πίσω όμως από την πρόσοψη του κόσμου των ειδώλων με τα κεφάλαια που «χάνονται» και τις «παραγωγικές δυνάμεις» που καταστρέφονται βρίσκεται σε τελική ανάλυση η εργασία, που απαξιώνεται δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να ξεκινήσει ένας νέος περισσότερο αποδοτικός και κερδοφόρος κύκλος στη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης. Αλλά η μαζική ανεργία, ως απόρροια της κρίσης στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, και οι προεκτάσεις της, οι παραγωγικές δραστηριότητες που στηρίζονται και εξαρτώνται κρίσιμα από αυτή, δεν είναι παρά μια παράπλευρη απώλεια, collateral damage στον πόλεμο του κεφαλαίου με την εργασία.


3. «Ιερός» ανταγωνισμός

Ο καλύτερος τρόπος για να το διαπιστώσουμε είναι να εξετάσουμε από κοντά τα μέτρα που λαμβάνονται από τους εκπροσώπους του συλλογικού κεφαλαιοκράτη για την «προστασία του κοινωνικού συνόλου». Τότε θα διαπιστώσουμε ότι το κράτος δρα συμπληρωματικά προς το κεφάλαιο στην κρίση ενισχύοντας την ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου στους κοινωνικούς συσχετισμούς ακόμη και εκεί που φαινομενικά έρχεται να υποκαταστήσει το μεμονωμένο κεφάλαιο στην «αποτυχία» του.
Μια σύντομη ακτινογραφία βεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και σήμερα μετά την κατάρρευση μερικών τραπεζών και τις συγχωνεύσεις ακόμη περισσότερων, οι εποπτικές αρχές είναι εν γένει εντελώς απρόθυμες να βάλουν περιορισμούς στο χρηματιστηριακό παιχνίδι. Φαίνεται ότι ακόμη και το «ανέξοδο» shortselling, που ενισχύει την τέχνη του στοιχήματος χωρίς να διαθέτει καν το αναγκαίο χρήμα, είναι τόσο πολύτιμο για την «υγεία» των αγορών και τη λειτουργία προεξόφλησης του μέλλοντος ώστε σημειακά μόνο προχώρησαν στην απαγόρευσή του.
Το σχέδιο Paulson με τα 700 δις δολάρια εγκαινιάζει μια απόπειρα «ρύθμισης» φαινομενικά για την αποφυγή πανικού και τη στήριξη των αγορών. Ακόμη όμως και σε επίπεδο προθέσεων δεν προχωράει σε κάποιου τύπου «εξυγίανση», πράξη η οποία πρακτικά θα έπρεπε να βάλει νέους κανόνες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να υιοθετήσει κανόνες εποπτείας των αγορών παραγώγων τίτλων και θέσπισης μέτρων που περιορίζουν τις δυνατότητες και το εύρος της μόχλευσης (leverage) στα συμβόλαια προαίρεσης (options), καθώς και νέες ρυθμίσεις που αφορούν στην κεφαλαιακή επάρκεια - για να μείνουμε σε παραδείγματα που αφορούν τη μερική «διόρθωση» της παρούσας εκδοχής ρύθμισης και συγκρότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ενώ στο διεθνοποιημένο σύστημα χρηματοπιστωτικών αγορών, και στο πλαίσιο ευρύτερης μεταρρύθμισης που σίγουρα δεν το υπερβαίνει, θα μπορούσαν να ασκηθούν ρυθμιστικοί κανόνες που να εξασθενούν αντί να ενισχύουν τα προκυκλικά χαρακτηριστικά του, και ει δυνατόν να του προσδίδουν αντικυκλικές όψεις. Για να μη μιλήσουμε για άλλες μεταρρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν άλλους συσχετισμούς δυνάμεων προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας...
Αυτό που στην πραγματικότητα φαίνεται να ενδιαφέρει το σχέδιο Paulson – σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό σχέδιο που εισηγήθηκε ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπράουν και το οποίο προβλέπει κρατικό έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντίστοιχο με το ύψος δημόσιας χρηματοδότησής τους – είναι η στήριξη συγκεκριμένων χρηματοοικονομικών ομίλων απέναντι σε επιθετικές εξαγορές. Το σχέδιο εξαγοράζει τα «τοξικά προϊόντα» σε τιμές που μένει να προσδιοριστούν σε σχετικούς πλειστηριασμούς (auctions), φροντίζονταςπαράλληλα να επωφεληθούν οι «επενδυτές» από τη βελτίωση των οικονομικών των σχετικών traders. Υπάρχουν βέβαια και μερικά «κερασάκια» που μιλάνε για βοήθεια στους δανειολήπτες που «βρίσκονται σε δυσκολία» ή περιορισμό των bonus των «υπαιτίων» της κρίσης, αλλά μιας και το σχέδιο θα εφαρμόζεται τμηματικά υπό την «εποπτεία» ανεξάρτητων αρχών, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι θα προσαρμοστεί αναλόγως στο μέλλον ανάλογα με τις επιταγές της συγκυρίας.
Η απόφαση της πρώτης πρόσφατης μικρής «συνόδου κορυφής» της ΕΕ στο Παρίσι είναι επίσης ενδεικτική. Αντί να προχωρήσει στο έκτακτο αποθεματικό για την κρατική συμμετοχή σε τράπεζες που βρίσκονται ή θα βρεθούν σε ανεπάρκεια ρευστότητας, οι ιθύνοντες με περισσή αλαζονεία προέβησαν σε συστάσεις για αντιμετώπιση των προβλημάτων από κάθε χώρα ξεχωριστά, επισημαίνοντας μάλιστα με θράσος ότι αυτό πρέπει να γίνει «με σεβασμό στο σύμφωνο σταθερότητας και τους κανόνες του ανταγωνισμού» ώστε να μην υπάρξει «αθέμιτος ανταγωνισμός» μεταξύ χωρών στο τραπεζικό σύστημα (με το βλέμμα στραμμένο στην Ιρλανδία που εγγυήθηκε το συνολικό ύψος των καταθέσεων). Προφανώς αυτό που προέχει είναι ο «ενιαίος οικονομικός χώρος» για την κίνηση των κεφαλαίων, ενώ για την εργασία το ζήτημα έχει λυθεί προ πολλού: ελεύθερος ανταγωνισμός για φθηνούς πόρους με την πριμοδότηση της «ελαστικότητας», «κινητικότητας» (όπως τις ερμηνεύει ο εργοδότης, φυσικά) και της συμπίεσης των αμοιβών (Bolkestein).
Αντίθετα, η απόφαση της δεύτερης πρόσφατης συνόδου υιοθετώντας την πρόταση Μπράουν, υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών εξελίξεων που έδειξαν με σαφή τρόπο την αναποτελεσματικότητα των μέτρων της πρώτης, καθώς και του σχεδίου Paulson, δεν υπερβαίνει αυτό το πλαίσιο αλλά αφήνει να διαφανεί μια ρωγμή στην ηγεμονική ιδεολογία της αγοραίας ρύθμισης, μετά τα δραματικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης αρχής της «απεριόριστης ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων».
Εντούτοις, για τους κυρίαρχους, η κρίση δεν πρέπει να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού διότι η κρίση είναι μέσα στους κανόνες και όχι κάτι έκτακτο. Το κράτος συμμετέχει στο παιχνίδι των αγορών με αγοραίους όρους. Και λίγο ενδιαφέρει η επίπτωση της κρίσης στα δημόσια οικονομικά, αλλά οι «στρεβλώσεις» που αυτή θα επιφέρει στον «ελεύθερο ανταγωνισμό». Εξάλλου υπάρχει η «τεχνογνωσία» για τη «δημοσιονομική σταθερότητα»: ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, πλαφόν στο κρατικό έλλειμμα, όρια στο δημόσιο χρέος. Μάλιστα οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ρητές και πρωτότυπες: οι κρατικές ενισχύσεις προς παραπαίουσες τράπεζες θα μετράνε στο χρέος αλλά όχι στο τρέχον έλλειμμα. Ενώ ενισχύσεις στους χαμηλοσυνταξιούχους και άλλες «αντιπαραγωγικές» δαπάνες σύμφωνα με τα ταξικά μαθηματικά τους είναι «ευθέως ελλειμματικές»...
Και φυσικά υπάρχει σημαντική πείρα στον χειρισμό αποκλινουσών συμπεριφορών: ο λογαριασμός θα έρθει στο τέλος με τη μορφή της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα αποκαταστήσει αδυναμίες που θα έχουν προκύψει στη διαδικασία αναδιανομής εισοδήματος και ισχύος προς τους «από πάνω».


4. «Δυνατό» κράτος...

Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναγκαίο μέτρο προστασίας των καταθετών στις εμπορικές τράπεζες. Από τη μια πλευρά είναι σημαντικό και για τη λαϊκή αποταμίευση να εγγυηθεί το κράτος τις καταθέσεις των πολιτών στις τράπεζες, ένα μέτρο που έχει επισύρει την οργή των απανταχού νεοφιλελεύθερων ιθυνόντων. Υπάρχει όμως ένας κρυφός άγνωστος στην εξίσωση που θα επηρεάσει στο τέλος τον λογαριασμό: η ανάληψη της εγγύησης για όλες τις καταθέσεις είναι μια πρόσθετη υποχρέωση (liability) που αναλαμβάνει το κράτος, γεγονός που θα έχει επίπτωση στην πιστοληπτική του ικανότητα. Οι διεθνείς αξιολογικοί οίκοι, ξέρετε αυτοί που έδωσαν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά υγείας στη Lehmann και τους άλλους διεθνείς ασθενείς, θα υποβιβάσουν για τον λόγο αυτό τη σχετική βαθμολογία του (ελληνικού) κράτους, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος δανεισμού. Οι επιπτώσεις του τελευταίου θα φανούν στα ελλείμματα, στο χρέος και την εξυπηρέτησή του, με αποτέλεσμα στο εξαιρετικά εγγύς μέλλον να έχουμε μια ενδιαφέρουσα «επιστροφή» της «φιλολαϊκής πολιτικής»: εισοδηματική «προσαρμογή» ως μέρος ενός «έκτακτου προγράμματος» αντιμετώπισης της κρίσης στα δημόσια οικονομικά μαζί με τις αναγκαίες πρόσθετες προσαρμογές στη φορολογία των μισθωτών που δεν «αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας» όπως οι (όποιοι) επαγγελματίες...
Αποθέωση της πολυθρύλητης «επιστροφής του κράτους», αντίδοτο στην «ασυδοσία των αγορών». Με επινοητικότητα και εφευρετικότητα στους πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει η κοινωνικοποίηση των ζημιών, η μεταφορά του κόστους από τις «αποτυχίες των αγορών» στις δυνάμεις της εργασίας ως η άλλη όψη του νομίσματος που συνίσταται στην ιδιωτικοποίηση των κερδών. Μάλλον αυτό εννοούν όταν μιλούν για τον «θρίαμβο των ιδεών των σοσιαλιστών» οι παγκόσμιοι ηγέτες αυτής της συμπαθούς τάξης επαγγελματιών της πολιτικής, που περιφέρουν την αμηχανία τους ανά την υφήλιο για να ψελλίσουν τα φληναφήματά τους μπροστά σε ακροατήρια που δεν θα στέκονταν ούτε σε δευτεροκλασάτες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις μεσαίου μεγέθους πόλεων στην πολιτεία της Γιούτα...
«Οι Σοσιαλιστές έχουν ήδη πάρει πρωτοβουλίες [...] ώστε να υπάρξουν νέες πολιτικές, κανόνες λειτουργίας της αγοράς και προστασίας του εισοδήματος των μεσαίων και χαμηλόμισθων οικογενειών. Δεν μπορεί αυτή η κρίση να φορτωθεί στη μεσαία τάξη και στους λιγότερο ευνοημένους», θα μας πει ο Γ. Παπανδρέου μεταφέροντας αυτολεξί την ορολογία και τις ανησυχίες των αμερικανών liberal Democrats. «[...] Όλοι οικειοποιούνται προς όφελός τους τις σοσιαλιστικές αξίες και τις αξίες της Αριστεράς [...] Βλέπουμε ξαφνικά ακόμη και τον κύριο Μπους, που ήταν ο πιο εχθρικός στην κρατική παρέμβαση, να εθνικοποιεί τις τράπεζες και να βρίσκει από τη μια στιγμή στην άλλη 700 δις δολάρια, ενώ δεν τα έβρισκε για να εκτονώσει την παγκόσμια κρίση τροφίμων», θα συμπληρώσει η Σ. Ρουαγιάλ που αυθόρμητα μόνο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας βρίσκει κρίσεις και ανισότητες. Για να συμπληρώσει βέβαια ότι «η Αριστερά πρέπει να χειραφετηθεί [...] να προσαρμοστεί και να διαμορφώσει συνθήκες συλλογικής ασφάλειας, ώστε εντός αυτών να ακμάσουν οι ατομικές πρωτοβουλίες». Προσοχή, μήπως από την πολλή συλλογικότητα καταλήξουμε –πάλι – στα γκουλάγκ!
Ένα ερώτημα είναι όμως πραγματικά ενδιαφέρον: Αλήθεια πώς και βρέθηκε όλο αυτό το ρευστό που ματαίως αναζητούσαν οι κυβερνήσεις προηγουμένως και έδειχναν τις άδειες τσέπες τους νουθετώντας μας παράλληλα διότι «τρώμε από τα έτοιμα» και «υποθηκεύουμε το μέλλον» με την «αλόγιστη» και «αντιπαραγωγική» κατανάλωση των χαμηλοσυνταξιούχων που επιμένουν να υπερθερμαίνουν τον πλανήτη καίγοντας άσκοπα πετρέλαιο τον χειμώνα. Ενώ η «παραγωγική» κατανάλωση των επενδυτών και των επιχειρήσεων δίνει φτερά στο σύστημα και τις «αξίες» του!
Εδώ το λιγότερο που αντιλαμβάνεται κανείς από την ίδια τη ρητορική των αξιωματούχων της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι η ταξική υφή του ζητήματος. Τα κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα, οι αδύναμοι, υπεισέρχονται στην εξίσωση ως εξαρτημένες μεταβλητές, ως εξαρτήματα της κεφαλαιακής σχέσης, «μη παραγωγική» κατανάλωση στον κύκλο υπεραξίωσης του κεφαλαίου. Και το κράτος οφείλει να μεριμνά ώστε η πραγματικότητα αυτή να αναπαράγεται συνεχώς, με την πολιτική του να οργανώνει τη συναίνεση και με την «Αριστερά» των σοσιαλιστών να μετράει τις «ευαισθησίες» της...
Το «σύγχρονο δημοκρατικό» κράτος «επιστρέφει» στο νικηφόρο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού με προσαρμογές και διευθετήσεις που αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία του και εδραιώνουν την ηγεμονία του.


5. ...ή πολιτική για τους «από κάτω»1;

Απέναντι σε αυτές τις εξαιρετικά παλιές και αραχνιασμένες «αξίες της Αριστεράς» που ευαγγελίζονται την ευσπλαχνία του κεφαλαίου προς τους αδύνατους, αρκεί οι τελευταίοι να παραβλέπουν την κακή πραγματικότητα προσβλέποντας σε ένα φωτεινό μέλλον, ως άλλοι πρωτοχριστιανοί απέναντι στα λιοντάρια,
απέναντι στις νεοφιλελεύθερες ρητορείες με «κοινωνικό πρόσωπο» που αμήχανα προπαγανδίζουν οι διψασμένοι για εξουσία εκπρόσωποι των σοσιαλιστών που μοιάζουν ολοένα περισσότερο να έχουν υποστεί μια νεοφιλελεύθερη λοβοτομή,
απέναντι στη διαρκώς και πιεστικότερα διευρυνόμενη παραφιλολογία για «κυβερνητική συμμετοχή» και μοιρασιά των προς διανομή μερισμάτων της κρατικής διαχείρισης, που φουντώνει στο φόντο των εκλογολογικών σεναρίων καθημερινής δημοσκοπίας, με στόχο την προβολή της αδύνατης ευημερίας σε ένα σκηνικό διαρκούς θεσμικής κρίσης νομιμοποίησης των κυρίαρχων επιλογών,
προβάλλει ολοένα επιτακτικότερα το ερώτημα για τα χαρακτηριστικά μιας αριστερής πολιτικής για τους «από κάτω», που να αποκτά «προγραμματικό περιεχόμενο», δηλαδή με απλά λόγια θα στοχεύει σε κάτι περισσότερο από την αυθόρμητη αντίδραση στις οργανωμένες πρωτοβουλίες του αστισμού.
Και αυτό δεν μπορεί να είναι η συμμετοχή σε μια «προοδευτική» κυβέρνηση διαχείρισης των αντιφάσεων του συστήματος και οργάνωσης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων στην κατεύθυνση των κελευσμάτων του νεοφιλελευθερισμού.
Ενώ επιβάλλεται να είναι η προσπάθεια διεύρυνσης του «νόμιμου», του «επιτρεπτού», μέσα από δυναμικές δράσεις που εδραιώνουν την πεποίθηση του εφικτού και τη δυνατότητα της νίκης στις δυνάμεις τη εργασίας που βρίσκονται για μια ακόμη φορά στη μέγγενη των αστικών «μονόδρομων».
Μια πρακτική καθημερινή πολιτική για τους «από κάτω», από τους «από κάτω» και με τη συμμετοχή και ενεργοποίηση των «από κάτω».
Μια πολιτική που δεν «προβληματίζεται» για το αν η κρίση είναι εισαγόμενη ή αυτόχθων, για το αν η «οικονομία» αντέχει στους κλυδωνισμούς και έως πότε, για το αν το ποσοστό ανάπτυξης είναι μικρό ή μεγάλο, αν η απορρόφηση των κοινοτικών επιδοτήσεων είναι «ικανοποιητική» ή υστερεί, αν η Ελλάδα προχωράει ικανοποιητικά στο δρόμο της «ανταγωνιστικότητας».
Μια πολιτική που δεν αποβλέπει στην οικοδόμηση της «σύγχρονης κοινωνίας των ίσων ευκαιριών» που στηρίζεται στην επιδίωξη του κέρδους, οδηγεί συστηματικά σε διευρυνόμενα αδιέξοδα, υπονομεύει τα δικαιώματα των πολιτών, υποτάσσοντάς τα στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Μια πολιτική που αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στην παραγωγή αξιών με στόχο την ιδιοποίηση κέρδους, διότι οι ανάγκες δεν είναι εμπορεύματα και οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.
Μια πολιτική που στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη για να μπορέσει να συλλάβει αλλά και να προδιαγράψει τεχνικά την οικονομική διάσταση των λύσεων, ενώ παράλληλα προβάλλει την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου ώστε να έρθει η πολιτική των μαζών στο προσκήνιο.
Μια πολιτική που θα ανασύρει τις έννοιες, αλλά και τις πολιτικές που συνδέονται με αυτές, από την υπαγωγή τους στους μηχανισμούς εξουσίας του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, τους λαβύρινθους θεσμών, επιτροπών και εκπροσωπήσεων που εγγυώνται την απόλυτη αφλογιστία τους, τη μετατροπή τους σε απονευρωμένο συμπλήρωμα μηχανισμών που παράγουν κέρδος από το εμπόριο των κοινωνικών αναγκών.
Μια πολιτική που θα αναδείξει την αντικειμενικά ανεξάρτητη υπόσταση των αναγκών.


6. Οι ανάγκες αντί για τις αξίες

Σε ποια κοινωνική ανάγκη αποκρίνεται άραγε το «σύμφωνο σταθερότητας», που αυθαίρετα και πέρα από κάθε συγκυρία ορίζει «θέσφατα» πλαφόν για το έλλειμμα και το χρέος; Διότι η «εξυπηρέτηση» του κεφαλαίου είναι προφανής μέσα από την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τομέων «προστατευμένης» από το κράτος κοινωφελούς δραστηριότητας που τώρα περνάει στην επικράτεια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Όσο είναι προφανής και η επιδείνωση των συσχετισμών εις βάρος της εργασίας μέσα από την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και την αναδιανομή του εισοδήματος με τη συμπίεση των μισθών.
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η πολιτική απορύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία οδηγήθηκε σε μια «εξυγίανση» που συνδυάζει τη μείωση του σημερινού πραγματικού εισοδήματος με την αύξηση των εισφορών, τη μείωση της μέσης διάρκειας της σύνταξης με την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, και τέλος τη μείωση και των ίδιων των συντάξεων; Καμία, εκτός από την τόνωση των διεθνών κεφαλαιαγορών με τα αποθεματικά των ταμείων μέσα από τη χρήση «σύγχρονων χρηματοοικονομικών προϊόντων» που βρίσκονται στο «ανώτερο επίπεδο» παραγωγής αξίας, με το χρήμα «ελεύθερο» να παράγει νέο χρήμα εκ του μηδενός!
Σε ποια κοινωνική ανάγκη ανταποκρίνονται οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για τη δημιουργία νέων πολυδάπανων υποδομών, οι οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων όπου δεν υφίστανται ανταποδοτικά τέλη απλώς μεταφέρουν τις υποχρεώσεις στο μέλλον και επιβαρύνουν το κόστος με το κέρδος του ιδιώτη;
Πόσο αποτελεσματική για τον πολίτη είναι η εισαγωγή εταιριών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στο χρηματιστήριο, όταν αντί για την ευημερία και την κάλυψη των αναγκών του πολίτη το κριτήριο που πρυτανεύει είναι η απόδοση της μετοχής για τους επενδυτές;
Πόσο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του εργαζόμενου μια πολιτική που αδυνατεί να διασφαλίσει επαρκείς και προσιτές εναέριες και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, η οποία επιπροσθέτως δεν συνυπολογίζει στα κόστη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από την ολοένα εντεινόμενη ενίσχυση των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς;
Ποια κοινωνική ανάγκη καλύπτει η απορύθμιση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών που έχει φέρει την άγονη γραμμή έξω από τον Πειραιά, στην Κύθνο;
Υπέρ ποίου λειτουργεί τέλος η υποβάθμιση της εργασίας, η εκμετάλλευση των οικονομικών μεταναστών, η επιδεικτική «αδιαφορία» του επίσημου κράτους για την καθημερινή καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που συχνά πληρώνουν με τη ζωή τους την εύκολη κερδοφορία των πλέον καθυστερημένων μερίδων του κεφαλαίου;
Ποια λογική είναι αυτή που αντιμετωπίζει την εργασία ως απλώς ακριβό «συντελεστή παραγωγής» και όχι ως παραγωγό αξιών χρήσης που ικανοποιούν ανάγκες της ζωής;


7. Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ μιας ριζικής αναθεώρησης του τρόπου που ασκείται η πολιτική, τεκμηριώνουν την ανάγκη για μια σημαντική και ουσιώδη στροφή στο πρότυπο οργάνωσης και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αφορμή τη χρηματοοικονομική κρίση γίνεται φανερό ακόμη και σε όσους έχουν κάθε προδιάθεση να το αγνοήσουν, ότι σήμερα απαιτείται αναπροσανατολισμός από τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και παραγωγής εμπορεύσιμων αξιών προς μια οικονομία των αναγκών.
Η στροφή προς τις ανάγκες προκύπτει και από τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία καθημερινά οδηγεί η εμμονή στην ένταση της εκμετάλλευσης όλων όσοι μπορούν να υπαχθούν στην ηγεμονία της σχέσης του κεφαλαίου και να στρατευθούν στην παραγωγή εμπορεύσιμων αξιών. Ο πυρήνας αυτής της αλλαγής οφείλει να αναζητηθεί τις ριζικές τομές που πρέπει να γίνουν στη βάση της ίδιας της κοινωνίας, στην παραγωγή.
Μια παραγωγή για τις ανάγκες στη θέση της παραγωγής για το κέρδος.
Μια παραγωγή που θέτει τους ανθρώπους πάνω από τα κέρδη.
Και οι προεκτάσεις που αυτόχρημα έχει μια τέτοια στάση είναι πολλαπλές και πολυσήμαντες, ενώ συνδέονται και με τα αδιέξοδα που διάφοροι φορείς βιώνουν με διαφορετικό, συχνά αντιφατικό, τρόπο.
Συνδέονται με τους αγώνες που γίνονται καθημερινά ενάντια στις τάσεις που διαρκώς υποβαθμίζουν τις δυνάμεις της εργασίας σε ένα απλό εξάρτημα του κεφαλαίου. Αποτελούν εκφάνσεις αυτής της πολιτικής των «από κάτω» που περιγράψαμε σε ό,τι προηγήθηκε, με αφορμή τις μετατοπίσεις που διαγράφονται στο φόντο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης.
Συνδέονται και με τις αγωνίες που έχει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας το οποίο ευαισθητοποιείται για το περιβάλλον και αγωνίζεται ενάντια στην άγρια εκμετάλλευσή του, οι συνέπειες της οποίας φαίνεται να είναι πλέον ορατές. Ενώ βρίσκει στήριγμα σε μια πολιτική με βάση τις ανάγκες η οποία αναζητά νέες δημιουργικές ισορροπίες ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τη φύση.
Όλοι οι αγώνες που δίνονται δεν πρόκειται όμως να ευοδωθούν αν δεν συγκλίνουν στη βασική θέση ότι οι ανάγκες αποκτούν την πρωτοκαθεδρία πάνω στις αξίες, η κοινωνική αλληλεγγύη αποτελεί βασικό εργαλείο πολιτικής και οδηγό δράσης, ενώ ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως μηχανισμός που διασφαλίζει ότι υπάρχει ζωντανή, διαρκής και απρόσκοπτη επικοινωνία ανάμεσα στους αρχικούς στόχους που διατυπώνονται, το σχέδιο δράσης που εφαρμόζεται και τα αποτελέσματα που προκύπτουν.
Γιατί όλα όσα υποστηρίξαμε σε αυτόν τον «υπέρ αδυνάτου» λόγο σε τούτο το σημείωμα θα παραμείνουν κενό γράμμα αν δεν εναρμονιστούν με τη μια και βασική αρχή:

Ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τα κέρδη.

1 Με δάνεια από την εισήγηση του Β. Αγγελόπουλου στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ 12-13/7/2008, Εποχή 20/7/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: